Ας αφήσουμε στην άκρη την τηλεοπτική αγριότητα που είδαμε να εκτυλίσσεται από την περασμένη Κυριακή απ’ αφορμή το πενταπλό έγκλημα στην περιοχή του Αγρίνιου. Συνηθισμένο είναι πια το θέαμα και άλλωστε οι πιο κραυγαλέες πλευρές αυτού του κιτρινιμού στιγματίστηκαν και από τις σοβαρές γραφίδες του αστικού Τύπου. Ας επικεντρωθούμε στα όσα ακολούθησαν τις αστυνομικές ανακοινώσεις για την εξιχνίαση του φονικού, που δεν δείχνουν ν’ απέχουν από τον πυρήνα της αλήθειας (τα υπόλοιπα θα διευκρινιστούν στις δικαστικές αίθουσες).
Ας επικεντρωθούμε στις σοβαρές -υποτίθεται- αναλύσεις. Στα όσα γράφτηκαν και γράφονται για την προσωπικότητα του δράστη, για το θυμικό, την παρορμητικότητα, την ψυχοπαθητική νοσηρότητα, την μη κοινωνική και μη ελεγχόμενη πλευρά του «εγώ» και όλα τα υπόλοιπα σοβαροφανή, που γράφονται από εγκληματολόγους, κοινωνιολόγους, ψυχολόγους, ψυχίατρους.
Ολες αυτές οι αναλύσεις έχουν στο κέντρο τους το άτομο. Το άτομο ως αυθύπαρκτη οντότητα, αποσπασμένο από το κοινωνικό περιβάλλον, αποκομμένο από την υλική πραγματικότητα και τις ιδέες που το καθορίζουν και το κινούν. Οσο πιο παράλογο είναι ένα έγκλημα (που εξ ορισμού αποτελεί παρεκκλίνουσα συμπεριφορά) τόσο πιο γελοίες γίνονται οι αναλύσεις που προσπαθούν να το ερμηνεύσουν. Ετσι, όλες καταλήγουν σ’ ένα «για ασήμαντη αφορμή», που είναι και πιο εύληπτο, ενώ προσφέρεται για να εξάπτει συμπεριφορές όχλου που δεν προσπαθεί να ερμηνεύσει και να καταλάβει, αλλά ζητά «αίμα για το αίμα».
Κι όμως, αν κανείς απαλλαγεί από τις ιδεοληψίες της αστικής κοινωνίας, δεν είναι δύσκολο να διακρίνει τα θεμέλια της κοινωνίας πίσω από το πρωτοφανές για τη χώρα μας έγκλημα: Ιδιοκτησία και οικογένεια.
Η ιδιοκτησία. Αυτό που δίνει νόημα στην ύπαρξη. Χωρίς αυτή, ο άνθρωπος δεν υπάρχει. Είναι ένα τίποτα. Η διαφύλαξή της, ακόμα και από τις πατημασιές των κυνηγών, είναι το ύψιστο καθήκον. Στην υπεράσπισή του πραγματώνεται το «εγώ». Η αμφισβήτησή της θολώνει το νου, δεν αφήνει περιθώρια για δεύτερη σκέψη, οπλίζει το χέρι στο φινάλε.
Η οικογένεια. Αυτός ο στενός πυρήνας στο εσωτερικό του οποίου μπορεί να συντελούνται εγκλήματα, τα οποία όμως πρέπει να παραμείνουν εκεί, όπως ακριβώς υπαγορεύουν οι ιεραρχικές σχέσεις στο εσωτερικό της. Οσο πιο απομονωμένη είναι μια οικογένεια (όπως συμβαίνει με οικογένειες κτηνοτρόφων) τόσο πιο στενοί (και πιο ιεραρχικοί) είναι οι δεσμοί που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της.
Οι κοινωνιολόγοι και οι εγκληματολόγοι «μας» αισθάνονται ιδιαίτερα αμήχανα, γιατί ο δράστης αυτού του φονικού δεν έχει τίποτα πάνω του που να του αποδίδει το χαρακτηρισμό της «ψυχοπαθολογικής προσωπικότητας» ή της «ροπής προς τη βία». Ενας απλός άνθρωπος είναι, όπως ήταν και τα θύματά του. Χωρίς τίποτα το ξεχωριστό. «Εκ φύσεως εγκληματίες» δεν υπάρχουν και σ’ αυτόν δε μπορούν να προσάψουν ούτε αυτόν τον χαρακτηρισμό και να καθαρίσουν. Γι’ αυτό και διαβάζουμε τις πιο αφάνταστες παπαριές.
Γιατί δε θέλουν να θίξουν τα θεμέλια της αστικής κοινωνίας, που σε εποχές κρίσης, κοινωνικής σήψης, ανορθολογισμού και ατομοκεντρισμού οδηγούν και σε «παράλογα» εγκλήματα.
Π.Γ.