Ο τραπεζίτης Ξενοφών Ζολώτας, με την ιδιότητα του «οικουμενικού» πρωθυπουργού του 1989 (με στήριξη ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ενιαίου Συνασπισμού, δηλαδή «Κ»ΚΕ και ΕΑΡ), όταν ρωτήθηκε για την 24ωρη απεργία που είχε κηρύξει -απ' αφορμή την ψήφιση του προϋπολογισμού- η ΓΣΕΕ, είχε πει ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας, διότι πρόκειται περί εθιμοτυπικής απεργίας που γίνεται κάθε χρόνο.
Aπό τότε κύλησε πολύ νερό στ' αυλάκι. Η εθιμοτυπική 24ωρη απεργία στα τέλη κάθε χρονιάς έχασε την όποια αίγλη είχε. Μέχρι που φτάσαμε στα πρώτα χρόνια των Μνημονίων, όταν οι 24ωρες απεργίες έγιναν συχνές. Ηταν μια καλή εκτόνωση της οργής που συσσωρεύονταν σε μισθωτούς εργάτες κι εργαζόμενους και συνταξιούχους, κάθε φορά που ψηφιζόταν ένα πακέτο αντεργατικών και αντιλαϊκών μέτρων.
Οσο αυτή η οργή έπαψε να συσσωρεύεται τόσο αραίωναν και οι 24ωρες απεργίες. Μέχρι που εξαφανίστηκαν τελείως από την ατζέντα του αστικοποιημένου συνδικαλισμού. Εγιναν είδος εν πλήρει ανεπαρκεία και ταυτόχρονα «αντικείμενο του πόθου» για εκείνους που σε κάθε τέτοια απεργία δεν έβλεπαν την αναποτελεσματικότητα και την έλλειψη κάθε προοπτικής, αλλά έναν δικό τους φανταστικό κόσμο, τον οποίο περιέγραφαν με τα πιο λαμπρά αγωνιστικά χρώματα. Τόσο που αν τα διάβαζε κάποιος που δε ζει στην Ελλάδα και δεν έχει ιδέα ποια είναι η κοινωνική πραγματικότητα, θα νόμιζε ότι εδώ ωριμάζουν οι συνθήκες για μια επαναστατική έκρηξη των εργαζόμενων μαζών.
Φτάσαμε έτσι στο φετιχισμό της 24ωρης. Δεν έχει σημασία η κατάσταση του εργατικού κινήματος. Σημασία έχει να κηρυχτεί μια 24ωρη απεργία. Εστω και με όρους χειρότερους από εκείνους των «εθιμοτυπικών» του παρελθόντος. Δεν έχει σημασία η ισχνή έως ανύπαρκτη συμμετοχή των εργαζόμενων και ο διχασμός τους σε «μαχητική μειοψηφία» και «απεργοσπαστική πλειοψηφία». Σημασία έχει η στατιστική, όχι της συμμετοχής στην απεργία (και στις διαδικασίες του εργατικού συνδικαλισμού γενικότερα), αλλά της άθροισης των 24ωρων που θα γίνουν σε ένα χρόνο ή σε μια διετία.
Υπάρχει κι ένας άλλος λόγος, χειρότερος από την αγωνιστική φαντασιοκοπία και τον βολονταρισμό. Οι ανάγκες των -μικρών ή μεγάλων- κομματικών μαγαζιών να ενεργοποιήσουν τα μέλη τους, να συσπειρώσουν κάποιες «επιρροές», με απώτερο στόχο τη συγκρότηση του μηχανισμού που θα ριχτεί στον αγώνα τον τρανό της ψηφοσυλλογής. Κάτι σαν ζέσταμα, δηλαδή.
Φτάσαμε έτσι σε μια επαίσχυντη κολοκυθιά που παίζεται το τελευταίο δίμηνο. Κάποιοι αποφάσισαν να οργανώσουν την 1η Νοέμβρη διακλαδική 24ωρη πανελλαδική απεργία, με αποφάσεις ορισμένων πρωτοβάθμιων σωματείων. Το ΠΑΜΕ, με σαφώς περισσότερες δυνάμεις από τα σωματεία της «διακλαδικής», δεν μπήκε στο «κόλπο» τους, αλλά ανακοίνωσε 24ωρη πανελλαδική απεργία για τις 8 Νοέμβρη. Οι «διακλαδικοί» ανακοίνωσαν ότι θα συμμετάσχουν και στις 8 Νοέμβρη (δεν κοστίζει τίποτα, άλλωστε). Στη συνέχεια, άρχισαν κάποια υπόγεια συνδικαλιστικά παζάρια και το ΠΑΜΕ μετέθεσε την ημερομηνία για τις 14 Νοέμβρη, έχοντας εξασφαλίσει ότι την ίδια μέρα θα προκηρύξουν απεργία το ΕΚΑ και η ΑΔΕΔΥ.
Τότε μπήκε στη μέση το «ανφάν γκατέ» της εργατοπατερίας, η ΓΣΕΕ, που προκήρυξε 24ωρη πανελλαδική απεργία για τις 28 Νοέμβρη. Αρχισαν οι καταγγελίες, αλλά το ΕΚΑ προσαρμόστηκε αμέσως, ξεχνώντας τις 14 Νοέμβρη. Ακολούθησε το ΠΑΜΕ, που έκανε δεύτερη μετάθεση της ημερομηνίας, χάριν της… ενότητας του απεργιακού μετώπου. Η ΑΔΕΔΥ παρέμεινε στις 14 Νοέμβρη. Μαζί της και οι «διακλαδικοί».
Κι αφού τελείωσε η κολοκυθιά και έχουμε δυο «εθιμοτυπικές» 24ωρες (δημόσιος τομέας στις 14, ιδιωτικός τομέας στις 28 Νοέμβρη), άρχισαν οι αντιπαραθέσεις περί όνου σκιάς. Σ' ένα κίνημα όχι απλώς ηττημένο, αλλά ηττοπαθές, αυτοί ερίζουν για μια ημερομηνία, κρύβοντας το φετιχισμό τους πίσω από έναν άκρατο αγωνιστικό βερμπαλισμό. Λες και το ζήτημα είναι «μια ακόμα 24ωρη» και όχι το χάλι του κινήματος και πώς αυτό μπορεί ν' αλλάξει.
Π.Γ.