Στο προηγούμενο φύλλο μιλήσαμε για την κρίση της Αργεντινής στις αρχές της νέας χιλιετίας. Μια κρίση με ορατά τα σημάδια του ΔΝΤ, το οποίο επέβαλε αρκετά «προγράμματα σταθερότητας» προκειμένου να δώσει την «προστασία» του, με τρία «πακέτα» δανείων της τάξης των 23.2 δισ. δολαρίων (όταν το χρέος της χώρας ήταν πάνω από εξαπλάσιο), τα οποία αποπληρώθηκαν μέχρι την τελευταία δεκάρα από τη μετέπειτα κυβέρνηση της χώρας. Τελικά, η χρεοκοπία του αργεντίνικου κράτους και η στάση πληρωμής των ομολόγων του, που εξήγγειλε στις 23 Δεκέμβρη του 2001 ο τότε προσωρινός πρόεδρος της χώρας, Ροδρίγες Σάα, δεν αποφεύχθηκε. Γι’ αυτό και το ΔΝΤ δέχτηκε σκληρή κριτική από πολλούς και τον Οκτώβρη του 2003 αναγκάστηκε να κάνει και τη δική του «αυτοκριτική». Μια «αυτοκριτική» πολύ «λίγη» και καθυστερημένη, σύμφωνα με τον τότε πρόεδρο της Αργεντινής, Νέστορ Κίρσνερ.
Μη φανταστείτε ότι το ΔΝΤ έκανε αυτοκριτική για τα σκληρά αντιλαϊκά προγράμματα που εισηγήθηκε στην κυβέρνηση της Αργεντινής, τα οποία υποτίθεται ότι θα οδηγούσαν σε «μηδενικά ελλείμματα», αλλά τελικά το μόνο που πέτυχαν ήταν το πέρασμα του μισού πληθυσμού της χώρας κάτω από το όριο φτώχειας. Η «αυτοκριτική» του το αντίθετο αποδεικνύει. Ας δώσουμε, όμως, το λόγο στο ίδιο το ΔΝΤ:
«Στο φως της βαρύτητας της κρίσης που αναπτύχθηκε, ενώ η χώρα ήταν δεσμευμένη σε μια σειρά από προγράμματα υποστηριζόμενα από το ΔΝΤ, δεν προκαλεί έκπληξη ότι το Ταμείο δέχτηκε σκληρή κριτική για την εμπλοκή του στην Αργεντινή. Πράγματι, μετά από ύστερη γνώση προκύπτει ότι το Ταμείο –όπως και οι περισσότεροι από τους άλλους παρατηρητές– έσφαλε στην αποτίμηση της οικονομίας της Αργεντινής, υπερεκτιμώντας τις δυνατότητες ανάπτυξης και υποτιμώντας τα τρωτά της σημεία. Αυτές οι λανθασμένες κρίσεις είχαν σαν αποτέλεσμα τα υποστηριζόμενα από το ΔΝΤ προγράμματα να είναι ανεπαρκώς φιλόδοξα και υπερβολικά προσαρμοσμένα σε αποδόσεις, ειδικά το 1998, όταν η οικονομία αναπτυσσόταν. Παρά το ότι οι Αρχές λάμβαναν προειδοποιήσεις από το Ταμείο, τουλάχιστον στις αρχές του 1998, για τις αυξημένες επισφάλειες της χώρας, προειδοποιήσεις που τόνιζαν την ανάγκη παραπέρα δημοσιονομικών προσαρμογών και δομικών μεταρρυθμίσεων, το Ινστιτούτο συνέχισε να δίνει την στήριξή του στη βάση ενός πολιτικού προγράμματος που ήταν εν τέλει ανεπαρκές»[1].
Αυτό ήταν λοιπόν το πρόβλημα. Η κυβέρνηση της χώρας δεν ήταν αρκετά «τολμηρή» για να προχωρήσει σε παραπέρα «δημοσιονομικές προσαρμογές» και «δομικές μεταρρυθμίσεις». Ποιες ήταν κατά το ΔΝΤ αυτές οι μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να παρθούν; Δυστυχώς, ο περιορισμένος χώρος μιας εφημερίδας δεν μας επιτρέπει να παρουσιάσουμε αναλυτικά όλα όσα αναφέρει το ΔΝΤ. Θα επικεντρωθούμε επομένως στα σημαντικότερα, ιδιαίτερα σ’ όσα έχουν να κάνουν με τα εργατικά δικαιώματα.
Η μαγική λέξη που επικαλείται η έκθεση του ΔΝΤ είναι η «ευελιξία». Ευελιξία στο εμπόριο, στις τιμές, στην αγορά εργασίας. Ιδιαίτερα για την τελευταία δεν χρειάζονται και πολλά για να καταλάβει κανείς τι σημαίνει για τους εργάτες. Οι τεχνοκράτες όμως του ΔΝΤ δε μασάνε τα λόγια τους:
«Ιστορικά, η εργατική νομοθεσία στην Αργεντινή ήταν πολύ προστατευτική για τους ξεχωριστούς εργάτες, θέτοντας υψηλά φράγματα στις απολύσεις και εξασφαλίζοντας γενναιόδωρα ασφαλιστικά προνόμια (sic!). Επιπρόσθετα, οι συλλογικές συμβάσεις σε κλαδικό επίπεδο στη βιομηχανία μείωσαν σημαντικά την ευελιξία των μισθών. Ενώ είχαν κίνητρο την επιθυμία για κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη, αυτά τα προστατευτικά μέτρα ήταν ένα επιπρόσθετο στοιχείο που παρεμπόδισε την ικανότητα της Αργεντινής να μάχεται απέναντι σε εξωγενή πλήγματα»[1].
Η «μεγάλη προστασία των εργαζομένων» ήταν λοιπόν ένα από τα προβλήματα που οδήγησαν στη χρεοκοπία της Αργεντινής! Αυτά λέγονται παρά το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις της δεκαετίας του ’90 επέβαλαν μια σειρά «μεταρρυθμίσεις» που σάρωναν εργατικά δικαιώματα, όπως παραδέχεται το ίδιο το ΔΝΤ:
«Κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού της δεκαετίας του ’90, η κυβέρνηση εισήγαγε μια σειρά μεταρρυθμίσεων που στόχευαν στην τόνωση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις έλαβαν χώρα σε τρεις φάσεις: 1991, 1995 και 1998. Το πρώτο πακέτο μεταρρυθμίσεων εμφάνισε μια μετριοπαθή βελτίωση στην ευελιξία της αγοράς εργασίας, εισάγοντας συμβάσεις ορισμένου χρόνου και ειδικές εκπαιδευτικές συμβάσεις για νέους εργαζόμενους. Το 1995, η κυβέρνηση, οι οργανώσεις των επιχειρήσεων και η Εργατική Ομοσπονδία κατέληξαν σε συμφωνία για τη δι-ευκόλυνση προσωρινών προσλήψεων και πιο ευέλικτων ωραρίων εργασίας για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Σαν αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων αυτών η αναλογία των εργατών ορισμένου χρόνου ή με εκπαιδευτικές συμβάσεις αυξήθηκε σημαντικά, από 6% του συνόλου των μισθωτών το 1995 σε 12% το 1997 (σ.σ. δηλαδή διπλασιάστηκε μέσα σε δύο μόλις χρόνια!). Ομως, η παραπέρα πρόοδος στην απελευθέρωση της αγοράς εργασίας ήταν περιορισμένη και ορισμένα νέα μέτρα αντέστρεψαν ακόμα και τις προηγούμενες μεταρρυθμίσεις. Το 1996, η κυβέρνηση συνέταξε νομοσχέδιο για την παραπέρα αύξηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας και μείωση του εργατικού κόστους (σ.σ. τι λέξη κι αυτή για τους παραγωγούς του κοινωνικού πλούτου!) αποκεντρώνοντας τη διαδικασία συλλογικών συμβάσεων, επιτρέποντας τις μισθολογικές διαπραγματεύσεις σε επίπεδο εταιρίας παρά σε κλαδικό επίπεδο, καταργώντας την “ultractividad” (πρακτική σύμφωνα με την οποία οι συλλογικές συμφωνίες παραμένουν σε ισχύ μέχρι να αντικατασταθούν από νέες) και αντικαθιστώντας το δαπανηρό σύστημα των αποζημιώσεων απόλυσης με επιδόματα ανεργίας βασισμένα σε ατομικούς λογαριασμούς. Στο τέλος, η νομοθεσία συνάντησε αξιοσημείωτη αντίσταση από τα σωματεία και το Κογκρέσο και εγκαταλείφθηκε. Ο νέος νόμος, που πέρασε το Σεπτέμβριο του 1998, αντιπροσώπευσε μια πολύ πιο εξασθενημένη εκδοχή του νομοσχεδίου του 1996: παρά το ότι μείωσε το κόστος των απολύσεων, διατήρησε την ultracividad και προήγαγε μια παραπέρα συγκεντροποίηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων (που σύμφωνα με την υποσημείωση του κειμένου, ανατράπηκε μερικώς, με την απόφαση που πάρθηκε το 2000 οι συλλογικές συμβάσεις σε εργοστασιακό επίπεδο να υπερισχύουν των κλαδικών).
Επίσης, ενώ οι φόροι μισθοδοσίας (σ.σ. δηλαδή αυτοί που πληρώνουν οι καπιταλιστές ανάλογα με τους εργαζόμενους που έχουν) μειώθηκαν από 49% των ακαθάριστων κερδών στις αρχές του 1990 σε 43% το 2000, παρέμειναν υψηλοί σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα. Σαν αποτέλεσμα, παρά τις μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του ’90 που έδωσαν ώθηση στην παραγωγικότητα του βιομηχανικού τομέα και βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα στο κόστος, η αγορά εργασίας της Αργεντινής δεν ήταν αρκετά ευέλικτη (σ.σ. όπως η αγορά της… Κίνας, θα συμπληρώναμε εμείς) για να εμποδίσει τη μεγάλη αύξηση της ανεργίας»[1].
Φταίνε και οι εργαζόμενοι, λοιπόν, που δεν δέχτηκαν αδιαμαρτύρητα την επέκταση της «προσωρινής εργασίας» (δηλαδή να γίνουν «απασχολήσιμοι»), να καταργηθούν οι κλαδικές συμβάσεις και να πετιούνται στο δρόμο χωρίς αποζημίωση, δηλαδή να γίνουν… κάρβουνο στη ανθρωποφάγα μηχανή των αφεντικών τους! Κι αυτά λέγονται παρά το γεγονός ότι το «εργατικό κόστος» (δηλαδή τα ψίχουλα που δίνουν οι καπιταλιστές στους μοναδικούς παραγωγούς του κοινωνικού πλούτου) μειώθηκε δραματικά –όπως η ίδια η έκθεση επισημαίνει– πέφτοντας κατά 20% μέσα σε τέσσερα χρόνια (1994-1998) και ίσως ακόμα περισσότερο, δεδομένου ότι τα επίσημα στοιχεία παρουσίαζαν ψευδώς μικρότερες μειώσεις[2].
Οσοι υποστηρίζουν ότι το ΔΝΤ έχει «αποποιηθεί» τη σκληρή «νεοφιλελεύ-θερη» γραμμή ας το εξηγήσουν και σε εμάς τους αδαείς. Πάντως, αν εξακολουθήσουν να έχουν την ίδια άποψη ακόμα και μετά το διάβασμα του παραπάνω αποσπάσματος της έκθεσης «αυτοκριτικής» του ΔΝΤ, δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα για την περίπτωσή τους. Η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά!
Σε ένα πράγμα έχει δίκιο το ΔΝΤ. Οτι το κλείδωμα της ισοτιμίας του πέσο με το δολάριο (στην ισοτιμία ένα προς ένα) προκάλεσε μεγάλο πρόβλημα στην αργεντίνικη οικονομία:
«Το κλείδωμα του νομίσματος μετατράπηκε από πηγή πολιτικής αξιοπιστίας σε μειονέκτημα προσαρμογής… Επιπρόσθετα, ενώ η Αργεντινή έχασε την ανταγωνιστικότητά της κάτω από το κλείδωμα του νομίσματος, ακολουθώντας τη βραζιλιάνικη υποτίμηση και την ανατίμηση του αμερικάνικου δολαρίου, η άμεση επίπτωση στην οικονομία περιορίστηκε από τη μικρή συμμετοχή των εξαγωγών»[1].
Αυτή η πολιτική ήταν καταστροφική, γιατί τα προϊόντα της Αργεντινής ήταν πολύ πιο ακριβά στο εξωτερικό τη στιγμή που η γειτονική Βραζιλία είχε υποτιμήσει το νόμισμά της, ενώ με την εκχώρηση της νομισματικής πολιτικής στο εξωτερικό, η κυβέρνηση δε μπορούσε να κόψει νόμισμα για να καλύψει τα ελλείμματά της και οδηγήθηκε στη δραστική περιστολή των δαπανών (πρώτα και κύρια φυσικά των κοινωνικών). Ομως, και εδώ η μία αλήθεια συμπληρώνεται με αντεργατικό μένος: «Κάτω από το μηχανισμό της κλειδωμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας, οι πραγματικές προσαρμογές της τιμής του συναλλάγματος απαιτούσαν υποτίμηση των ονομαστικών μισθών και τιμών που δεν ήταν μόνο δύσκολο να επιτευχθεί, αλλά θα συνέβαλε σε ασθενή οικονομική δραστηριότητα».
Η πτώση των ονομαστικών μισθών θα συνέβαλε σε ασθενή οικονομική δραστηριότητα, αλλά το ΔΝΤ, όπως είδαμε παραπάνω, μιλούσε για αναγκαιότητα παραπέρα μείωσης του… εργατικού κόστους! Αντε να βγάλεις άκρη με τους τεχνοκράτες του ΔΝΤ που προσπαθούν να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα (που δεν είναι άλλα παρά οι αντιφάσεις του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος). Το τελικό τους συμπέρασμα, πάντως, ήταν ότι δεν θα έπρεπε να εμπλακούν βλέποντας τόσο διογκωμένα χρέη κι αυτή είναι η κατεύθυνση που θα εφαρμόσουν από δω και μπρος: «Μια σημαντική θεώρηση που θα πρέπει να είναι οδηγός για τη διαδικασία εξαγωγής αποφάσεων του Ταμείου και που υπογραμμίστηκε καθαρά από την εμπειρία της Αργεντινής είναι ότι, σε μία κατάσταση κατά την οποία η δυναμική των χρεών είναι ξεκάθαρα ασταθής, το ΔΝΤ δεν θα έπρεπε να δώσει τη χρηματοδότησή του»[1].
Αυτό έκανε το Δεκέμβρη του 2001 παγώνοντας το δάνειο των 1.3 δισ. δολαρίων, προκαλώντας τέτοια άνοδο των επιτοκίων δανεισμού, που οδήγησε στην πτώχευση.
Αν δεν… καιγόταν το πελεκούδι από τους εξαγριωμένους διαδηλωτές που προκάλεσαν τέτοια πολιτική κρίση που οδήγησε στην πτώση πέντε προέδρων μέσα σε λιγότερο από δύο βδομάδες (21/12/2001 – 2/1/2002), ο λαός της Αργεντινής θα πλήρωνε μέχρι τελευταίας δεκάρας τα χρέη με τα τοκογλυφικά επιτόκια (της τάξης άνω του 10%) και η κυβέρνηση θα είχε κάνει πράξη όλες τις «τολμηρές» προτάσεις του ΔΝΤ που αναφέραμε παραπάνω. Ομως, η λαϊκή έκρηξη έκανε τους πιστωτές της Αργεντινής να αναγκαστούν να διαγράψουν μέρος των χρεών της, γιατί διακινδύνευαν περισσότερα: να τα χάσουν όλα για όλα.
Η Αργεντινή δεν κήρυξε το χρέος της «απεχθές»[3] (αν και θα μπορούσε να το κάνει, καταγγέλλοντας τα δάνεια του στρατιωτικού πραξικοπήματος), αλλά προχώρησε σε «αναδόμηση» του χρέους, καλώντας τους πιστωτές να ανταλλάξουν τα ομόλογα που είχαν καταπέσει (δεν είχαν πλέον κανένα αντίκρισμα) με νέα. Η προσφορά ανταλλαγής ανακοινώθηκε στις 14 Γενάρη του 2005. Δόθηκε προθεσμία λίγο παραπάνω από ένα μήνα (μέχρι τις 25 Φλεβάρη 2005) στους πιστωτές που κατείχαν τα χρεοκοπημένα ομόλογα 152 διαφορετικών τύπων και αξίας περίπου 100 δισ. δολαρίων, που είχαν συσσωρευτεί τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, να τα ανταλλάξουν με νέα κρατικά ομόλογα με ημερομηνίες λήξης 30, 35 και 42 ετών, με διαγραφή περίπου του 60% των ονομαστικών αξιών των χρεοκοπημένων ομολόγων [4],[5].
Στις 18 Μάρτη του 2005, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι η συμμετοχή των ομολογιούχων στην ανταλλαγή που πρότεινε η κυβέρνηση ήταν 76,15%, αντιπροσωπεύοντας ομόλογα αξίας 62.2 δισ. δολαρίων, και η ανταλλαγή έγινε στις 2 Ιούνη του 2005[5]. Αν αναλογιστούμε ότι το συνολικό κρατικό χρέος της Αργεντινής το Δεκέμβρη του 2003 ανερχόταν σε 188.6 δισ. δολάρια[6] κι ότι τα 152 είδη ομολόγων που προτείνονταν για ανταλλαγή ανέρχονταν σε 104.1 δισ. δολάρια (δηλαδή το 55% του συνόλου)[6], αυτά που ανταλλάχτηκαν τελικά (62.2 δισ.) αντιστοιχούσαν μόλις στο ένα τρίτο του συνολικού χρέους. Πάντως, σαν συνέπεια της «αναδόμησης» των χρεών, το ποσοστό του χρέους της Αργεντινής μειώθηκε στο 72% του ΑΕΠ από 147% που ήταν το 2002[7].
Μετά το πάγωμα των πιστώσεων το Δεκέμβρη του 2001, το ΔΝΤ ενέκρινε νέες πιστώσεις μετά από ένα χρόνο περίπου (το Γενάρη του 2003) και συμφώνησε στην παράταση της αποπληρωμής των προηγούμενων πιστώσεων κατά ένα χρόνο[8]. Μερικά χρόνια μετά (στις 15 Δεκέμβρη του 2005), η κυβέρνηση του Νέστορ Κίρσνερ έκανε την έκπληξη: «Σε μία στιγμή που το ΔΝΤ αμφισβητείται σοβαρά από όλους τους διεθνείς κύκλους του κόσμου και κατηγορείται ακόμα και για τον ρόλο-κλειδί που έπαιξε στο ξέσπασμα της αργεντίνικης κρίσης του 2001, αντί να εκμεταλλευτεί αυτό τον παράγοντα για να εξασφαλίσει μια καλή συμφωνία για την Αργεντινή, ο πρόεδρος Κίρσνερ αποφάσισε να πληρώσει όλο το ποσό που χρώσταγε η Αργεντινή στο ΔΝΤ σε μετρητά: όλα, και τα 10 δισ. δολάρια απ’ αυτό»[4].
Το κίνημα είχε υποχωρήσει, το εργατικό και λαϊκό ξέσπασμα είχε τελειώσει και οι πολιτικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης της Αργεντινής διαχειρίστηκαν τις σχέσεις τους με το ΔΝΤ με τη δέουσα υποτέλεια. Με τη συμφωνία μειώθηκαν αυτόματα τα συναλλαγματικά αποθέματα της κεντρικής τράπεζας της χώρας κατά το ένα τρίτο[9]. Αυτή η απόφαση χαιρετίστηκε από το Ταμείο που δήλωσε ότι προσδοκεί να διατηρήσει γόνιμες σχέσεις με τις Αρχές[10]. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, τα συνολικά χρήματα που τράβηξε η κυβέρνηση της Αργεντινής με τις τρεις πιστωτικές συμφωνίες “stand-by” (δηλαδή κονδυλίων «σε αναμονή» για δανεισμό) ήταν γύρω στα 23.2 δισ. δολάρια (από τα 40.5 δισ. που είχε εγκρίνει το Ταμείο)[10].
Για το μόνο που δεν μας πληροφορούν τα δελτία τύπου του ΔΝΤ είναι τα επιτόκια δανεισμού και πόσα κέρδισε το Ταμείο από όλη αυτή τη μπίζνα. Δεν είμαστε αφελείς να περιμένουμε φυσικά να αποκαλύψουν οι ίδιοι κάτι τέτοιο, όμως το Ταμείο, παρά το γεγονός ότι θεωρήθηκε εν μέρει υπεύθυνο για το μέγεθος της κρίσης, πήρε τα λεφτά του πίσω (και σίγουρα με το παραπάνω) για τις υπηρεσίες του. Αυτό το αναφέρουμε για να σημειώσουμε ότι ακόμα κι αν διαγραφούν κάποια χρέη (ουσιαστικά δηλαδή οι πιστωτές του χρηματιστικού κεφαλαίου να χάσουν ένα μέρος από τους τόκους), το χρηματιστικό κεφάλαιο θα βγει τελικά κερδισμένο. Δικαιοσύνη δε μπορεί να υπάρξει σε καμία περίπτωση, αν δεν ακυρωθούν όλα τα χρέη προς το χρηματιστικό κεφάλαιο («καλά» ή «κακά»), αυτό δηλαδή που έκαναν μόνο οι Μπολσεβίκοι μετά τη Ρώσικη Επανάσταση.
Η κρίση τελικά ξεπεράστηκε. Η Αργεντινή είδε ξανά τους ρυθμούς ανάπτυξης να ανεβαίνουν σε ποσοστά άνω του 6% τα επόμενα χρόνια. Αυτό δε σημαίνει ότι επήλθε η «ευημερία» του λαού, αλλά ανακόπηκε κάπως η ολοσχερής εξαθλίωση πλατιών τμημάτων του πληθυσμού. Σύμφωνα με το ΔΝΤ[7], το ποσοστό του πληθυσμού που ζούσε σε επίπεδα έσχατης φτώχειας έπεσε στο 17% τον Ιούνη του 2004 (από 24.8% που ήταν δύο χρόνια πριν) και το ποσοστό όσων ζουν κάτω από το όριο φτώχειας έπεσε στο 44% από 58% που είχε φτάσει στο αποκορύφωμα της κρίσης. Τα παραπάνω ποσοστά έπεσαν κι άλλο το επόμενο διάστημα (φτάνοντας στο 9% το πρώτο και 27% το δεύτερο στο τέλος του 2007[11]).
Η εργατική τάξη της Αργεντινής πλήρωσε σκληρά την εκμετάλλευση της χώρας της από το χρηματιστικό κεφάλαιο. Ομως, αυτό που μπόρεσε να πετύχει με το ξέσπασμά της δεν πρέπει ούτε να το υποβαθμίζουμε ούτε να το εκθειάζουμε. Η μη ανατροπή του κοινωνικού συστήματος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης δε σημαίνει ότι η αντίσταση του λαού της Αργεντινής δεν έπιασε τόπο. Είχε όμως τα όριά της που φάνηκαν στη συνέχεια και φαίνονται πιο πολύ ακόμα με τις τελευταίες συμφωνίες που προτείνει η Κριστίνα Κίρσνερ-Φερνάντες (σύζυγος του Νέστορ Κίρσνερ, η οποία ανέβηκε στην εξουσία το Δεκέμβρη του 2007) στους ξένους ομολογιούχους που είχαν αρνηθεί την ανταλλαγή του 2005.
Η αργεντίνικη εξέγερση ανάγκασε τους επόμενους προέδρους της Αργεντινής να πάρουν ρεφορμιστικά μέτρα. Τον Οκτώβρη του 2008, η τελευταία πρόεδρος της Αργεντινής, Κριστίνα Κίρσνερ-Φερνάντες, προχώρησε μάλιστα στην εθνικοποίηση δέκα ιδιωτικών ασφαλιστικών ταμείων, θέτοντας 30 δισ. δολάρια υπό κυβερνητικό έλεγχο[12] και λίγο μετά από ένα μήνα (στις 4/12/08) το Κογκρέσο ενέκρινε νομοσχέδιο για την εθνικοποίηση της μεγαλύτερης αεροπορικής εταιρίας της χώρας (Aerolineas Argentinas) από τους ισπανούς ιδιοκτήτες της[12].
Η Κίρσνερ δήλωσε ότι προχώρησε στην εθνικοποίηση των Ταμείων για να προστατεύσει τους συνταξιούχους από την παγκόσμια οικονομική κρίση, αφού τα Ταμεία αυτά είχαν υποστεί σοβαρές απώλειες στα χρηματιστήρια[13]. Τον περασμένο Γενάρη, η Κίρσνερ απέλυσε το διοικητή της κεντρικής τράπεζας, Μάρτιν Ρενδράδο, ο οποίος είχε αρνηθεί να τραβήξει 6.6 δισ. δολάρια από τα 48.5 δισ. δολάρια συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας για να πληρώσει ληξιπρόθεσμα χρέη[14]. Ο λόγος, όπως ισχυρίστηκε η Κίρσνερ, ήταν απλός: «Είναι πολύ καλύτερα να χρησιμοποιήσουμε τα αποθέματά μας παρά να δανειστούμε (σ.σ. για να πληρωθούν τα ληξιπρόθεσμα δάνεια) με επιτόκια της τάξης του 15% ή 14%, όταν από τα αποθέματα μόλις που κερδίζουμε 0.5% με 1%»[14]. Η σκιά της εξέγερσης του 2001 πέφτει ακόμα βαριά στους διαχειριστές της αστικής εξουσίας της Αργεντινής…
Πριν μερικές εβδομάδες, η Κίρσνερ πρότεινε στους ομολογιούχους που είχαν αρνηθεί να συμμετάσχουν στην μεγάλη ανταλλαγή ομολόγων που έγινε το 2005 μια νέα ανταλλαγή, ύψους 20 δισ. δολαρίων αυτή τη φορά, με στόχο η χώρα να μπορέσει να πάρει δάνεια από τις «διεθνείς αγορές», δηλαδή από το χρηματιστικό κεφάλαιο[15]. Τις λεπτομέρειες αυτής της πρότασης δεν τις γνωρίζουμε, αλλά για να είναι «θελκτική» σίγουρα θα πρέπει να έχει αρκετές παραχωρήσεις προς τους ομολογιούχους.
Η Κίρσνερ μάλλον επιβεβαίωσε τελικά τις εκτιμήσεις του Economist που πριν μερικά χρόνια σημείωνε με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Ακόμα και σε μία χρεοκοπία, υπάρχουν λεφτά για να κερδηθούν. Τα αποκαλούμενα “αρπακτικά” κεφάλαια (vulture funds) ξεδιαλέγουν τα ομόλογα που δεν αποδίδουν και έχουν απορριφθεί από αποκαρδιωμένους επενδυτές. Το καλοκαίρι του 2002, λίγους μήνες από τότε που η Αργεντινή σταμάτησε να τιμά τα χρέη της, ένας γενναίος αγοραστής θα μπορούσε να αγοράσει ένα ξεπεσμένο ομόλογο στη δευτερογενή αγορά για 20 σεντς το δολάριο ή και λιγότερο. Στις 25 Φεβρουαρίου, θα μπορούσε να το έχει ανταλλάξει για ένα τραγανό χαρτί (κατονομασμένο σε πέσος), αξίας 35 ή 37 σεντς (σ.σ. του δολαρίου): μια μεθοδική ετήσια απόδοση της τάξης του 25% ή περισσότερο. Δεν θα κατασταλάξει σε τέτοιες γρήγορες ανταμοιβές κάθε αρπακτικό. Τα πιο υπομονετικά από αυτά θα αντέξουν για να αποζημιωθούν πλήρως στα δικαστήρια. Αντλούν έμπνευση από τον σύνδεσμο Ελιοτ, ένα αμερικάνικο hedge fund (κερδοσκοπικό κεφάλαιο), που ξόδεψε 11.8 εκατομμύρια δολάρια στο ξεπεσμένο χρέος του Περού και μετά από τέσσερα χρόνια στα δικαστήρια ανάγκασε την κυβέρνηση να συμβιβαστεί το 2000 για 56 εκατομμύρια δολάρια. Σύμφωνα με τον Manmohan Singh, οικονομολόγο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, οι ετήσιες αποδόσεις από την επιτυχημένη αντιδικία μπορεί να ξεπεράσουν το 300%. Παραδόξως, όσο μεγαλύτερη είναι η αποδοχή μιας συμφωνίας για το χρέος (σ.σ . δηλαδή όσο περισσότεροι είναι οι ομολογιούχοι που δέχονται να ανταλλάξουν τα ξεπεσμένα ομόλογα με νέα, όπως το 2005) τόσο το καλύτερο γι’ αυτούς που θα αρνηθούν: οι κυβερνήσεις είναι περισσότερο πιθανό να συμβιβαστούν με μία μικρή μειοψηφία παρά με ένα στρατό από αντίδικους»[6].
Το χρηματιστικό κεφάλαιο (τα πιο αρπακτικά του τμήματα) θα κερδίσει είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο. Ο μόνος τρόπος για να χάσει είναι η επαναστατική διέξοδος από την κρίση, που δεν είναι άλλη παρά η ανατροπή του συστήματος της μισθωτής σκλαβιάς και η αντικατάστασή του με άλλο, που παίρνει τα μέσα παραγωγής από τους καπιταλιστές σφετεριστές και τα παραδίδει στους παραγωγούς του κοινωνικού πλούτου.
Κώστας Βάρλας
Παραπομπές:
1. «Μαθήματα από την κρίση στην Αργεντινή». Εκθεση του ΔΝΤ, 8/10/2003.
2. Σύμφωνα με την παραπάνω έκθεση, το ΔΝΤ επεσήμανε ότι τα επίσημα στοιχεία θα πρέπει να εξετάζονται με προσοχή, γιατί περιέχουν μεγάλες αποκλίσεις από την πραγματικότητα. Η έκθεση επισημαίνει, ότι σύμφωνα με έρευνα στην αγορά εργασίας, προέκυψε ότι στην περιοχή του Μπουένος Αιρες ο μέσος ονομαστικός μισθός έπεσε κατά 14% μεταξύ 1994 και 2000. Εντούτοις, το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής αναφέρει μείωση της τάξης του 4% για την ίδια χρονική περίοδο!
3. Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, μια χώρα μπορεί να κηρύξει το χρέος της «απεχθές» (odious), όταν έχει βάσιμους λόγους ότι το χρέος αυτό οφείλεται σε δάνεια που συνάφθηκαν με παράνομο τρόπο, είτε από δικτατορικά καθεστώτα είτε σε βάρος της χώρας. Ο όρος εισήχθη στο Διεθνές Δίκαιο από τον Alexander Naum Sak, στις αρχές του 20ού αιώνα, και χρησιμοποιήθηκε από τις ΗΠΑ εναντίον της Ισπανίας για το αποικιοκρατικό χρέος του 1903. Ενα από τα πιο πρόσφατα παραδείγματα ήταν το Εκουαδόρ, όπου ο πρόεδρος της χώρας, Ραφαέλ Κορέα, κήρυξε το 2008 παύση πληρωμών για το «ανήθικο χρέος» των προηγούμενων διεφθαρμένων κυβερνήσεων.
4. «Πώς να λυθεί το πρόβλημα των περιοδικών κρίσεων εξωτερικού χρέους της Αργεντινής: Πρόταση για μια μακρόχρονη λύση». Αρθρο του Adrian Salbuchi, ιδρυτή του «Κινήματος της Δεύτερης Δημοκρατίας της Αργεντινής», Global Research, 7/11/2006.
5. «Ανταλλακτική προσφορά αναδόμησης χρεών», 21/6/2005 – Latin Counsel.com.
6. «Μια νίκη μέσω της χρεοκοπίας;», άρθρο του Economist, 3/3/2005.
7. «Το διοικητικό συμβούλιο του ΔΝΤ ολοκληρώνει τη συμβουλή επί του Αρθρου IV με την Αργεντινή», ΔΝΤ (Public Information Notice No. 05/83, 30/6/2005).
8. «Το ΔΝΤ εγκρίνει μεταβατική πίστωση stand-by, στήριξης της Αργεντινής», ΔΝΤ (Public Information Notice No. 03/09, 24/1/2003). Οι πιστώσεις “stand-by” είναι το μέγιστο ύψος των κονδυλίων που εγκρίνει το Ταμείο σε μια χώρα να δανειστεί. Η χώρα μπορεί να δανειστεί όλα ή ένα μέρος από αυτά τα χρήματα.
9. «Κάνοντας μπίζνες στην Αργεντινή το 2009». Εκθεση της βρετανικής PricewaterhouseCoopers (PwC), που αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες εταιρίες παροχής υπηρεσιών συμβούλων.
10. «Η Αργεντινή ανακοινώνει την πρόθεσή της να ολοκληρώσει νωρίτερα την αποπληρωμή ολόκληρων των εκκρεμών υποχρεώσεών της στο ΔΝΤ», Δελτίο Τύπου ΔΝΤ, Νο. 05/278, 15/12/2005.
11. Πρακτορείο Inter Press, 6/2/2008.
12. BBC, 4/12/2008.
13. Al Jazeera, 22/10/2008.
14. Financial Times, 11/1/2010.
15. Business Week, 15/4/2010.