Αγαπητά μου παιδιά
Εξακολουθώ να σας γράφω εν τω μέσω μιας λαομίσητης, ξενοκίνητης δικτατορίας του κουφαλαίου και του πωλητικού μασκαριάτου που επιβουλεύεται τα πάντα (και τα κοάλα), ορατά τε και αόρατα. Καθισμένος ο άμοιρος κινεζοποιημένος έξω από ένα κλειστό –λόγω λουκέτου– μαγαζί ασημικών, σκέφτομαι ότι τα χημικά, δακρυγόνα, μυοπαραλυτικά, ζιζανιοκτόνα και ψεκαστικά είναι από τα λίγα προϊόντα που μοσχοπουλιούνται αυτή την περίοδο… Ως αφύσικη συνέπεια ενός κηρυγμένου πλέον πολέμου που οι τυφλοί δε βλέπουμε, αγνοώντας ακόμα και σε επίπεδο προϊδεασμού ότι «η αστική τάξη καταφεύγει στον φασισμό όταν νοιώθει να απειλείται», όπως προείπαν τόσοι και τόσοι πριν από μας για μας (με ερωτηματικό στο «για μας»). Αλλωστε το προ-μύθευσε και η προμηθεύτρια εικόνων και ιδεών λαϊκή μούσα, ρωτώντας τον εαυτό της και απαντώντας για λογαριασμό του (μας), όπως κάνουν σήμερα σύμπαντες οι παραζαλισμένοι στρατοκόποι, τόσο μέσω hands free όσο και άνευ αυτού:
– Αχός βαρύς ακούγεται, πολύ ψέκασμα πέφτει
μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε ζαρζαβάτια;
– Ουδέ σε γάμο ρίχνονται μηδέ σε ζαρζαβάτια.
Η μαρίδα κάνει πόλεμο με αστακούς κοπάδια.
Η τρόικα την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο
πήραν φωτιά τα σώβρακα, μπουρλότο τα βρακιά της
εμπρός της οι τροϊκανοί και πίσω golden boys.
Και βέβαια, όπως εξακολουθεί να αφηγείται έμμετρα η μούσα, τα έπη έχουν και έπη-πτώσεις:
Giorgakis εκαθότανε ψηλά στο Πετροβούνι
και σφούγγιζε τα μάτια του μ’ ένα χρυσό μαντίλι.
– Τι έχεις ω μπέη* που θλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα;
– Σα με ρωτάς πεταλωτή και θέλεις για να μάθεις
απόψε μου ‘ρθαν γράμματα από το Βρυξελλόγγι.
Ηρθε μια επιμήκυνση, τόση με το συμπάθιο
και στάζουνε τα μάτια μου στον μύστακα απάνου.
Μαύρη εποχή, μαύρα και τα μαντάτα (man data, τα στοιχεία για τους ανθρώπους), όπως γράφει και ο δημοκρατικός τύπος των Καθημερινών και των Κυριακών πίσω από τους τόμους και τα τσεντέ ή τα ντου βου ντου:
Ολες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι
όλες την Αρτα πέρασαν και στο Νταβός τις πάνε.
Σκλαβώθηκαν οι ορφανές, φέρνουν να τις πηδήξουν…
Μα η Λενιώ δεν πέρασε, δεν την επήραν σκλάβα
μόν’ πήρε σβάρνα τα γκισέ, πήρε των ομματιών της.
– Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, της Λιάνη αξαδέρφη
και ζωντανή δεν πιάνουμαι στου ΔουΝουΤου τα χέρια.
Θλιβερή ιστορία. Κλαίνε ατομικώς ενορχηστρωμένα οι αγανακτισμένοι, κλαίνε συλλογικώς ασύνταχτα οι πολιτικοποιημένοι, κλαίνε οι ξένες σημαίες από πάνω τους και το μόνο που γελάει είναι αυτό που πλησιάζει ολοφάνερα πλέον από κάτω τους. «Εις υγείαν» ακούγεται από το Καπιτώλιο που –ένεκα ο φόβος της εξόδου και των δημοσίων εμφανίσεων– μετατράπηκε σε εστιατόριο πολυτελείας.
Κλαίω κι εγώ που δεν απάντησα εκείνον που περιμένω, να του χώσω μία και να έχει μόνιμο blue tooth (μπλε δόντι, μελανιασμένο), πολιτισμένα… Και η μούσα, δακρυσμένη κι αυτή από τη διάσταση μεταξύ κοσμικών και πολιτικών στηλών των εφημερίδων, εξιστορεί:
Πήραν τα κάστρα πήραν τα, πήραν και τα ντερβένια
τη Μπανανία άλωσαν, την ξακουσμένη χώρα.
Κλαίουν τ’ αχούρια γι’ άλογα και η βουλή για άντρες
κλαίουν στους δρόμους υπουργοί, κλαίουν εμιροπούλες
κλαίει και μια χανούμισσα τον δόλιο τον Giorgakis.
– Αχ πού ‘σαι και δεν φαίνεσαι καμαρωμένε αφέντη
ήσουν κολόνα στο Καστρί και κάστρο σε κολόνα
φλάμπουρο ήσουν στην tv κι ηθοποιός μεγάλος.
Σκλάβος ραγιάδων έπεσες και ζεις ραγιάς των σκλάβων…
Lu Caca Celli
• ω μπέη: το αμερικάνικο «obey» (εκτελώ υπάκουα, υπακούω) συγκεκαλυμμένο.