Αγαπητά μου παιδιά
Μαζευτείτε εδώ γύρω απ’ τον ήλιο, τη φωτιά που επώασε τ’ αυγά απ’ τα οποία ξεπηδήσαμε για να σεργιανίσουμε τη γη. Τη γη που με τα χρόνια μετατράπηκε σε μια γερασμένη, γκρίζα, απάνθρωπη κατοικία. Μαζευτείτε να κουβεντιάσουμε γι’ αυτό το “πλοίο των τρελών”, όπως το αποκάλεσε ο Morrison, να ξαναγίνουμε δυσάρεστοι σε κάποιους με τις κουβέντες μας. Δυσάρεστοι σε κείνους που εθελοτυφλούν, που συμπεριφέρονται ως οι μοναδικοί επαναστάτες και περιφέρονται ως επαΐοντες και δήθεν μοναδικοί κάτοχοι της δήθεν μίας και μόνης αλήθειας, συλλέγοντας επαναστατικά ένσημα και σοβαροφάνεια. Σε κείνους που κατακερματίζουν όσους χώρους αντίστασης απέμειναν ακόμα, με το να επιτίθενται σ’ αυτούς περισσότερο απ’ ό,τι στους ταξικούς αντιπάλους τους.
Πάντα ήμουν υπέρ του αυτοπροσδιορισμού (βοηθάει) και της μετέπειτα κριτικής επ’ αυτού. Για παράδειγμα, δεν είναι κακό να παραδεχτεί κανείς ότι είναι μαλάκας (χρειαζόμαστε και οι μαλάκες ως κοινωνικό αντίβαρο, ένας κόσμος χωρίς εξιλαστήρια θύματα θα ήταν ιδιαίτερα άβολος και θλιβερός). Κακό είναι να περιφέρεται ανάμεσα στους μαλάκες κάνοντας πως δεν τους γνωρίζει, όντας ένας απ’ αυτούς. Αναφέρομαι σ’ όσους περιγράφονται στην προκήρυξη του Απρίλη του 1977 (πάνε 28 χρόνια από τότε, που να πάρει ο διάολος!) και αντιγράφω ένα μικρό απόσπασμα: «…η μοναδική τους δραστηριότητα είναι η έκδοση μιας βδομαδιάτικης ή μηνιαίας εφημερίδας και δυο-τρεις το χρόνο γελοίες πανηγυριού συγκεντρώσεις σε θέατρα ή στα προπύλαια και όπου τους κοιτάζουν οι αστυνομικοί και γελάνε. Οι περισσότερες απουσιάζουν τελείως απ’ τους χώρους των διεκδικητικών αγώνων. Αντί να βάζουν στην πρώτη γραμμή την προώθηση του αγώνα κι από τις συγκεκριμένες κινητοποιήσεις να προωθείται η ενότητα, βάζουν στην πρώτη γραμμή την πολεμική μεταξύ τους κι έτσι, πολλαπλασιάζονται οι διαστάσεις, οι σέκτες και το μόνο που ενδιαφέρει τις περισσότερες είναι να διατηρηθεί το “μαγαζάκι” της κάθε παρεούλας. Κι από πολιτική σκοπιά, χωρίς να μας είναι δυνατό εδώ να ασχοληθούμε με την πολιτική γραμμή κάθε οργάνωσης, οι περισσότερες δημιουργούν πολιτική σύγχυση και χάος μέσα στο λαϊκό κίνημα και αποπροσανατολίζουν τους αγωνιστές».
Ξέρετε για τι χαίρομαι; Για το ότι εισπράττω από πολλούς κι ετερόκλητους την διαβεβαίωση, ότι μέσα στον ορυμαγδό της τρομοϋστερίας (και μετέπειτα φυσικά), η “Κόντρα” ήταν μία από τις ελάχιστες φωνές που τήρησε συνεπή κι ασυμβίβαστη στάση.
Ξέρετε για τι λυπάμαι; Για το ότι είστε εκεί που είστε και όπως είστε, για την υποκρισία εκείνων (και δεν μιλάω για ζαλισμένους αστούληδες) που σπεύδουν να εκφράσουν τον αποτροπιασμό τους για τα τραυματισμένα αδέσποτα κι αδιαφορούν για το ότι π.χ. ένας Σάββας είναι σ’ αυτή την κατάσταση. Για την μαζική αποχαύνωση, για τη λαθραία παρακολούθηση του fame story και τις επ’ αυτού συζητήσεις από μέλη του κινήματος, για την προάσπιση του μαγαζιού και της παρεούλας που λέγαμε. Για το ότι τρεις δεκαετίες μετά, κάποιοι έχουν να επιδείξουν προσωπική “προκοπή” (που έλεγε κι η γιαγιά μου) και κάποιοι άλλοι τίναξαν τις ζωές τους στον αέρα.
Τί να πρωτογράψεις σ’ ένα γράμμα; Ισως όλα αυτά θέλουν περαιτέρω επεξηγήσεις για να μην παρερμηνευτούν. Ισως να διατυπώνονται λίγο…εφηβικά, όμως αλίμονο σ’ όσους έφυγαν από την εφηβεία (μικρός και φωνάζοντας ήρθα στον κόσμο κι έτσι σκοπεύω να φύγω). Το σίγουρο είναι ότι οι συσχετισμοί και οι αντικειμενικές συνθήκες παραμένουν εκεί που βρίσκονταν πριν από τρεις δεκαετίες (εδώ ψεύδομαι συνειδητά, γιατί κι αν υπάρχει μια περιστασιακή όξυνση σε κάποιους τομείς, ξέρουμε καλά ότι πίσω της χάσκει το αδυσώπητο στόμα της αδηφάγου αφομοίωσης. Αρα ίσως τα πράγματα είναι χειρότερα από τότε). Και οι αστυνομικοί εξακολουθούν να γελάνε, μαζί με κάτι άλλους από απέναντι που άρχισαν να εκτίθενται τελευταία…
Γιάννα Διαβολοπούλου-Καθηγητάκη