«Ακόμα κι αν τον έβλεπα μπροστά μου δε θα τον πρόδινα». Κατηγορηματικός ο ορεσείβιος γερο-αγρότης από το χωριό του Ν. Παλαιοκώστα, άφησε κάγκελο το ρεπόρτερ που του έκανε το σχετικό ερώτημα. Δεν επικαλέστηκε ούτε συγγένεια, ούτε φιλία, ούτε ευεργεσία από τον μυθικό πλέον παράνομο που κατάφερε για μια φορά ακόμη να ξεφτιλίσει τους μηχανισμούς καταστολής. Απλά, «δε θα τον πρόδινα». Χωρίς άλλη επιχειρηματολογία. Χωρίς αναλύσεις του κώλου.
Μας επανέφερε έτσι ο γέροντας στον κόσμο της λαϊκής παράδοσης, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί ανά τους αιώνες. Μπορεί στις 10 εντολές της κυρίαρχης θρησκευτικής πίστης στον τόπο μας να μην υπάρχει το «ου προδώσεις», όμως στη λαϊκή παράδοση υπάρχει η περιφρόνηση, η απόλυτη απαξία για τη ρουφιανιά και τους ρουφιάνους. Πρόκειται για μια στάση αντίστασης προς την εξουσία, η οποία για το λαό πάντοτε ήταν ξένη. Κάθε κυνηγημένος από την εξουσία για τη λαϊκή συνείδηση είναι ιερό πρόσωπο. Και παραπέρα: η ρουφιανιά είναι καταδικαστέα, ακόμα κι αν ο διωκόμενος είναι πρόσωπο γενικά απεχθές. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, ο άνθρωπος του λαού δε μπαίνει στις προσωπικές διαφορές του οποιουδήποτε παράνομου με την εξουσία. Δεν αναλαμβάνει αυτός να κάνει τη δουλειά του μπάτσου.
Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια, αυτές οι παραδοσιακές λαϊκές αξίες τείνουν να ξεχαστούν. Βλέπεις πολίτες να στρώνουν στο κυνήγι ληστές τραπεζών, κινδυνεύοντας μάλιστα να φάνε και καμιά αδέσποτη από το πιστολίδι που στήνεται με τους καταφθάνοντες μπάτσους. Λες κι είναι δικά τους τα λεφτά ή λες και δεν τα ‘χουν ασφαλισμένα οι τραπεζίτες. Τρέχουν να υπερασπιστούν τα λεφτά των μεγάλων ληστών, των τραπεζιτών, από κάποιους φτωχοδιάβολους που κοιτάνε να τη βολέψουν με μερικές χιλιάδες ευρώ που θ’ αρπάξουν, βάζοντας σε κίνδυνο την ίδια τη ζωή τους.
Το ηχηρότερο χαστούκι η παράδοση της λαϊκής ηθικής το δέχτηκε την περίοδο του καλοκαιριού του 2002. Τότε που η Ασφάλεια έδινε από τα ΜΜΕ οδηγίες προς μαθητευόμενους ρουφιάνους, προκειμένου να εντοπίσει και να συλλάβει το Δημήτρη Κουφοντίνα. Ανατριχιάζεις και που το σκέφτεσαι. Ολόκληρο το σύστημα της κυρίαρχης προπαγάνδας προσπαθούσε να μετατρέψει έναν ολόκληρο λαό σε ρουφιάνους. Να παρακολουθούν τους διπλανούς τους μη τυχόν και εντοπίσουν κάτι «ύποπτο» και να ειδοποιούν την Αστυνομία ακόμα κι αν δεν ήταν βέβαιοι για ό,τι «εντόπισαν».
Δε γνωρίζουμε πόσοι ανταποκρίθηκαν τότε σ’ αυτό το κάλεσμα και στα όσα ανακοίνωσαν οι μπάτσοι για μεγάλη ανταπόκριση δε δίνουμε βάση. Ομως, και μόνο το γεγονός ότι η ρουφιανιά εξιδανικεύτηκε χωρίς να υπάρξουν αντιδράσεις αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες ντροπές των τελευταίων χρόνων. Γι’ αυτό λέμε ότι η ντόμπρα απάντηση του συχωριανού του Παλαιοκώστα μας επανέφερε στην τάξη της λαϊκής ηθικής.
Το ιδεολόγημα που με κάθε τρόπο προσπαθούν να περάσουν οι εξουσίες τα τελευταία χρόνια είναι η ανάγκη να περιοριστεί η ελευθερία χάριν της ασφάλειας. Και ποιος απειλεί την ασφάλεια; Οι πάντες. Οσοι έχουν ανοίξει λογαριασμούς με την εξουσία. Από τις οργανώσεις βίαιης επαναστατικής δράσης, μέχρι τους «λαθρο»μετανάστες που «παρανομούν» για να εξασφαλίσουν ένα μεροκάματο πείνας και μέχρι τους ληστές των τραπεζών, που δεν ανοίγουν λογαριασμούς με τους πολίτες αλλά με τους τραπεζίτες. Η εξουσία που περιορίζει την ελευθερία και στηρίζει την πραγματική ανασφάλεια αυτοαναγορεύεται σε προστάτη της κοινωνίας και θέλει να μας κάνει όλους ρουφιάνους.
Π.Γ.