Αγαπητά μου παιδιά
Λίγο ακόμα θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν (σε βιντεάκι στο youtube, καθώς οι κοντινές μας έγιναν καυσόξυλα) και τις αμυγδαλές μας να πρήζονται είτε από τις φωνές είτε από το κρύο (πού ν’ ανάψεις θέρμανση;). Λίγο ακόμα να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα στο Γολγοθά, φορτωμένοι τον σταυρό της ταξικής τύφλας και της υπερταξικής ανημποριάς μας.
Η νέα χρονιά ξεκίνησε με τον χειρότερο αλλά αναμενόμενο τρόπο: με τα πάντα να πηγαίνουν για άλλη μια φορά δεξιά. Είναι εκπληκτική αυτή η εμμονή στις παραδόσεις της κακοδαιμονίας που μόνο δεινά έφεραν στο παρελθόν. Και βέβαια, το γνωστό «δωδεκαήμερο» της παράδοσης και των εορτασμών συνοδεύτηκε από τα γνωστά κάλαντα, που δεν είναι άλλο από δημοτικά ευχητικά και εγκωμιαστικά τραγούδια που ψάλλονται εθιμικά. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, η Εκκλησία απαγόρευε ή απέτρεπε αυτό το έθιμο ως καταγόμενο από τις εορτές των ρωμαϊκών καλενδών που η ίδια είχε καταδικάσει, αποκαλώντας τους καλαντιστές «μηναγύρτες». Κατά την αρχική περίοδο της ελληνικής βασιλευόμενης δημοκρατίας, καθιερώθηκε το έθιμο της απαγγελίας των καλάντων από τους άνδρες της ανακτορικής φρουράς ενώπιον των βασιλέων, σε αντιστοιχία παρομοίων εθιμικών ευχητικών εκδηλώσεων σε άλλους βασιλικούς οίκους της Ευρωλάνδης.
Αν δεν ήταν στη μέση η παράδοση που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της στήλης, όλα τα παραπάνω θα μας άφηναν παγερά αδιάφορους. Ομως δεν πειράζει αν για μία και μόνη φορά το χρόνο αναφερθούμε και σ’ αυτά. Αλλωστε από τα κάλαντα προέκυψαν ειδύλλια, κωμειδύλλια, δενδρύλλια, αλλά και ο σκληρός χωρισμός του σαλτιμπάγκου Ξενερωτόκριτου από την υποψιασμένη Αρετούσα. Ιδού οι τελευταίες στροφές ενός μεγάλου έρωτα, όπως τις αποτύπωσε η λαϊκή μούσα στη μεσαιωνική (σημερινή ή χθεσινή δεν έχει καμιά σημασία, αφού τίποτε δεν άλλαξε) νωχελική και μακάρια ηλιόλουστη αποικία:
εδώ που πνίγουν τον λαό και τον εξαφανίζουν
στον τόπο που γκρεμίζεται μέσα στη ησυχία
και δέχεται παθητικά να τον καταξεσκιζουν.
– Ασε Ξενερωτόκριτε, μας τα ‘πανε καμπόσοι
απ’ το πρωί τα κάλαντα. Και πρώτος ο Αλέξης
απ’ τη latina America, που ο Αλλάχ να δώσει
να μη γενεί πρωθυπουργός γιατί χοντρά θα μπλέξεις.
– Τι λες ρε κοκορόμυαλη; Τι λες μωρή χαμένη;
Σε μένανε τα λες αυτά, που πάω για γραμματέας
της τοπικής επιτροπής; Δόξα με περιμένει
μετά απ’ τη συμμετοχή στα events της Κερατέας.
– Τα επαναστατόσημα βάλ’ τα εκεί που ξέρεις
ρεντίκολο θα γίνετε εσύ κι η κομπανία
σε δύο βάρκες αν πατάς τι λες να καταφέρεις;
Σύντομα θα σας κυνηγά όλη η Μπανανία…
Και βέβαια, κάποτε οι γιορτές και τα πανηγύρια τελειώνουν, οι καλαντιστές αποχωρούν και η θλιβερή πραγματικότητα επανέρχεται. Σαν το Johnny Walker όταν η μέρα φεύγει, σαν τον φασισμό όταν η εξουσία ξεφεύγει… Με την Αρετούσα να μένει μόνη στη χωρίς θέρμανση κάμαρή της και να σιγοτραγουδά, πλάι στο hi-tech ηχογραφικό της λαϊκής μούσας που καταγράφει:
και σ’ ερωτεύτηκα τρελά; Μάλλον είμαι βλαμμένη…
Συ πλέον είσαι ικανός και να ζητήσεις προίκα!
Μαύροι «αριστεροί» εσείς, ευρωλιγουριασμένοι
που ο κόσμος στην απελπισιά σάς βλέπει σαν σανίδα.
Βρεγμένη σάς χρειάζεται σανίδα όμως, τώρα
τώρα κι όχι αργότερα που θα ‘ρθετε ως ακρίδα
να κάψετε το «αριστερό» χαρτί σ’ αυτή τη χώρα…