Αγαπητά μου παιδιά
Την ημέρα που γέννησε τον Κοκό και ενθρόνισε την Ελισάβετ, την αποφράδα αυτή ημέρα για το έχον ερυθρό αίμα λοιπό ανθρώπινο γένος, καταφεύγουμε ξανά στον δεκαπεντασύλλαβο και στα παρήγορα σημάδια της εποχής μας. Θα παρακολουθήσουμε τον διάλογο ενός αντρόγυνου, όπως καταγράφηκε από την κρυφή κάμερα του συστήματος T4I (τι φοράει) που εγκαταστήσαμε στην κρεβατοκάμαρά του. Για το σύστημα T4I την ιδέα μας έδωσαν τρία γεγονότα: α. Το ότι τα παλιόπαιδα τ’ ατίθασα ρήμαξαν τις κάμερες του C4I β. Το ότι κρίθηκαν ανεπαρκήδια αξιόπιστη παρακολούθηση τα πανάκριβα διάδοχα συστήματα ΖΜ (je t’ aime) και YU8CT (why you ate, shity?) και γ. Το μέγιστο κυνωνικό ερώτημα κάθε αγωνιζόμενου αυνανιζόμενου, έτσι όπως περιέχεται στο έντεχνο άσθμα του Τζίτζιρα, του Κότσιρα, του Τζιτζιμιτζικότσιρα, «τι φοράς όταν κοιμάσαι»;
– Γιάννο μ’ πού τρέχει η σκέψη σου και πού ο λογισμός σου
κι όλο σε βλέπω σκεφτικό και συνοφρυωμένο;
Μην έχασες κανέν’ αρνί, μη δε γεννάν τα γίδια
μη σου ‘φαγε η αλεπού την κότα σ’ την Μαριέττα;
– Ασε μ’ Παγώνα να χαρείς και μη μου τα ζαλίζεις,
πάψε να σκέφτεσαι ρηχά και μόνο για τη στάνη σ’.
Δεν σκέφτομαι τα πρόβατα, δεν σκέφτομαι τα γίδια
μόν’ σκέφτομαι τη Βάρκιζα, που ‘ρθε τα μέσα έξω.
– Μη σάλταρες βρε Γιάννο μου; Μην τα ‘παιξες τελείως;
Τώρα σου ‘ρθε η Βάρκιζα; Πάνε εξήντα χρόνια!
Μην έφαγες καμιά κλωτσιά από κα’να γαϊδούρι
και το μυαλό σου έγινε σαν και του πλανητόρχι;
– Αει χάσου ανενημέρωτη, που όλη μέρα αρμέγεις
και τ’ ακουμπάς στις τράπεζες ή στο σκουπιδομάνι.
Ποτέ δεν έδωσες δραχμή για μιαν εφημερίδα
λιγάκι να ξεστραβωθείς, να φτιάξεις και την προίκα σ’
που ‘χουν βιβλία και σιντιά και τζάμπα ιντερνέτι,
που ‘χουνε Μάνιες, Μπόμπολες και Αγγελοπουλαίους
και φτάσαν’ να κοστίζουνε δέκα ευρώ η μία
μαζί με τόμους και λοιπά, άντε μην τη ψωνίσω…
– Γιάννο μου μάλλον τα ‘παιξες, μα μη στεναχωριέσαι
γω θα σε πάω Αμερική, Αγγλία, Γερμανία
όπως πηγαίνουν οι τρανοί και ζουν διακόσια χρόνια.
Μα πες μου κύρη κι άντρα μου, μην κάπνισες χορτάρια,
μην ήπιες το ξινό κρασί που ‘ναι για τα σκουπίδια
ή πάλι μην ξεχάστηκες και ήπιες πολλά χάπια
που τα ‘χεις για την πίεση, για την καρδιά, το άγχος
κι ακούς φωνές σαν την Ζαν ντ’ Αρκ εις της Ρουέν τις φλόγες;
– Παγώνα, μετά λύπης μου σου λέω πως το μυαλό σου
έπηξε απ’ τις συνταγές στους πρωινούς καφέδες.
Δεν σου μιλώ για Βάρκιζα πριχού εξήντα χρόνια
μόν’ λέω για τα τωρινά, τα όπλα που επιστρέφουν
για τα σιγκούνια, τα σκουτιά, την προίκα, τα καλούδια.
Τους παίρνουν και τα σώβρακα. Πού πάμε ωρέ Παγώνα;
– Αμ έτσι πες βρε Γιάννο μου να καταλάβω η έρμη.
Μιλάς για το αντάρτικο και την τρομοκρατία
που μόλις τα εξάρθρωσαν αναζωπυρωθήκαν
κι άλλοι τραβάνε τα μαλλιά τ’ς και άλλοι που δεν έχουν
τραβάνε από την αρχή ό,τι τραβούσαν πάντα.
– Μπράβο Παγώνα μ’, το ‘πιασες κι ας είσαι της Αλέκας
κι έχεις τρανή οξύνοια μες στη βραδεία σκέψη.
Μιλάω για τη Βάρκιζα που γύρισε καπάκι,
κι οι μέρες είναι πονηρές, παμπόνηρες οι νύχτες,
τα όπλα επιστρέφονται, άλλαξε ο αέρας
οι επιθέσεις άρχισαν στα τμήματα, στις στράτες,
δεν βλέπω όμως Λιτόχωρο, δεν ξέρω τι θα γίνει.
– Σώπασε Γιάννο ‘μ, να χαρείς, τον άνεμο αφουγκράσου.
Ο Κουφοντίνας πολεμάει με τρία βιλαέτια
οι κλέφτες κι οι αρματωλοί χτυπάν ταμείων κλέφτες
και φόλες στα μαντρόσκυλα ‘τοιμάζονται να ρίξουν.
Σώπασε Γιάννο μ’, σώπασε και μην πολυδακρύζεις.
Πάλι με χρόνια και καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι…
Δες πώς ούλοι…(Δέσπω-Σούλι)