♦ Απορία ψάλτου βηξ
Σε συνέντευξή του στο ραδιοσταθμό «Αθήνα 9,84» (17.5.06), ο πρόεδρος του ΣΥΝ Αλ. Αλαβάνος ρωτήθηκε για το μπλοκ εκείνο των διαδηλωτών που στην πορεία του ΕΚΦ στάθηκε έξω από το μέγαρο του Αρείου Πάγου στην Αλεξάνδρας φωνάζοντας συνθήματα ενάντια στις δίκες σκοπιμότητας. Δεν είχε καμιά δυσκολία να απαντήσει:
«Αυτές τις απόψεις εγώ δεν τις συμμερίζομαι, με κανένα τρόπο. Και δεν είναι η έκφραση της συνισταμένης, της γενικής εικόνας που δίνει το Φόρουμ. Οταν κάνεις μια διαδήλωση και είναι μεγάλη, έχεις και παρόντες κάποιους οι οποίοι πιθανόν να ήταν προσκεκλημένοι, δεν ήταν στο πλαίσιο, δεν είναι το πλαίσιο του Φόρουμ αυτό».
Εμάς δεν μας εκπλήσσει η τοποθέτηση αυτή του Αλαβάνου. Αλλωστε, εκείνο το μαύρο καλοκαίρι της τρομοϋστερίας, το καλοκαίρι του 2002, όταν στο όνομα της «εξάρθρωσης της τρομοκρατίας» γίνονταν σκόνη τα πιο στοιχειώδη δικαιώματα του πολίτη της αστικής δημοκρατίας, ο προκάτοχος του Αλ. Αλαβάνου στην προεδρία του ΣΥΝ, Ν. Κωνσταντόπουλος, είχε ζητήσει «να αφεθεί η Δικαιοσύνη απερίσπαστη να επιτελέσει το καθήκον της». Εκείνοι, όμως, που φώναξαν τα συγκεκριμένα συνθήματα (υποψιαζόμαστε ποιοι μπορεί να ήταν, όμως δεν έχουμε ιδία αντίληψη, γι’ αυτό και δεν ονοματίζουμε), πώς δέχονται αδιαμαρτύρητα όχι την πολιτική αποδοκιμασία (αυτό είναι δικαίωμα του Αλαβάνου), αλλά το θέσιμό τους, με αυτοκρατορικό τρόπο μάλιστα, εκτός… φορουμικού κορμού (όπως τα «κομμουνιστικά μιάσματα» που ετίθεντο εκτός «εθνικού κορμού» την περίοδο της μοναρχοφασιστικής τρομοκρατίας).
♦ Εξουσιαστική κάστα
Μια κατά τεκμήριο συντηρητική επαγγελματική ομάδα, οι δικηγόροι, έφτασαν στο σημείο να κάνουν 24ωρη προειδοποιητική απεργία, ύστερα από ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων όλης της χώρας, διαμαρτυρόμενοι για τη σκλήρυνση της συμπεριφοράς του δικαστικού σώματος, που αντιδρώντας στην κάθαρση, απ’ αφορμή το λεγόμενο παραδικαστικό κύκλωμα, επιβάλλει μεσαιωνικές ποινές για ψύλλου πήδημα. Οι δικηγόροι, βέβαια, μιλούν για «δικαστές που φοβούνται», όμως εμείς γνωρίζουμε (το θέμα έχει αναλυθεί προ καιρού από τις στήλες της «Κ»), ότι πρόκειται για την αντίδραση μιας μεσαιωνικής κάστας, η οποία διεκδικεί τα προνόμια και το ανεξέλεγκτό της, εκβιάζοντας μ’ αυτό τον τρόπο την κοινωνία και τους άλλους πόλους εξουσίας του συστήματος.
♦ Η κυρία Τίποτα
Εβγαλε και βιβλίο η Διαμαντοπούλου. Ενα τίποτα, όπως και η ίδια (ως πολιτικό πρόσωπο). Ενα τίποτα, που φαίνεται ακόμα και από τον τίτλο: «Η έξυπνη Ελλάδα», που μάλλον αποκαλύπτει ένα ανομολόγητο κόμπλεξ της συγγραφέα για το πολιτικό IQ της. Κι αν δε σας αρκεί ο τίτλος, ιδού πώς περιγράφει η ίδια την «έξυπνη Ελλάδα», σε συνέντευξή της στο «Βήμα της Κυριακής» (21.5.06):
– Τι ακριβώς είναι, με δυο λόγια, η «έξυπνη Ελλάδα» που μας προτείνετε με το βιβλίο σας;
«Είναι σε αντιδιαστολή με την “ξύπνια” και την “εφησυχασμένη” Ελλάδα. Αναφέρομαι σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης που από το δίπολο κράτος – αγορά, μεταβαίνουμε στο τρίγωνο κράτος – αγορά – πολίτης. Καταθέτω την άποψή μου για την ανάγκη ενός νέου εθνικού στόχου που είναι η συμμετοχή της Ελλάδας ως το 2020 στην Κοινωνία της Γνώσης και της Πληροφορίας με ποσοτικά συγκρίσιμους δείκτες, και αναφέρομαι στον “έξυπνο τόπο” και στην ανάγκη συνδυασμού του πραγματικού ή τεχνητού συγκριτικού πλεονεκτήματος με τη γνώση, την καινοτομία και την τεχνολογία. Είναι μια συμμετοχή με ονοματεπώνυμο στον ουσιαστικό και υπερβαίνοντα τα συνήθη πολιτικά όρια διάλογο που άνοιξε ο Γιώργος Παπανδρέου στο εσωτερικό του ΠαΣοΚ αλλά και στην κοινωνία ευρύτερα. Είναι ένας διάλογος για τον άλλο δρόμο που άνοιξε ο ίδιος με ιδέες και νέους στόχους και θα ολοκληρωθεί την κατάλληλη στιγμή σε ένα νέο συμβόλαιο του ΠαΣοΚ με τον ελληνικό λαό».
Λέξεις βαρύγδουπες, βαλμένες δίπλα-δίπλα, έτσι που να δημιουργούν ένα (υποτίθεται) νέο σύμπαν. Προσπάθεια να καθιερωθούν νεολογισμοί, που κανένας τους δεν πρόκειται να μείνει. Οσες φιλότιμες προσπάθειες και να καταβάλεις για να κατανοήσεις τι θέλει να πει συγκεκριμένα η συγγραφέας, στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγεις: τίποτα.
♦ Το τίμημα
Ενα ακόμη επεισόδιο από νταβραντισμένους ΝΑΤΟϊκούς στρατιώτες στα Χανιά. Δυο βρετανοί ναύτες ξυλοκόπησαν έναν 53χρονο Χανιώτη και τον 20χρονο γιο του, με αποτέλεσμα ο πρώτος να εισαχθεί στο νοσοκομείο με σπασμένο πόδι και μώλωπες. Αυτό είναι το τίμημα, παιδιά, και μη διαμαρτύρεστε. Τα πρώτα χρόνια μετά την πτώση της χούντας, με το που ξεμύτιζε ΝΑΤΟϊκό καράβι και κατέβαζε ναύτες σε ελληνικό λιμάνι, ακόμα και στα πιο τουριστικά (π.χ. Ρόδος), μαζευόταν ο κόσμος και τους ξυλοφόρτωνε, καθιστώντας τους σαφές, ότι είνα ανεπιθύμητοι. Τώρα, στήνουν εκδηλώσεις υποδοχής, γιατί -λέει- αφήνουν συνάλλαγμα στα μαγαζιά. Οταν, λοιπόν, τους υποδέχεσαι με τη λογική «κορίτσια, ο στόλος», θα πληρώσεις και το τίμημα. Γιατί κάποιοι από δαύτους θα μεθύσουν και καθώς έχουν τη λογική των ανδρών του αυτοκρατορικού στρατού, θα κάνουν αυτά που κάνουν.
♦ Τσουρούφλισμα
Μετά τον Θ. Πάγκαλο και τον Ν. Κακλαμάνη, που μίλησαν για «συγκατοίκηση» ΝΔ και ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ήρθε και ο Μητσοτάκης να επαναλάβει το αυτονόητο. Είπε σε τηλεοπτική εκπομπή της ΝΕΤ: ««Στις δημοσκοπήσεις φαίνεται μικρή πτώση των δύο μεγάλων κόμματων, η οποία πιθανώς θα διατηρηθεί μέχρι τις εκλογές. Οπότε γεννάται το εξής πρόβλημα: Με τον νόμο τον τελευταίο του κ. Σημίτη, ο οποίος είναι καλός νόμος -εγώ λέω πως είναι καλύτερος απ’ τον δικό μου νόμο εν πολλοίς- για να πάρει απόλυτη πλειοψηφία ένα κόμμα πρέπει να έχει παραπάνω από 41%. Αν δεν το έχει, τι θα γίνει; Είναι τα δύο κόμματα έτοιμα να συνεργαστούν, όπως εγώ θα ήθελα να κάνουν τον μεγάλο συνασπισμό όπως έγινε στη Γερμανία;». Για το Μητσοτάκη κάτι τέτοιο θα ήταν «ιδεώδες», αλλά «με τα σημερινά δεδομένα δεν μπορεί κανείς λογικός άνθρωπος να το περιμένει». Γι’ αυτό «θα πρέπει να αυξήσουμε το πριμ του εκλογικού νόμου ή θα πρέπει να προετοιμαστούμε με την ιδέα συνεργασίας κομμάτων, κάτι που σας επαναλαμβάνω είναι πολύ μακριά απ’ τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα… Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε εάν τυχόν ο εκλογικός νόμος δεν δίνει βιώσιμη κυβέρνηση».
Ποιον καρφώνει ο Μητσοτάκης μ’ αυτές τις απόψεις; Τον Καραμανλή, βεβαίως, και όχι τον Γιωργάκη. Αφού είδε τη Ντόρα υπουργό, άρχισε και πάλι να τον τσουρουφλίζει και θα τον ξεροψήνει με τέτοιες παρεμβάσεις, μέχρι να δει και τον Κυριάκο υφυπουργό. Γιατί το παιδί πρέπει να κάνει το… αγροτικό του, ώστε στην επόμενη Βουλή να διεκδικήσει υπουργείο (ο μπαμπάς θα το διεκδικήσει, έτσι;).
♦ Παπαγαλάκι
Αυτό κι αν είναι παπαγαλάκι. Διαβάστε πόσο ωραία τιτιβίζει: «Ο νέος αρχηγός της “ελληνικής κεφαλαιοκρατίας” αιφνιδίασε και κέρδισε τις εντυπώσεις… Προέβαλε κοινωνική ευαισθησία και κουλτούρα διαλόγου και αγόρασε συναίνεση με γενναιοδωρία… Η πρώτη ομιλία του ήταν υποδειγματική: Ούτε κινδυνολογία ούτε συνταγές λιτότητας, ούτε ταξική έπαρση… Επιθετικός εκπρόσωπος μιας νέας επιχειρηματικής σχολής που επενδύει στην ταξική άμβλυνση και στην κινητικότητα της παγκοσμιοποίησης, παρά στην υπεραξία της εργασίας και στις σιρμαγιές με το δοβλέτι». Και το όνομα αυτού Γ. Λακόπουλος (ο ύμνος-γλείψιμο δημοσιεύτηκε στο «Βήμα», 18.5.06). Το μόνο που «ξέχασε» να γράψει το παπαγαλάκι είναι ότι ο «εκπρόσωπος μιας νέας επιχειρηματικής σχολής που επενδύει στην ταξική άμβλυνση» απαγορεύει κάθε συνδικαλιστική δράση στις επιχειρήσεις του. Προφανώς επειδή έτσι αντιλαμβάνεται την «ταξική άμβλυνση». Με τον… ταξικό βούρδουλα.
♦ Δούρειος Ιππος
«Για μένα, όποιος αφαιρεί ανθρώπινη ζωή δεν βοηθάει στην ανθρωποποίηση του ανθρώπου. Στο βιβλίο μου, αναφέρομαι στην πρώτη αντιστασιακή πράξη στην Κατοχή, που δεν ήταν η δική μας -το κατέβασμα της σημαίας, δηλαδή- αλλά του Μάθιου Πόταγα. Ενός παιδιού, μαθητή, στην Αρκαδία, που πήρε το πιστόλι του πατέρα του και όσα εκρηκτικά βρήκε, για να ανατινάξει μια γέφυρα, την ώρα που θα την περνούσαν οι Γερμανοί.
Δεν το έκανε· μόλις η γερμανική φάλαγγα έφτασε, βγήκε μπροστά και με το χέρι τη σταμάτησε. “Δεν θα μας σκλαβώσετε. Είμαι μόνος, αλλά πίσω μου είναι όλη η Ελλάδα”, τους είπε, κι όταν ο Γερμανός διοικητής άκουσε τη μετάφραση από τον διερμηνέα, το θέρισε το παιδί με το αυτόματό του. Και διέταξε τους στρατιώτες να του συνθλίψουν μετά μ’ έναν ογκόλιθο το κεφάλι».
Mε τα παραπάνω λόγια (από συνέντευξη-ποταμό στην «Ελευθεροτυπία», 20.5.06) ο Μανώλης Γλέζος διαγράφει (φτύνει θα ήταν το σωστότερο ρήμα) και την ΕΑΜική αντίσταση και κάθε μορφής αντίσταση (των Βιετναμέζων, των Λατινοαμερικάνων, των Παλαιστίνιων, των Ιρακινών και πάει λέγοντας), που δε στάθηκαν άοπλοι για να τους τσακίσουν τα κεφάλια οι δυνάστες, αλλά πήραν τα όπλα και τους πολέμησαν (και πολεμούν) με κάθε πρόσφορο τρόπο. Γι’ αυτό έχει γίνει ο εκλεκτός του συστήματος ο άλλοτε αντιστασιακός. Γιατί εκμεταλλευόμενος μια αντιστασιακή πράξη όσο κανένας άλλος αντιστασιακός (πολλοί από τους οποίους πήραν και περισσότερα ρίσκα) και επιδιώκοντας να βρίσκεται ο ίδιος στο κέντρο της προσοχής, έχει μετατραπεί σε κήρυκα της υποταγής και της ενσωμάτωσης. Σε έναν προαγωγό της αστικής ιδεολογίας, με τον χειρότερο τρόπο που υπάρχει: με τη μέθοδο του Δούρειου Ιππου.
♦ Δολοφονημένος, ετών 21
Ο ένας νέος. Μόλις 21 χρονώ. Δεν είχε παρά λίγες μέρες στη δουλειά, σε έργα συντήρησης στην Εγνατία. Τον έβαλαν να ακολουθεί πίσω από ένα αυτοκίνητο που καθάριζε τη διαχωριστική λωρίδα ανάμεσα στα δυο ρεύματα και να προειδοποιεί τα αυτοκίνητα που έρχονταν κουνώντας μια κόκκινη σημαία. Ενα διερχόμενο αυτοκίνητο, που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα, ενώ η οδηγός του -όπως είπαν- μιλούσε στο κινητό, τον παρέσυρε και τον άφησε στον τόπο. Εφταιγε η απρόσεχτη οδηγός, είπαν. Σίγουρα έφταιγε. Πώς, όμως, προστατεύεται ο εργάτης από τέτοιους οδηγούς; Ο κανονισμός είναι σαφής: σε έργα σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας η παρέκκλιση των οχημάτων πρέπει να γίνεται με ειδικό όχημα που φέρει φωτεινή σήμανση (βέλος). Γιατί, όμως να χρησιμοποιήσουν τέτοιο όχημα οι εργολάβοι, πληρώνοντας όχημα και οδηγό; Αρκούσε ένας νεαρός, ανειδίκευτος, κακοπληρωμένος εργάτης. Ενας ακόμη που πλήρωσε με τη ζωή του τη δίψα τους για κέρδη.
Ο άλλος ηλικιωμένος. 62 χρονώ. Από τα 58 έπρεπε να έχει βγει στη σύνταξη, όμως δούλευε ακόμα. Οικοδομή. Δουλειά βαριά, επικίνδυνη. Νέος είσαι και συχνά νιώθεις να σου κόβονται τα πόδια, καθώς δουλεύεις απροστάτευτος με το χάος από κάτω σου. Πόσο μάλλον όταν είσαι 62. Η πτώση από τον τέταρτο όροφο ήταν μοιραία για το γερο-οικοδόμο. Δεν πρόλαβε να ζήσει ως συνταξιούχος. Οχι γιατί διψούσε για κέρδη, αλλά γιατί η σύνταξη δεν έφτανε κι έπρεπε να τσοντάρει με το μεροκάματο.