Ο Μπράντον είναι ένας πετυχημένος τριαντάρης γιάπης που εξαντλεί το νόημα της ζωής του σε συχνές –μέχρι εθισμού– σεξουαλικές συνευρέσεις. Ξαφνικά, η αδερφή του τον επισκέπτεται για μια προσωρινή συγκατοίκηση και τα πράγματα φεύγουν εκτός ορίων.
Στην πρώτη του ταινία, το εξαιρετικό «Hunger», ο Στιβ Μακ Κουίν μέσα από μια πολιτική ιστορία –την απεργία πείνας μέχρι θανάτου του ιρλανδού αγωνιστή Μπόμπι Σαντς– εξερεύνησε το ζήτημα του ενστίκτου της επιβίωσης και των αντοχών του ανθρώπινου σώματος που υπερβαίνονται από έναν υψηλότερο στόχο. Στη δεύτερη ταινία του διερευνά τα όρια του σεξουαλικού ενστίκτου, την έκταση της διαστροφής και της σεξουαλικής εξάρτησης, σε μια κοινωνία στην οποία όσο αναπτύσσεται με αχαλίνωτο τρόπο η σεξουαλική δραστηριότητα τόσο η συναισθηματική αναπηρία και η απουσία του αληθινού έρωτα χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Το γενετήσιο ένστικτο –κατά τον σκηνοθέτη– είναι όπως ο ελέφαντας σ` ένα δωμάτιο και ο τρόπος που κάποιος μπορεί να το διαχειριστεί χωρίς να συρθεί σε νοσηρές συμπεριφορές είναι ένα ερώτημα.
Ο Μακ Κουίν καταπιάνεται μ’ αυτό το ζήτημα πρωτότυπα και σε βάθος, προτρέποντας το θεατή σ` έναν ουσιαστικό προβληματισμό. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ήρωά του, το παρελθόν του, η ευθραυστότητα του χαρακτήρα του, η μοναχικότητα και τα όποια αδιέξοδά του περνούν σε κάπως δεύτερη μοίρα. Είναι ένας άνθρωπος όπως πολλοί άλλοι, με μια φαινομενικά τακτοποιημένη δημόσια ζωή και ένα χαώδη προσωπικό κόσμο. Μακριά από στείρες ηθικολογικές αναλύσεις και εύκολες προσεγγίσεις, ο θεατής παρατηρεί τα αδιέξοδα μιας υποτιθέμενης ελευθερίας. Με το «Shame» ο Μακ Κουίν κάνει ένα επιτυχές σχόλιο των διαπροσωπικών σχέσεων στο δυτικό κόσμο και παράλληλα δημιουργεί μια ταινία αξιώσεων χρησιμοποιώντας τον ίδιο εξαιρετικό πρωταγωνιστή του «Hunger», τον Μάικλ Φασμπίντερ.