Αγαπητά μου παιδιά
(όσα διαθέτετε αποκωδικοποιητή Filmunet για να καταλαβαινόμαστε)
Πάνω που ετοιμαζόμουν να γράψω κάποια πράγματα που είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου και σ’ εσάς πριν από δυο – τρία γράμματα, μας προέκυψαν νέα επεισόδια ενός κακότεχνου σίριαλ που βρίσκεται σε εξέλιξη κι αναζητά το μερίδιό του από την πίτα της δημοσιότητας. Μιλάω για την άθλια επίθεση κάποιων τεχνοκριτικών, ορατών και αοράτων, ενάντια σε καλλιτέχνες καταξιωμένους στη συνείδηση πολλών, πάρα πολλών ανθρώπων. Κι έτσι, θα ασχοληθούμε με την…τέχνη σ’ αυτό το γράμμα (κάτι άρχισα να γράφω στο τέλος του προηγούμενου, αλλά τότε είπα να δώσω τόπο στην οργή).
Τέτοιες μέρες (31/10) πριν από 488 χρόνια (1517), ο Μαρτίνος Λούθηρος θυροκολλούσε τις διαβόητες «95 θέσεις» του στην μητρόπολη. Η πράξη αυτή που άλλοτε είναι γενναία κι άλλοτε γραφική (ο τρόπος και το περιεχόμενο κάνουν τη διαφορά) παραπέμπει σε θλιβερά καθήκοντα δικαστικού κλητήρα, βρίσκει μιμητές και φτάνει ως τις μέρες μας, όπως άλλωστε και ο μεσαίωνας. Ως θυροκόλληση δύναται πλέον να θεωρείται και η δημοσίευση και ως θύρα της μητρόπολης ένα λαμπρό ή λαμπράκι μητροπολιτικό «συγκρότημα» τύπου. Οι 95 θέσεις, ενίοτε μετατρέπονται σε 8 ερωτήματα, ειδικά όταν οι θέσεις δεν έχουν τη δυνατότητα αυτόνομης στήριξης (ως γνωστόν από το νηπιαγωγείο ακόμη, είναι βολικότερο να ρωτάς απ’ ό,τι να αιτιολογείς).
Κι ενώ τα του Λούθηρου αφορούν διαμαρτυρόμενους, καθολικούς και λοιπούς αφηρημένους καταναλωτές αφηρημένων ιδεών, φτάσαμε στην εποχή των καθολικώς διαμαρτυρομένων και των εναγωνίως αναζητούντων προφάσεις για να προωθήσουν ημιφωτισμένες βλέψεις (που συχνά αφήνουν να διαφαίνονται και οι σκιές πίσω τους).
Πρόσφατα διάβασα μια συνέντευξη – πίνακα, που οι τεχνοκριτικοί – θυροκολλητές ερωτημάτων τη χαρακτήρισαν «κωμική έκθεση ιδεών για αριστερούς παντός καιρού». Ποτέ δεν συμπαθούσα τους τεχνοκριτικούς, που ο Λεωνίδας Χρηστάκης (αν δεν με απατά η μνήμη μου, όπως κάνει ο άντρας μου) κάπου σκιαγραφεί ως «αποτυχημένους καλλιτέχνες που βγάζουν τη χολή και τα συμπλέγματά τους ενάντια σε καλλιτεχνήματα που δεν μπόρεσαν να φτιάξουν οι ίδιοι». Ελα όμως που αυτή τη συνέντευξη – πίνακα εγώ τη βρίσκω σπουδαία, όπως τη βρήκε και η εφημερίδα που διαβάζετε. Ξέρω, εμείς είμαστε άνθρωποι που δεν κατέχουμε από τέχνη, είμαστε κάτι άσχετοι, ατάλαντοι και ξεπουλημένοι καλλιτέχνες – πράκτορες, όπως μας χαρακτήρισε πρόσφατα κι ένας άλλος σπουδαίος τεχνοκριτικός και πρώην άρχων της τοπικής αυτο – κακοδιοίκησης. Ομως, καλοί μου τεχνοκριτικοί, δεν μπορείτε απέναντι σ’ αυτό το έργο, να χαρακτηρίζετε «αχυράνθρωπο» τον καλλιτέχνη! Ούτε μπορείτε εσείς, παρακινούμενοι από υποκειμενικά, προσωπικά και άλλα συμφέροντα να προσπαθείτε εναγωνίως να τον σύρετε σε δημόσια κουβέντα. Και μάλιστα όχι για την επανάσταση στην τέχνη (την οποία τάχα επικαλείστε) αλλά για τον προσωπικό σας «γκαϊλέ» που λένε και στη φίλη και γείτονα Τουρκία. Επειδή «έκανε το λάθος και ξανάπιασε το όνομά σας στο στόμα του», έκφραση που συχνά πυκνά ακούω στο κομμωτήριο, όπως το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε» κι άλλα τέτοια ζητήματα αναζήτησης ταυτότητος, που δεν αφορούν κανέναν πέρα από εκείνον που τα διατυπώνει. Η σιωπή δεν σημαίνει πάντα έλλειψη αρχών και ιδεών κι αυτό είναι κάτι που οι σώφρονες και τα πάντα γνωρίζοντες τεχνοκριτικοί θα έπρεπε να θυμούνται.
Θα μπορούσα να πω πολλά και να μπω πιο βαθιά στο δύσοσμο φρεάτιο που ανοίχθηκε, με ιδρωτοποιό μέριμνα των τεχνοκριτικών. Ομως η δυσωδία που αναδύεται είναι κάτι περισσότερο απ’ ό,τι μπορεί ν’ ανεχθεί κανείς. Ούτε…ανεμιστήρας δεν τη διώχνει. Προτιμώ λοιπόν να σταματήσω εδώ, κρατώντας τα υπόλοιπα για τον εαυτό μου, μαζί με όσους ακόμα καρφώνουν πεισματικά τις φτέρνες τους κόντρα σ’ αυτό τον κατήφορο. Οταν ένας καλλιτέχνης, καταξιωμένος στη συνείδηση πολλών για τις θέσεις και τη στάση του (και στο κάτω-κάτω, αφού τον κρίνετε από μια επιστολή – έργο του, από πότε είναι αντεπαναστατικός ο ανθρωπισμός στην περί ης ο λόγος…τέχνη;), τόσο εύκολα αποκαλείται λαμόγιο, αχυράνθρωπος κι άλλα τέτοια από έναν πρώην συνοδοιπόρο τεχνοκριτικό, τότε εύκολα ο καθένας μπορεί να φτάσει σε κάποια ασφαλή συμπεράσματα. Εκτίθεστε κύριε τεχνοκριτικέ, εκτίθεστε ανεπανόρθωτα σε καιρούς της γρίπης των φτηνών…
Μπήλιω Μπουνταλά