Αγαπητά μου παιδιά
Ζώντας στην καλύτερη δημοκρατία που είχαμε ποτέ, καλύτερη ακόμα και από την εποχή που η ομοφυλοφιλία των λειτουργών δηλωνόταν θαρρετά (και οι gay είναι αναγκαίοι, compadre-κουμπάρε. Η Κοκκινοσκουφίτσα απέναντι έχει και φωτο), έχει κανείς όλο το χρόνο να μη σκεφτεί. Και γιατί να το κάνει, γιατί να σκέφτεται και να του κολληθεί η ρετσινιά «σκεφτικός» αφού όλα έρχονται προτηγανισμένα; Κάποιοι έχουν επιφορτιστεί να το κάνουν για τους υπόλοιπους με απευθείας ανάθεση, μέσα από τις θεάρεστες διαδικασίες της εκπροσώπησης που εξέθρεψαν, εξέτρεψαν και τελικά μετέτρεψαν τις ανθρώπινες κοινωνίες της αλληλεγγύης σε κυνωνίες της ελεύθερης αγοράς και της αγοραίας ελευθερίας. Ο μεγάλος αδελφός (που τον καθοδηγούν μεγάλες αδελφές, που έχουν κι αυτές το σημείο «g» τους, όπως G-8, G-20 κ.ά.), γέννημα θρέμμα –μπάσταρδο βέβαια– του θείου καπιταλισμού και της θείας εξουσίας, γαλουχημένος με την ιδιογενή βαρβαρότητα των προγόνων του, είναι ο «δίκης οφθαλμός ος τα πανθ’ ορά» της νέας, κενής διαθήκης. Η οποία υπογράφηκε ερήμην του ενός εκ των δύο συμβαλλομένων, αλλά όχι άνευ ιδίας υπαιτιότητας…
Το ζήτημα είναι ότι η ύδρα έχει πολλά κεφάλια (υδροκέφαλα), άσχετα αν είναι Λερναία, Πρεσπαία ή Βιστωνίτιδα. Το διαπίστωσε πρώτος ο Ηρακλής, αλλά εκείνος καθάρισε με τη βοήθεια του κολλητού του (να πάλι οι gay! Είπαμε, είναι απολύτως αναγκαίοι: «ήτο θεσμός κοινωνικώς αναγνωρισμένης με τας συνήθειας και τους κανονισμούς του με την παράδοση και την τεχνική του, όπως ο ιπποτικός έρως εις το μεσαίωνα», αναγράφει η Ιστορία). Ομως, όσον αφορά την υδροκέφαλη, η ποιητική ρήση «ακόμα τούτ’ η άνοιξη ραγιάδες» δεν καθορίζει σαφώς για ποια άνοιξη (ποια Πράγα ρε;) μιλάει. Το ίδιο συμβαίνει και στη δημοτική παράδοσή μας, της οποίας ένα ακόμη κουφαλαιώδες κουφάλαιο προτίθεμαι να παραθέσω ενώπιόν σας:
κι ετούτος είν’ ακόμα εδώ που κακοχρονονάχει!
Μα, σαν ζητάτε αρματολοί και κλέφτες να γενείτε
εκείνον θα ρωτήσετε, κείνος θα μολογήσει
της κλεφτουριάς τα βάσανα και των κλεφτών τα ντέρτια.
Μαύρη ζωή που κάνουνε κι αυτοί οι μαύροι κλέφτες!
Ποτέ τους δεν αλλάζουνε και δεν ασπροφορούνε
ολημερίς στη λαμογιά, το βράδυ καραούλι
ζεστό ψωμί δε γεύονται, μόνο κάτι κοψίδια
και ύπνο δε χορταίνουνε, καμιά στραβή μη γίνει.
Τα έγγραφα προσκέφαλο, στρώμα οι δικογραφίες
και τα παπαγαλάκια τους ολημερίς στη λάντζα.
Καμάρι έχουν τα πρόβατα, καμάρι έχουν τα γίδια
καμάρι έχουν και τα ζα οπού τα καβαλάει
κι όταν πάει στην πεθερά-Ευρώπη, τον κοιτάζει
και ξινισμένη πάντοτε στέκει και τον ρωτάει:
– Γιόκα μου, τι ‘σαι κίτρινος; Γιατί ‘σαι μαραμένος;
Να μη σε μάλωσε κανείς από τους εδικούς σου;
Να σφίξεις πρέπει τα λουριά, τα φράγκα να μαζέψεις
αλλιώς, ορίστε, κάν’ τηνε κι εμείς θα βρούμε άλλον
για να πηδά τη νύφη μας, την έμορφη Ελλάδα
έναν λεβέντη μορφονιό να κάνει αυτό που πρέπει
στοίβες να κάνει τάλιρα, να παίρνει τα χαράτσια
τσουβάλια να ‘ρχεται ο παράς στης κλεφτουριάς, την τσέπη.
Μα ο χοντρός και ο λιγνός, τρωγότανε αβέρτα
–ένα πουλί θαλασσινό κι άλλο πουλί βουνίσιο–
τα δυο πουλιά μαλώνουνε στης κλεφτουριάς τον τόπο.
Γυρίζει το θαλασσινό και λέει στο βουνίσιο:
– Μη με μαλώνεις βρε πουλί και μη με αποδιώχνεις
‘τι εγώ πολύ δεν κάθομαι στον τόπο τον δικό σου.
Κάθισα Μάη, Θεριστή κι όλο τον Αλωνάρη
μα αν πάρω και τον Αύγουστο, τον Τρυγητή μισεύω
κι αφήνω γεια στις έμορφες και γεια στις μαυρομάτες
εγώ πάω στον τόπο μου, γυρνώ στους εδικούς μου
για να ψειρίζω το κεμπάπ, να κλέβω παϊδάκια
και δεκαπέντε dvd να βλέπω στην αράδα
να μη χτυπάει τηλέφωνο, να μη μου τα ζαλίζουν
να βλέπω σε και να γελώ οπού θα δεις τη γλύκα…
Ο e-ποιμένων νοικά(ρης)