Ο ΣΥΡΙΖΑ θυμήθηκε να κάνει κριτική στην κυβέρνηση για τη διαχείριση της πανδημίας. Δεν πρόκειται, φυσικά, για καμιά καταλυτική κριτική, δομικού χαρακτήρα όπως λένε. Συνήθης αστική κοινοβουλευτική κριτική: «δεν έχετε σχέδιο, έπρεπε ν’ ανοίξει ο τουρισμός, αλλά με ενιαίο πρωτόκολλο κτλ. κτλ.». Πέφτει και λίγο… ράντισμα με «εξυπηρέτηση μεγάλων συμφερόντων» και τέρμα.
Με την ίδια καθυστέρηση θυμήθηκε να κάνει κριτική και ο Περισσός. Πετάει δυο-τρία αποσπασματικά πράγματα επί του συγκεκριμένου και αμέσως περνάει στη γενικόλογη, τάχα αντικαπιταλιστική ρητορική. Ετσι, το συγκεκριμένο χάνεται μέσα στη φλυαρία της «κασέτας». Και η αντικαπιταλιστική ρητορική ξεπέφτει στο επίπεδο της θεολογίας.
Η κυβέρνηση έχει ασφαλώς χάσει έδαφος σε σχέση με τον περασμένο Μάη. Το άνοιγμα των σχολείων τότε, το πρώτο ζήτημα που την έφερε σε αντίθεση με ευρέα λαϊκά στρώματα, το ξεπέρασε, καθώς κέρδισε τη «ζαριά». Δεν προέκυψε αναζωπύρωση της πανδημίας από το άνοιγμα των σχολείων, όχι επειδή είχε καλό σχέδιο η κυβέρνηση και άριστες εκτιμήσεις οι λοιμωξιολόγοι που στηρίζουν την πολιτική της, αλλά επειδή δεν είχε υπάρξει μεγάλη αρχική διασπορά του νέου κοροναϊού στη χώρα μας, με αποτέλεσμα η καραντίνα σχεδόν να μηδενίσει το «κοντέρ» και το εσωτερικό άνοιγμα να μην επιφέρει αναζωπύρωση.
Πολύς κόσμος πίστεψε ότι το ίδιο θα γίνει και με το άνοιγμα του τουρισμού. Αυτό τον διαβεβαίωναν, αυτό πίστεψε. Οταν άρχισαν τα πρώτα σημάδια της αναζωπύρωσης, πολλοί δεν έδωσαν σημασία και συνέχισαν να ζουν στην νιρβάνα του καλοκαιριού. Μέχρι που τα πράγματα σοβάρεψαν, οπότε άρχισε να επικρατεί και πάλι ο φόβος. Και να αναπτύσσεται μια αντικυβερνητική διάθεση. Γιατί οι διαβεβαιώσεις του Χαρδαλιά ότι δε φταίει ο τουρισμός αλλά ο συγχρωτισμός (λες και πριν ανοίξουν τα σύνορα δεν είχε φτάσει στο φουλ ο συγχρωτισμός) και τα μαθηματικά που θύμιζαν προπολεμικό μπακάλη (τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, έξι το λαδόξυδο), δεν πείθουν ούτε τους πιο φιλικά διακείμενους προς την κυβέρνηση. Ολος ο κόσμος ξέρει πια ότι για την αναζωπύρωση της πανδημίας και τη διασπορά του ιού σε όλη τη χώρα φταίει το άνοιγμα στον τουρισμό. Και πολλοί αναρωτιούνται αν αυτό άξιζε τον «κόπο», δεδομένου ότι ο τουρισμός ήταν τελικά ελάχιστος (επ’ αυτού η δική μας απάντηση είναι σαφής: όχι μόνο δεν άξιζε, αλλά ήταν εγκληματική επιλογή).
Αυτή τη μεταστροφή του κόσμου είδαν ΣΥΡΙΖΑ και Περισσός και αποφάσισαν να ασκήσουν οριακή αντιπολίτευση αστικού τύπου. Στην οποία η κυβέρνηση απαντά επικαλούμενη την επιτροπή των λοιμωξιολόγων. Δεν κάναμε τίποτα χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της επιστημονικής επιτροπής, είναι η μόνιμη επωδός των κυβερνητικών στελεχών, από Μητσοτάκη μέχρι Χαρδαλιά.
Κι ενώ είναι σαφές ότι κυβέρνηση και επιστημονική επιτροπή συνδέονται όπως το νύχι με το κρέας (ακόμα και όταν δεν υπάρχει συμφωνία, η επιτροπή καλύπτει πλήρως τις κυβερνητικές αποφάσεις), η αντιπολιτευτική κριτική προσπαθεί να φέρει την κυβέρνηση σε αντιπαράθεση με την επιστημονική επιτροπή. Ομως, με φήμες και υπαινιγμούς (σαν αυτούς που άφησε ο Τσίπρας στη Βουλή στις 7 Σεπτέμβρη) δεν πετυχαίνεις κανένα αποτέλεσμα. Διότι ο κόσμος δεν έχει ακούσει κανέναν απ’ αυτούς τους γιατρούς με τους βαρύγδουπους πανεπιστημιακούς τίτλους να εκφράζει -ήπια έστω- οποιαδήποτε κριτική προς την κυβερνητική πολιτική σε κομβικά ζητήματα όπως το άνοιγμα στον τουρισμό.
Αυτή η ανακολουθία της αστικής κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης επιτρέπει στην κυβέρνηση, κρυπτόμενη πίσω από την επιστημονική επιτροπή, να περιορίζει την πολιτική ζημιά. Αυτό είναι το τελευταίο που μας ενδιαφέρει. Εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι η καλλιέργεια σύγχυσης στην εργατική τάξη και το λαό. Η πίεση της ανεργίας είναι τεράστια. Η φτώχεια καλπάζει. Εργατικό διεκδικητικό κίνημα δεν υπάρχει. Η εμπιστοσύνη στο συλλογικό αγώνα βρίσκεται στα τάρταρα. Δεν είναι καθόλου δύσκολο, λοιπόν, να αναπτυχθούν κοινωνικές τάσεις αγνόησης του κινδύνου. Να επικρατήσει η λογική «και τι να κάνουμε, πρέπει να ζήσουμε».
Από τότε που ξέσπασε η πανδημία και έγινε υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα της χώρας, εντοπίσαμε την απουσία του ταξικού λόγου στα ζητήματα που αφορούν την προστασία του λαού μας από τον τεράστιο υγειονομικό κίνδυνο. Δε θα ασχοληθούμε με τις μπούρδες που ακούστηκαν και γράφτηκαν από κάποιες (λίγες ευτυχώς) κατευθύνσεις περί «μεγάλου αδελφού», «φασιστικών μέτρων» και τα παρόμοια. Μπούρδες που αντί να στήσουν την κυβέρνηση «στο απόσπασμα» επειδή δεν έπαιρνε τα απαραίτητα μέτρα, αλλά ακολουθούσε το δόγμα «πρώτα η οικονομία», ξιφουλκούσαν ενάντια στα μέτρα καραντίνας που πάρθηκαν.
Γράφαμε στη στήλη στις 5 Ιούνη:
Επρεπε το προλεταριάτο να έχει λόγο στη διαχείριση της πανδημίας από υγειονομική άποψη; Ρητορικό είναι το ερώτημα. Μπορεί η επιδημία του νέου κοροναϊού να εμφανίστηκε αρχικά ως «ασθένεια των πλουσίων», η εξέλιξή της σε πανδημία, όμως, τη μετέτρεψε σε «ασθένεια των φτωχών». Διότι οι πλούσιοι, μετά την αρχική αμεριμνησία, μπορούσαν να εφαρμόσουν όλα τα απαραίτητα μέτρα προστασίας, ενώ οι φτωχοί, στριμωγμένοι σε εργοστάσια και κάθε είδους καπιταλιστικές επιχειρήσεις, σε γηροκομεία, σε κάθε είδους «δομές φιλοξενίας», σε ασφυκτικά διαμερίσματα, στα μαζικά μέσα μεταφοράς κτλ., ήταν απόλυτα εκτεθειμένοι.
Οταν οι αστικές κυβερνήσεις άρχισαν να παίρνουν μέτρα καραντίνας, το προλεταριάτο -αν ήταν σε θέση να κινηθεί στη βάση μιας συγκροτημένης στρατηγικής- θα έπρεπε να ζητήσει πιο γρήγορα και πιο δραστικά μέτρα καραντίνας, παράλληλα βέβαια με τη στήριξη κάθε εργάτη, εργαζόμενου ή άνεργου, κάθε εργατικής οικογένειας. Ναι, η αντιμετώπιση της πανδημίας ήταν (και πάντοτε θα είναι) ζήτημα της ταξικής πάλης. Στο αστικό δόγμα «πρώτα η οικονομία» πρέπει να αντιπαρατίθεται το προλεταριακό δόγμα «πρώτα οι ζωές μας». Στη σχετικοποίηση της ανθρώπινης ζωής από τις αστικές κυβερνήσεις, θα έπρεπε να αντιπαρατεθεί ο απόλυτος κανόνας της προστασίας κάθε ζωής προλετάριου που μπορεί να σωθεί (ιδίως των ζωών των απόμαχων της δουλειάς και των ανθρώπων με νοσήματα, πολλά από τα οποία δεν είναι άμοιρα της διαρκούς φθοράς της υγείας των εργατών στα καπιταλιστικά κάτεργα).
Αντ’ αυτού, είχαμε την εμφάνιση των κάθε είδους «αιρέσεων», που έφτασαν στο σημείο να αντλούν υλικό ακόμα και από συνωμοσιολόγους και διάφορους στατιστικολόγους της υγείας, αρνούμενοι να δουν κατάματα την πραγματικότητα, αρνούμενοι να κάνουν τη στοιχειώδη σκέψη: αν πράγματι δεν υπήρχε πρόβλημα, οι αστικές κυβερνήσεις δε θα έσπρωχναν τις καπιταλιστικές οικονομίες σε τόσο απότομο και τόσο μεγάλο βάθεμα της ύφεσης, ανακρούοντας πρύμναν από την τακτική που αρχικά είχαν επιλέξει. Μιλάμε για την απόλυτη ιδεοληψία, για πλήρη απόσπαση από την πραγματικότητα και τις ανάγκες της.
Τώρα τα πράγματα έχουν αντιστραφεί σε σχέση με την περίοδο του «μένουμε σπίτι». Τώρα το δόγμα είναι «πάμε στη δουλειά, πάμε στο σχολείο και προσέχουμε». Και το προλεταριάτο εμφανίζεται και πάλι αφοπλισμένο, παρακολουθώντας παθητικά την κυβέρνηση του κεφαλαίου να διαχειρίζεται την πανδημία, με τη βοήθεια των ειδικών που έχουν επιστρατευθεί στο πλάι της. Εκείνοι που φοβούνταν τους «μεγάλους αδελφούς» και δυσανασχετούσαν ενάντια στα μέτρα της περιόδου του lockdown είναι διπλά αφοπλισμένοι. Η κυβέρνηση τους έχει ξεπεράσει, αφού αποκλείει το lockdown. Οχι για λόγους υγειονομικούς, βέβαια, αλλά για λόγους που έχουν να κάνουν με τη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας.
Θα το ξαναπούμε, λοιπόν. Η προστασία της υγείας και της ζωής των ανθρώπων του προλεταριάτου και της φτωχολογιάς είναι εκ των ων ουκ άνευ. Οπως απαιτούμε μέτρα υγιεινής και ασφάλειας στη δουλειά, έτσι πρέπει να απαιτούμε μέτρα προστασίας έναντι μιας φονικής πανδημίας. Οφείλουμε να αποκαλύπτουμε όχι μόνο το ρόλο της κυβέρνησης, αλλά και το ρόλο των επιστημόνων που βρίσκονται στο πλευρό της, στην υπηρεσία του καπιταλισμού (εμείς τουλάχιστον το κάνουμε από την πρώτη στιγμή).
Μόνον έτσι θα διαλύσουμε κάθε αντιδραστικό ιδεολόγημα και θα μπορέσουμε να οικοδομήσουμε μια τακτική δομημένη πάνω σε τρεις άξονες αξεδιάλυτα δεμένους μεταξύ τους:
♦ Μέτρα αποτροπής της διάδοσης της νόσου. Δε θα τους αφήσουμε να παίξουν στα ζάρια τις ζωές μας.
♦ Μέτρα ενίσχυσης του δημόσιου συστήματος υγείας. Εδώ και τώρα προσλήψεις ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού.
♦ Να μη φορτωθούν στην εργατική τάξη τα βάρη της κρίσης. Απαιτούμε πλήρη μισθό και ασφάλιση για κάθε εργάτη, εργαζόμενο ή άνεργο.
Πάνω σ’ αυτούς τους τρεις άξονες μπορεί και πρέπει να εξειδικευτεί πληθώρα επιμέρους διεκδικήσεων, στη δουλειά, στο σχολείο, στη δημόσια σφαίρα.
Πέτρος Γιώτης