Αγαπητά μου παιδιά
Η ποίησις! Ο ασφαλής λιμήν όπου καταφεύγουμε, όχι για να κρυφτούμε από τον καιρό – ο βρεγμένος δε φοβάται τη βροχή, ακόμη κι όταν προέρχεται από εχθρική σιελόρροια – μα γι’ ανασύνταξη. Η απροσπέλαστος και αδιάρρηκτος γιάφκα, της οποίας τα κλειδιά (αν και βρίσκονται πάντα στο καλαθάκι) δεν δύνανται να λειτουργήσουν σε χέρια αδαών, βομβαρδισμένων από τηλεπληροφορίες, αιχμαλώτων του κυνωνικού πολέμου, συνθλιβομένων παρά εγχωρίων οικογενειακών και ξενοκινήτων αλλοτρίων συμφερόντων. Ο λιμήν των σαλπισμάτων της αντεπιθέσως που ες αεί θα στοιχειώνουν τις νύχτες (και τις μέρες) των εχθρών του ανθρώπου.
Ποιητική αηδία και εις μνήμην του παραληρήματος της απλήστου μνήμης δουκίσσης Βλακεντίας τα κάτωθι:
μετά μεγάλης προσοχής σε άκουσα να πλέκεις
αντί πουλόβερ και κασκόλ, λόγους και θεωρίες
μακρόθεν της πολιτικής φριχτές αβελτηρίες.
Ο στόμας σου ως πίδακας ιοβριθών υδάτων
ως συντριβάνι σε χωριό που πλένουν τ’ αχαμνά των
κουρούνες, τσαλαπετεινοί, σαύρες και περιστέρια,
ολίγον πριν τα ξύσουνε στου δήμου τα παρτέρια.
Ω! τι σοφία απύθμενος, τι ακριβοδικαία
η κρίσις σας ενθύμισε τα μαγαζιά ΙΚΕΑ
όπου αγοράζεις διάφορα, μόνος σου τα ταιριάζεις
και ως εργοστασιακώς άρτια τα παρουσιάζεις.
Μασάει η κατσίκα ταραμά; Προτού να τα τινάξεις
θα πρέπει κάτι σοβαρό να βρεις για ν’ αντιτάξεις
στο όμμα ον τα πανθ’ ορά μα και στην ιστορία
ωσάν δικαιολόγηση δια την αναπηρία
που σ’ έκανε περίγελο εκείνων που φοβάσαι.
Να, λάβε τώρα και Σουρή, για να ‘χεις να θυμάσαι:
«Και τ’ είσαι άνθρωπε μωρέ, που φλυαρείς εμπρός μου,
αν με τα ζώα τα λοιπά παραβληθείς του κόσμου;
Μπορείς ποτέ τα όσα τρως, βρε άνθρωπε τεμπέλη,
να τα μασάς σαν μέλισσα και να τα βγάζεις μέλι;
Ου να χαθείς κηφηναριό…στων μελισσών το σμήνος
εσύ ζηλεύεις μοναχά την θέσιν του κηφήνος,
και θέλεις πάντα χάρισμα να τρώγεις στην κυψέλην,
οπόταν είσαι μάλιστα γιγαντομάχος Ελλην.
Με όλην την σοφίαν σου την τόσο πνευματώδη,
δεν ημπορείς στα σύννεφα και μια φωλιά να κτίσεις,
μηδέ να βγάλεις κέρατα σαν τράγος ή σαν βόδι,
και μοναχά ως σύζυγος μπορεί να τ’ αποκτήσεις.
Ο,τι μικρόν και αφανές η πτέρνα σου πατεί
γελά με τα καμώματα της λογικής αγέλης,
κι αν πεις κ’ εις ένα μύρμηκα στον κόσμο τι ζητεί;
θα σ’ απαντήσει αυθαδώς «αμέ και συ τι θέλεις;»
Βλέπεις αυτόν τον μπούρμπουλα, τον αφανή στο χώμα,
που με τα πόδια του κυλά την μια και άλλη βρώμα;
Μεγάλης έτυχε ποτέ στην Αίγυπτον λατρείας
ως του Ηλίου σύμβολον, δυνάμεως κι ανδρείας.
Και ύστερα κορδώνεσαι και θεωρείς ως δώρον
και το μυαλό της κεφαλής και το μυαλό της ράχης,
συ, του Δαρβίνου η μαϊμού, συ, δίπουν μαστοφόρον,
συ, άνθρωπε θαυμάσιε, που κακό ψόφο να ‘χεις».
Μάρτυς Γδάρτις – Παλούκω Κάφ’ τις