Αρκεί μια καλή ταινία κι ένα Οσκαρ για να καθιερωθεί ένας σκηνοθέτης; Η περίπτωση του βρετανού Σαμ Μέντες είναι χαρακτηριστική: Δημιούργησε έναν εύλογο θόρυβο με την πρώτη του ταινία «American beauty» και δίκαια καλλιέργησε μεγάλες προσδοκίες για τα επόμενα βήματά του. Ομως, δέκα χρόνια μετά, όλα μοιάζουν να διαψεύδονται. Οσα ακολούθησαν επέβαλαν μεν τον Σαμ Μέντες σαν υπολογίσιμο σκηνοθέτη διεθνώς, δεν κατάφεραν όμως να απογειώσουν την καριέρα του. Η κριτική του αμερικανικού ονείρου, που εξακολούθησε να κάνει στις μετέπειτα ταινίες του, περιορίστηκε σε μια επιφανειακή αξιολόγηση των κοινωνικών καταστάσεων με ανώδυνες αιχμές και στρογγυλεμένα βέλη.
Το «Away we go» δεν αποτελεί εξαίρεση. Και μάλλον είναι η πιο αδιάφορη στιγμή στην κινηματογραφική δουλειά του Σαμ Μέντες. Πρόκειται για την ιστορία ενός εναλλακτικού (;) αμερικανικού ζευγαριού που όταν διαπιστώνει πως περιμένει παιδί αποφασίζει να επισκεφθεί διάφορους φίλους και γνωστούς σε πολύ διαφορετικά μέρη της χώρας, προκειμένου να αποφασίσει που είναι καλύτερα να γεννηθεί και να μεγαλώσει το παιδί. Καταλήγουν στο ότι η ικανότερη αναγκαία συνθήκη είναι η δική τους σχέση… Δεν πρόκειται ασφαλώς για την τυπική εκδοχή του δόγματος «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», αφού ο Σαμ Μέντες φροντίζει να γελοιοποιήσει με μερικές καυστικές πινελιές αυτές τις ιδέες. Είναι όμως πραγματικά απογοητευτική κατάληξη να θεωρείται η οικογένεια το ακρογωνιαίο υγιές κύτταρο αυτής της κοινωνίας. Μιλάμε για πολλά βήματα πίσω σε σχέση με την κεντρική ιδέα που διατρέχει το «American beauty» αλλά ακόμα-ακόμα και το «Δρόμο της επανάστασης».
Κατά τα άλλα, η ταινία είναι σε μερικά σημεία φλύαρη και αρκούντως πληκτική. Δεν σώζεται από τα λίγα δυνατά χιουμοριστικά της σχόλια, αφού στο σύνολο παραμένει αδύναμη και υποτονική.
Ελένη Σταματίου