Πρωτομαγιά του 1944. 200 κομμουνιστές, Ακροναυπλιώτες, που τους παρέδωσε στα νύχια των ναζιφασιστών κατακτητών το αγγλόδουλο «ελληνικό» καθεστώς της 4ης Αυγούστου, ποτίζουν με το αίμα τους τη μάντρα του σκοπευτήριου της Καισαριανής.
Κλίνοντας ευλαβικά το γόνατο στην ανάμνηση της θυσίας τους, δίνουμε το λόγο στον Κώστα Βάρναλη και στους συγκλονιστικούς στίχους που τους αφιέρωσε, ξεχωρίζοντας το δίστιχο: Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι, / θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου.
Πρωτομαγιά του 1944
Πέσε στα γόνατα, προσκύνα το πανάγιο χώμα
με την ψυχή κατάκορφα στον ουρανό υψωμένη,
όποιος και να σαι, όθε και να σαι κι ό,τι — άνθρωπος να σαι!
Πιότερο, αν είσαι του λαού ξωμάχος, χερομάχος,
φτωχόπαιδο, που αθέλητα σε βάλαν να καρφώσεις
τον αδερφό σου αντίκρα σου — με μάνα εσύ και κείνος!
Ετούτ’ η μάντρ’ αγνάντια σου το σύνορο του κόσμου.
Σ’ αφτήν απάνου βρόντηξεν ο Διγενής το Χάρο.
Είτανε πρώτη του Μαγιού, φως όλα μέσα κ’ έξω
(έξω τα χρυσολούλουδα και μέσα η καλωσύνη)
που αράδειασε πα στο σοβά, πιστάγκωνα δεμένους
και θέρισε με μπαταριές οχτρός ελληνομάχος,
όχι έναν, όχι δυο και τρεις, διακόσια παληκάρια.
Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα,
μόν’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι.
Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους
κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος.
Κ’ είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κ’ έξω.
Κόλλα τ’ αφτί και την καρδιά στο ματωμένο χώμα.
Στον Κάτου Κόσμο τραγουδάνε πάντα και χορεύουν
κι αν κάπου ανάκουστος καημός θολώνει τη λαλιά τους,
δεν είναι που τη μάνα τους τη μάβρη ανανογιούνται
παρά που τους προδώσαν απορίματα δικά μας.
Κι αν πέσανε για το λαό, νικήσαν οι προδότες,
που τώρα εδώ κατάχρυσοι περνούν και μαγαρίζουν,
και τώρα πιο τους μάχονται και τους ξανασκοτώνουν!
Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους!
Απ’ τα ιερά τους κόκκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι,
θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κ’ η λεφτεριά του ανθρώπου.
Κ’ είναι χιλιάδες στην Ελλάδα όμοιοι Πανάγιοι Τάφοι.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Πρωτομαγιές 1886 – 1945 (αποσπάσματα)
Ξημερώνοντας αυγή το προσκλητήριο. Είμαστε όλοι ζαβωμένοι σα να πλανιότανε ο χάρος… Συνταχθήκαμε. Φραπ κι ολούθε γύρα μας τα πολυβόλα ξεφαντώνουν από τις σκοπιές. Οι μπούκες στρέφουν κατά πάνω μας…
Επιθεωρεί το λοιπόν ο Φίσερ και πάει και κάθεται στη μέση… Κι αρχίζει και λέει. Οσοι ακούνε όνομα να βγαίνουνε γρήγορα. Γυρίζει τα χαρτιά, τον κατάλογο. Αμέσως ηλεκτρισμός πιάνει το στρατόπεδο. Ανοίγει το στόμα του και λέει το πρώτο όνομα: Αϊβατζίδης Γεώργιος, μάγειρας ήταν απ’ τα Σέρβια της Μακεδονίας. Μόλις ακούει τ’ όνομα πετιέται ένας άνδρας – Γεια σας αδέρφια, φωνάζει και σηκώνει τη γροθιά του ψηλά. Ο κατάλογος εξακολουθεί. Ενας-ένας π’ ακούει, πετιέται στη μέση.
Γροθιές παντού ανεμίζανε, σα να ‘τανε σημαίες. Ακουες τις φωνές τους να φωνάζουνε: “Ζήτω το ΕΑΜ”! “ΕΛΑΣ”! “ΚΚΕ”! Μα το κυριότερο ήταν: Γεια σας – γεια σας – εκδίκηση. Είσαντε και δυο μικρά και φωνάζανε: “Ζήτω η ΕΠΟΝ”. Ο ένας 17 χρονώ είχε κάμει επί Μεταξά στην Ανάφη. Με την πρώτη κραυγή εκδίκηση! Οι Γερμανοί ανασκουμπωθήκανε κι αναταράχτηκαν…
Ο κατάλογος εξακολουθεί. Κατά 5άδες και καθώς τους παίρνουν αδειάζανε, αραιώνανε οι θέσεις, ιδίως από τις 100αρχίες των συνεργείων, γιατί εκεί ήταν οι παλιοί, τα θύματα του Μεταξά, οι Ακροναυπλιώτες, οι υπεύθυνοι, οι καλύτεροί μας, οι ήρωες…
Κατά την 7η 20άδα φωνάζει ο Γερμανός: Να – πο – λέων Σου – κα – τζί – δης… Παρών!! φωνάζει ο Ναπολέων και πετιέται στη μέση και δίνει τα χαρτιά της δουλιάς στο βοηθό. Του λέει: “Να μου προσέχεις τα παιδιά, όπως τα πρόσεχα κι εγώ”.
Ο Γερμανός διοικητής πολλές φορές του το ‘χε πει: Ναπολέων θα σε σκοτώσω, δε θα βγεις ζωντανός από δω! Τον μισούσε. Γιατί, όπως σου λέου, ήταν πολύ μεγάλος. Αγιος. Κι έτσι ο Ναπολέοντας κάθε μέρα περίμενε να τελειώσει η ζωή του. Σήμερα, όμως, ο διοικητής σαν να ταράχτηκε και λέει (μας το ξήγησαν ύστερα όσοι ‘ξεραν γερμανικά και βρέθηκαν κοντά):
– Οχι δεν είναι δυνατόν. Θα σου χαρίσω Ναπολέων τη ζωή.
– Δέχομαι λέει ο Ναπολέων, μα να μην μπει στη θέση μου άλλος.
Ο Γερμανός δεν απαντά. Ο Ναπολέων φεύγει με την 20άδα…
Εν τέλει συγκεντρώνονται όλοι οι 200 μπροστά στα μαγεριά. Ο κουλοχέρης ο βασανιστής Κόβατς συζήταγε με τον Ναπολέοντα: Τώρα όλοι εσείς παρτιζάνοι, μπουμ μπουμ, σήμερα καπούτ! Ο Ναπολέων του λέει:
– Σου ζητώ μια χάρη, μην τους χτυπάς. Να τους φέρεσαι καλύτερα. Το χτήνος γελούσε. Υστερα ο Ναπολέων μπαίνει στη μέση και λέει:
– Ελάτε παιδιά να χορέψομε, να δουν οι Γερμανοί πώς πεθαίνουν οι Ελληνες!
Τον έπιασαν απ’ το χέρι, κάνουνε κύκλο, η φρουρά τους περικυκλώνει, οι μπούκες τ’ αυτόματα καταπάνω τους κι αρχινάν το χορό: “Εχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια γλυκιά ζωή…”. Κάθε στροφή κι αλλάζανε. Εσερνε το χορό ο επόμενος. Σύρανε το χορό όλοι οι μελλοθάνατοι…
Η ώρα ήταν περασμένες 9. Τους φορτώνουνε στ’ αυτοκίνητα. Μπρούμυτα τους φορτώσανε, για να χωράν πολλοί. Οπως τα παστά στα βαρέλια. Τότε κίνησαν τ’ αυτοκίνητα. Εμείς πίσω ακούγαμε, όσο φεύγανε, το τελευταίο τους ηρωικό τραγούδι. Αυτό αντιπροσώπευε όλο το Χαϊδάρι μας. Ηρωισμός απάνω απ’ ό,τι μπορεί να πιστέψει άνθρωπος, και αλληλεγγύη. Αυτό το ίδιο πράγμα αντιπροσώπευσε κι ο Ναπολέοντας, όταν αρνήθηκε να πάρει άλλος τη θέση του στο θάνατο…
ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ