Αγαπητά μου παιδιά
Δακρυσμένος ο πολιτιστικός συντάκτης μας Λάκης Χαβαλές, συνέταξε το ακόλουθο άρθρο που επιβεβαιώνει τα αληθή περί ποίησης που κάθε φορά καταγράφει η στήλη. Εκτοτε, το στόμα του συντάκτη –συνεπεία εγκεφαλικού– έχει στραβώσει προς τα δεξιά, σε αντίθεση με αυτό του περί ου το άρθρο, του οποίου η κατεύθυνση είναι πάντα αριστερή, ασχέτως της μεσολαβούσης απόσχισης:
«Βρέχει απ’ το πρωί. Αδειες κερκίδες. Ματς αδιάφορο, ρηχό. Λείπεις κι εσύ απ’ την εξέδρα». Μια νέα, λαμπρή σελίδα ανοίγει στην ποίηση, με την κυκλοφορία της συλλογής «Αδειες κερκίδες» του Σπύρου Βούγια, που έρχεται να ανατρέψει εγνωσμένα και να εξαφανίσει πρότερους ατάλαντους ποιητές, από Πίνδαρο και Σαπφώ μέχρι Ελύτη και Δημουλά. Μετά την πρώτη ανάγνωση, οι βιβλιοθήκες άρχισαν διαδικασία καύσης ποιητικών βιβλίων που βάραιναν ράφια, όπου τώρα δεσπόζει η παρούσα συλλογή. Που σε αντιδιαστολή με την ονομασία της –εδώ υπεισέρχεται ο ρόλος της εφαρμοσμένης ψυχολογίας– απεικονίζει στο εξώφυλλο κερκίδα που γίνεται της τάνασπου!…
«Θέλεις να παίζεις πάντα σέντερ φορ, να βγάζεις εύκολα το γκολ χωρίς δουλειά. Κι ας τρέχουνε τα χαφ επάνω κάτω κι ας σκίζονται τα μπακ στην άμυνά μας. Εσύ μια ευκαιρία περιμένεις, έστω κι οφσάιντ πάλι θα σκοράρεις». Οι ανυπέρβλητοι στίχοι αφήνουν άναυδο τον αναγνώστη! Ενθρονίζεται ο λαϊκός ποιητής, γκαραζιέρης, παπατζής, σκυλάς, αναλφάβητος οπαδός, πρεφαδόρος, απλός άνθρωπος που απλώνει τα χέρια να γκρεμίσει ό,τι δεν καταλαβαίνει. Στίχοι λαξευμένοι με μαεστρία που δεν ξαναείδαν τα παγκόσμια γράμματα, από την εποχή των τοιχογραφιών της Αλταμίρα και του Κατάλ Χουγιούκ. Αμεσότητα και πυκνό περιεχόμενο που εκστασιάζουν τον αναγνώστη, μηδενίζοντας στα μάτια του την παγκόσμια ποιητική.
«Η μπάλα χάραξε το χορτάρι με τα νύχια της εκείνο το βράδυ σημαδεύοντας το κορμί μου, χτύπησε με θόρυβο στα γκολπόστ μα ο επερχόμενος με ταχύτητα χρόνος την έστειλε – επιτέλους – στα δίχτυα». Ποιες λέξεις να περιγράψουν την ύψιστη τέχνη; Ποιος κρητικός κριτικός θα αποτυπώσει περιεκτικότητα και μεγαλείο τέτοιας στιχοπλοκής; Ω, αν ζούσαν οι Ομηρος, Κορνάρος, Σικελιανός, Παλαμάς κι άλλοι ποιητικοί νάνοι, θα είχαμε νέο Ζάλογγο. Θα διαρρήγνυαν ιμάτια (όπως όσοι ζήσαμε να δούμε) προσφέροντας στην Ιστορία νέο Κούγκι, νέα Αραπίτσα, νέο Αρκάδι, αντιλαμβανόμενοι πως απέτυχαν οικτρά ως ποιητές.
«Φθαρμένη πόλη άσκοπη, στέκεις μακριά από Καρυωτάκηδες και τέτοια. Μισοσβησμένες φωτεινές επιγραφές, μικρές κόκκινες λάμπες στα μπορντέλα. Πάμε τ’ απόγευμα νωρίς, μην έχει κόσμο, να αισθανθούμε αυτό το ρίγος όπως στο γήπεδο σαν μπαίνει γκολ. Και μεις τα δίκοχα πετάμε στον αέρα ξεχνώντας θάνατο, στρατό και μοναξιά και τέτοια…». Αλαλα χείλη, μουδιασμένος νους παραδομένος σε στιχουργική εκτός ανθρώπινων δυνατοτήτων. Θαρρείς δεν γράφηκε από άνθρωπο, είναι θεόπνευστη λες! Αδύνατο ανθρώπινος νους να συνέλαβε τέτοια νοήματα, ανθρώπινο χέρι να τα αποτύπωσε! Οι αναφορές στον Καρυωτάκη που αγνοεί η πόλη σε αντίθεση με τον ποιητή (γι’ αυτό έφτασε σε τέτοιο ποιητικό ύψος), στα μπορντέλα –δεν αποσαφηνίζεται τι έκανε ποιος σε ποιον– και οι απαραίτητες αναμνήσεις από τον στρατό όπου αποδομούνται ευαίσθητες προσωπικότητες, συνθέτουν έναν αόριστα σαφή συμβολισμό, μια ευαίσθητη σκληρότητα!
Το βιβλίο περιέχει και πεζά, διανθισμένα με το ευγενικό λεξιλόγιο των γηπέδων και το λεπτό πνεύμα που καλλιεργείται σ’ αυτά τα θερμοκήπια διανόησης. Ο ποιητής κάνει μέγα σφάλμα (λόγω σεμνότητας) δηλώνοντας «δεν χρειάζεται κάποιος να ξέρει από ποίηση για να ευχαριστηθεί». Οποία μετριοφροσύνη! Και προτρέπει να μην πάρουμε το βιβλίο στα σοβαρά. Τότε μπορεί να μας αρέσει, λέει. Απίστευτη ταπεινότητα! Ο εκ βάθρων ανατρέψας ποίηση και πνεύμα, λέει να μην πάρουμε την ιστορική κατάθεσή του στα σοβαρά! Σοβαρά; Μα εδώ έχουμε αποθέωση στιχουργικής και πνεύματος, πώς να μη βροντοφωνάξουμε την ιστορική στιγμή, πώς να αγνοήσουμε τη βαριά κληρονομιά; Ομως, είναι γνωστή η σεμνότητα ανθρώπων που δεν αβαντάρονται και με πενιχρά μέσα δίνουν τέτοια έργα στην ανθρωπότητα. Θέλοντας να αναδείξουμε το μεγαλείο του πονήματος, το παρουσιάζουμε καθυστερημένα αλλά με κάθε μεγαλοπρέπεια στο κυνό, που –πλανημένο– ρωτά τι απέγινε η υπόθεση μετεγγραφής της ποιητικής κόρης, ομού μετά του Τσιτουρίδειου υιού…
Τελευταίο δείγμα της ποίησης που συντάραξε τον πνευματικό κόσμο: «Αν κάνεις άλλο φάουλ θα σ’ αφήσω, δεν την αντέχω την αχόρταγη όρεξή σου, τα πόδια μου δε βάζω στη φωτιά. Οταν θα παίξουμε ρεβάνς τα ξαναλέμε, στο γήπεδό μου μανιασμένα θα σε σκίσω και θα μαζεύω τα κομμάτια μου μετά». Tha mas klaseis t’ arxidia, απαντά η βάρβαρη, αηδιαστική πλέμπα, αλαλάζουσα στους βρωμερούς αντιπνευματικούς δρόμους μη κατανοώντας το μεγαλείο. Αφωνη και άλατος η στήλη, συγχαίρει…
Vista arrivista