Αγαπητά μου παιδιά
Αφού «στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή» μετά τις νέες παραστάσεις με τα ακροβατικά και τις άκρως θεαματικές κωλοτούμπες του Alexis, η λαϊκή μούσα μάζεψε τα μπογαλάκια της και ανηφόρισε στα Τουρκοβούνια. Θέλοντας να έχει έστω και εξ ονόματος επαφή με την Τουρκία –όπου η λαϊκή οργή γράφει τις δικές της ιστορικές σελίδες– άκουσε μερικά ταξίμια με το νου στην πλατεία Ταξίμ και σκάρωσε κι ένα δικό της:
σημαίνει και η Ιστικλάλ, ο μεγαλειώδης δρόμος
που φτάνει ως τον Γαλατά, στα κόκκινα ντυμένος.
Χιλιάδες οι διαδηλωτές, δεκάδες διμοιρίες
κάθε κοτρόνα και οργή, κάθε αντλία και κτήνος.
Πολλά μπαϊράκια φαίνονται απ’ το Gezi park πέρα
και ο Μουχτάρ κρώζει γερά από το μετερίζι:
«Παιδιά σταθείτε στέρεα, σταθείτε αντρειωμένα
γιατί τ’ αγριογούρουνα ποδοβολούν. Χιλιάδες!».
Ο πόλεμος αρχίνισε, φάπες και πέτρες πέφτουν
μια τα γουρούνια έφευγαν και μια ορμούσαν πάλι
τη μια κεφάλια άνοιγαν κι απέ μαζεύαν’ μπάτσες.
Ομως, την ίδια ώρα στα δυτικά της ανατολής, η ζωή έγραφε ένα στιγμιότυπο μιας άλλης δακρύβρεχτης και πονεμένης ιστορίας. Αξίζει τον κόπο να ξεφύγουμε από τον έμμετρο λόγο και να ρίξουμε μια ματιά σ’ ένα μικρό απόσπασμα του σεναρίου, έτσι όπως το κατέγραψε και το ανασκεύασε η πένα ενός μεγάλου συγγραφέα-διανοητή που θέλησε να κρατήσει την ανωνυμία του αλλάζοντας την επωνυμία του.
– Μαρίααα, ρε pussy;
Η βροντερή φωνή του Γιώργου έκανε τους πάντες στον πολυσύχναστο δρόμο να γυρίσουν. Οι ελεγκτές επίγειας κυκλοφορίας σταμάτησαν το ξυλοκόπημα μικροπωλητών, έγχρωμων και λοιπών δύσμοιρων που κατοικοεδρεύουν στην κατά τον ποιητή «ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι», οι χριστεπώνυμοι καταστηματάρχες άφησαν στη μέση τις προσπάθειες να αποφύγουν την έκδοση απόδειξης, ο ταξιτζής που δούλευε και σε ασφάλειες (ζωής) γιατί «μ’ ένα μεροκάματο δεν βγαίνει» φρέναρε και ο ιδιοκτήτης του μπαρ της γωνίας έβγαλε τραπεζοκαθίσματα μόνο μέχρι το επόμενο τετράγωνο… Ηταν κι εκείνο το «ρε pussy» που τους ξάφνιασε όλους. «Pussy» βαρβαριστί είναι η γατούλα, το αιδοίο και ο δειλός. Κοιτάζοντας, απέκλεισαν την πρώτη εκδοχή, αφού η Μαρία δεν μπορούσε να αποκληθεί «γατούλα» σε καμία περίπτωση…
Η πλάκα είναι ότι περνιόταν για αριστερή, αλλά το βλέμμα της απείχε έτη φωτός από το καθάριο και απροσποίητο βλέμμα ενός ανυπόκριτου αριστερού. Σκοτάδι πηχτό και κακία στις γραμμές των ματιών, σεξουαλικά και άλλα προβλήματα χαραγμένα στις λεπτές γραμμές και στα βαθιά αυλάκια των χειλιών, εσωστρέφεια, φθόνος και επιθετικότητα αναβόσβηναν σαν φωτεινές επιγραφές στο γυαλισμένο πηγούνι. Τελευταία τα έβαζε απροκάλυπτα και με διάφορες συντεχνίες εργαζόμενων, σαν καλό σκυλάκι εκείνων που την τάιζαν πλουσιοπάροχα την ώρα που ο κόσμος πεινούσε.
Ολοι έμειναν να κοιτάζουν απορημένοι, περιμένοντας ν’ ανακαλύψουν την εξήγηση. Την οποία έδωσε ο Γιώργος Αυτιάς που έτυχε να περνάει από εκεί. Αφού χαιρέτισε με χαρά τον συμπατριώτη και συνονόματό του Γιώργο, γεγονός που έκανε τη Μαρία να φύγει βιαστικά και την έβγαλε από το πλάνο μελλοντικής κινηματογραφικής μεταφοράς του βιβλίου, εξήγησε στον περιπτερά που έσπευσε να ρωτήσει (και που συμπτωματικά ασχολιόταν κι αυτός με ασφάλειες, ζωής πάντα): – Εμείς οι Σαμιώτες, όταν ανταμώνουμε συνηθίζουμε να ρωτάμε «pussy»; Δεν είναι τίποτε άλλο από το «πού ‘σαι;» στη ντοπιολαλιά μας. Αυτό το ξέρουν όλοι.
Η απορία όλων λύθηκε και κάποιοι που φαντάστηκαν… άλλα (mon dieu, τι καχυποψία έχουν αυτοί οι σκοτεινοί καιροί!), έσκυψαν το κεφάλι και απομακρύνθηκαν. Κι ο καημένος ο Γιώργος, βλέποντας την Μαρία να απομακρύνεται και σκεπτόμενος την «πάστα» από την οποία ήταν φτιαγμένη αυτή και οι στρατιές τόσων και τόσων σαν αυτή, καταλάβαινε για πρώτη φορά πόσο αστείο ήταν να τον ενοχλεί που είχε το δεύτερο όνομα του Δένδια, που εκτός από Νίκος λεγόταν κι αυτός Γεώργιος…
Bacci, Vucci και λουλάς