Δεν είναι η πρώτη φορά που αναφερόμαστε στην προκλητική βοήθεια που προσέφεραν η αστυνομία και ο δικαστικός μηχανισμός στους νεοναζιστές της Χρυσής Αυγής, αρχής γενομένης από το στάδιο της προανάκρισης. Οσο μελετάμε την ογκωδέστατη δικογραφία της υπόθεσης τόσο ανακαλύπτουμε νέα στοιχεία γι’ αυτή τη σκανδαλώδη βοήθεια που οι διωκτικοί μηχανισμοί πρόσφεραν στη δολοφονική συμμορία.
Θυμίζουμε, εν συντομία, τι συνέβη τη νύχτα της 17ης Σεπτέμβρη και τις πρωινές ώρες της 18ης Σεπτέμβρη του 2013, όταν έγινε η στυγερή δολοφονία του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα από τον Γ. Ρουπακιά. Μια δολοφονία που σχεδιάστηκε από την ηγεσία των νεοναζιστών της ΧΑ.
Οκτώ αστυνομικοί των ομάδων ΔΙΑΣ παρακολούθησαν από μακριά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, αφήνοντας τον Γ. Ρουπακιά και τους υπόλοιπους νεοναζιστές να δράσουν ελεύθερα. Στις καταθέσεις τους, οι έξι από αυτούς τους αστυνομικούς ισχυρίστηκαν ότι είχαν εντολή να παρακολουθούν τα διαδραματιζόμενα, να ενημερώνουν και να μην παρεμβαίνουν. Αποσιώπησαν, όμως, το γεγονός ότι αυτή η τακτική υπαγορευόταν από τη στρατηγική του αστυνομικού μηχανισμού να αφήνει ελεύθερη τη ΧΑ να ολοκληρώνει κάθε φορά το τρομοκρατικό φασιστικό της έργο, χωρίς να προχωρά σε συλλήψεις. Αυτή η τακτική δεν εφαρμόστηκε μόνο στην περίπτωση της δολοφονίας του Π. Φύσσα. Εφαρμόστηκε στις επιθέσεις των χρυσαυγιτών στα στέκια «Συνεργείο» στην Ηλιούπολη και «Αντίπνοια» στα Πετράλωνα και σε άλλες περιπτώσεις. Οι νεοναζιστές ολοκλήρωσαν το εγκληματικό τους έργο και οι αστυνομικοί των ομάδων ΔΙΑΣ παρακολουθούσαν από κοντά χωρίς να επέμβουν και τους άφησαν να απομακρυνθούν χωρίς να κάνουν καμιά σύλληψη.
Στην περίπτωση της δολοφονίας του Π. Φύσσα, αν δεν παρενέβαινε το πλήρωμα ενός περιπολικού, με οδηγό τον Ν. Ντάφο και συνοδηγό τον Δ. Κουρετζή, ο δολοφόνος Ρουπακιάς θα έφευγε ανενόχλητος! Οι δύο αστυνομικοί του περιπολικού με κωδικό Δ8-2 παρέδωσαν στην αξιωματικό υπηρεσίας του ΑΤ Κερατσινίου Μ. Γιαννακά τον Ρουπακιά και το μαχαίρι με το οποίο δολοφόνησε τον Παύλο Φύσσα και την ενημέρωσαν ότι αυτός είναι ο δράστης. Αναφέρει ο αστυνομικός Ν. Ντάφος στην κατάθεσή του στην εφέτη ειδική ανακρίτρια Ι. Χριστοδουλέα-Κλάπα, στις 30 Απρίλη του 2014:
«Η απάντηση του προσαχθέντος, δηλαδή του Ρουπακιά, ήταν “ναι εγώ τον μαχαίρωσα, γιατί τα άτομα αυτά επιτέθηκαν σε κάποιον δικό μας πριν από κάποια ώρα εντός του καταστήματος ΚΟΡΑΛΛΙ. Είμαι δικός σας, αλλά μην το πείτε πουθενά“. Σε ερώτησή μου τι εννοούσε με τη φράση “είμαι δικός σας“ μου είπε ότι είναι άτομο της Χρυσής Αυγής και μας παρακάλεσε να μην το πούμε πουθενά. Φυσικά εγώ ενημέρωσα τηλεφωνικά για τα λεγόμενά του τον εκφωνητή του κέντρου μας και τον προϊστάμενο της αλλαγής προκειμένου να γνωρίζουνε τι άτομα αναζητούμε. Παραδόθηκε ο δράστης στον αξιωματικό υπηρεσίας του ΤΑ Κερατσινίου και του είπαμε ότι επρόκειτο για το άτομο που μαχαίρωσε κάποιον άλλο, τα λεγόμενά του εντός του οχήματος και του παραδώσαμε και το μαχαίρι» (οι εμφάσεις δικές μας).
Ο εν λόγω αστυνομικός κατέθεσε στην εφέτη ειδική ανακρίτρια στις 30 Απρίλη του 2014, δηλαδή μήνες μετά το συμβάν. Η ηγεσία της Αμεσης Δράσης και της ΔΑΕΕΒ (Αντιτρομοκρατική) γνώριζε τι θα κατέθεταν οι Ντάφος και Κουρετζής και γι’ αυτό -όπως θα δούμε παρακάτω- επεχείρησε να τους εξαφανίσουν από το προσκήνιο. Και όχι μόνον αυτό, αλλά έστησαν έτσι την προανάκριση της δολοφονίας, ώστε να παρουσιάσουν τους έξι αστυνομικούς των ομάδων ΔΙΑΣ σαν τους ουσιαστικούς μάρτυρες της δολοφονίας Φύσσα. Εφτασαν στο σημείο να μην πάρουν οι αστυνομικοί της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής κατάθεση από την αξιωματικό υπηρεσίας του Τ.Α. Κερατσινίου Μ. Γιαννακά, που έδωσε κατάθεση μόνο στην ΣΤ’ ανακρίτρια Πειραιά στις 25 Οκτώβρη του 2013, ενώ δεν κλήθηκε να καταθέσει στη δίκη των νεοναζιστών της ΧΑ!
Φαλκίδευσαν την προανάκριση
Η ΣΤ’ ανακρίτρια Πειραιά με έγγραφά της απευθύνθηκε στις αρχές Οκτώβρη του 2013 στη Διεύθυνση Αμεσης Δράσης και στην Αντιτρομοκρατική και ζήτησε να της δοθούν όλα τα έγγραφα που αφορούν τη δολοφονία του Π. Φύσσα και τα ονόματα των πληρωμάτων των περιπολικών και των μοτοσικλετών των ομάδων ΔΙΑΣ που αντιμετώπισαν την υπόθεση της δολοφονίας Φύσσα στην πρώην οδό Π. Τσαλδάρη (νυν οδό Π. Φύσσα). Η Διεύθυνση Αμεσης Δράσης Αττικής όχι μόνο αποσιώπησε την παρουσία των Δ. Κουρετζή και Ν. Ντάφου, δηλαδή του πληρώματος του περιπολικού που συνέλαβε τον δολοφόνο Ρουπακιά, αλλά είπε και ψέματα, δηλώνοντας, ότι το πλήρωμα του περιπολικού Δ8-2 ασχολήθηκε με ένα άλλο συμβάν που διαδραματίστηκε στον Πειραιά! Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από το έγγραφο 320:
«Για τα ως άνω συμβάντα των (α) και (β) περιπτώσεων (σ.σ. πρόκειται για τα συμβάντα της δολοφονίας Π. Φύσσα), απεστάλησαν για να επιληφθούν σταθμοί της Υπηρεσίας μας με κωδικούς κλήσης (Α8-1), (Α8-2), (Δ406-1), (Δ408-1), (Δ410-1) των οποίων αποσπάσματα από τα Ημερήσια Δελτία Οχημάτων σας χορηγούμε, πλην του (Α8-2) που είχε διατεθεί για εκτέλεση υπηρεσίας στην Αστυνομική Διεύθυνση Πειραιά» (η έμφαση δική μας).
Είναι προφανές ότι τα λεγόμενα των συγκεκριμένων αστυνομικών (Ντάφου και Κουρετζή), που τα είχαν εκφράσει στους προϊσταμένους τους τηλεφωνικά, δε βόλευαν τη Διεύθυνση Αμεσης Δράσης και την Αντιτρομοκρατική και γι΄ αυτό αποφάσισαν να τους «εξαφανίσουν», ώστε να μην καταθέσουν. Οι δύο αυτές Διευθύνσεις της ΕΛΑΣ «εξαφάνισαν» προανακριτικά και την αξιωματικό υπηρεσίας Μ. Γιαννακά. Στις 25 Οκτώβρη του 2013 που αυτή κατέθεσε στη ΣΤ’ ανακρίτρια Πειραιά (έγγραφο 187 της δικογραφίας), είπε πολλά ψέματα προκειμένου να καλύψει τις μεθοδεύσεις του αστυνομικού μηχανισμού προς όφελος των νεοναζιστών της ΧΑ.
Η Μ. Γιαννακά στην κατάθεσή της παραδέχεται μεν ότι τον Ρουπακιά τον προσήγαγε στο ΑΤ Κερατσινίου το πλήρωμα του περιπολικού Α8-2, αλλά συμπληρώνει ψευδώς: «Το πλήρωμα του περιπολικού ενημέρωσε εμένα και το σκοπό ότι πρόκειται για προσαγωγή, μετά από συμπλοκή επί της Παναγή Τσαλδάρη αρ. 60 χωρίς άλλες πληροφορίες» (η έμφαση δική μας). Προφανώς είπε αυτό το ψέμα καθ’ υπόδειξη των ανωτέρων της, για να καλυφθεί το ότι ο Ρουπακιάς έπρεπε να συλληφθεί αμέσως μόλις προσήχθη στο Α.Τ. Κερατσινίου, να καταγραφεί η παράδοση του μαχαιριού του από το πλήρωμα του περιπολικού Α8-2 και να παραμείνουν στο ΑΤ Κερατσινίου οι αστυνομικοί Δ. Κουρετζής και Ν. Ντάφος στους οποίους είχε ομολογήσει τη δολοφονία. Την έβαλαν, ακόμα, να πάρει η ίδια την ευθύνη για την «παράλειψη» να καταγράψει το περιστατικό της μεταφοράς και παράδοσης του Ρουπακιά έστω και ως προσαγωγή.
Με δεδομένο ότι στις 18 Σεπτέμβρη του 2013 δεν υπάρχουν στα έγγραφα που συγκεντρώνονται στη Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής, στελέχη της οποίας διεξάγουν την προανάκριση, καταθέσεις των Δ. Κουρετζή, Ν. Ντάφου και Μ. Γιαννακά, τίθενται τα ερωτήματα: Πού βρισκόταν ο Ρουπακιάς από τις 12:15 της 18ης Σεπτέμβρη μέχρι τις 7:20 της ίδιας ημέρας που έγινε η έκθεση σύλληψής του και παράδοσής του δήθεν από τον αστυνομικό Αναστ. Τσολακίδη; Πού βρισκόταν το μαχαίρι του Ρουπακιά την ίδια χρονική περίοδο, δεδομένου ότι στο έγγραφο 348 εμφανίζεται η παράδοσή του από τον αστυνομικό Αναστ. Τσολακίδη στις 07:08 λεπτά της 18ης Σεπτέμβρη;
Ο αστυνομικός μηχανισμός, ήθελε να παρουσιάσει σαν κεντρικό πρόσωπο τον αστυνομικό Αναστ. Τσολακίδη και -το σπουδαιότερο- να παρουσιάσει τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, ως αποτέλεσμα συμπλοκής του με τον Ρουπακιά, ο οποίος τον είχε μαχαιρώσει εν βρασμώ, ενδεχομένως και ευρισκόμενος σε άμυνα.
Ο αστυνομικός μηχανισμός δεν περιορίστηκε μόνο στην εξαίρεση των αστυνομικών Κουρετζή, Ντάφου και Γιαννακά από την προανάκριση. Προχώρησε παραπέρα. Δασκάλεψε τους τέσσερις αστυνομικούς της ΔΙΑΣ να πουν ότι είδαν δήθεν δύο άνδρες να έχουν έρθει στα χέρια και να ανταλλάσσουν μπουνιές και κλωτσιές. Οι τέσσερις αυτοί αστυνομικοί ήταν η Αγγελ. Λεγάτου, ο Αναστ. Τσολακίδης, ο Γ. Ρώτας και ο Χρ. Δεληγιάννης και ήταν ανάμεσα στους έξι πρώτους που κατέθεσαν στη Διεύθυνση Ασφαλείας Ατττικής (στις 05:15, 06:15, 07:20 και 08:00, αντίστοιχα). Ολοι ισχυρίστηκαν ότι είδαν δύο άνδρες να ανταλλάσσουν μπουνιές και κλωτσιές, γιατί έτσι τους συμβούλεψαν, προκειμένου να βοηθήσουν τους δικηγόρους της ΧΑ να προβάλλουν το επιχείρημα ότι δεν ήταν μία εν ψυχρώ δολοφονία, σχεδιασμένη κεντρικά από τη ΧΑ.
Ο ισχυρισμός τους αποδεικνύεται ψευδής από την κατάθεση του προϊστάμενου της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιά Η. Μπογιόκα που κατέθεσε στη Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής. Ο ιατροδικαστής κατέθεσε ότι κατόπιν εντολής της αστυνομικής διεύθυνσης εξέτασε τον Ρουπακιά λίγες ώρες μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα και «κατά την εξέταση δεν ανευρέθησαν εξωτερικές κακώσεις (π.χ. αμυχές, μώλωπες, εκχυμώσεις κ.ά)». Αν ο Ρουπακιάς αντάλλασσε μπουνιές και κλωτσιές με τον Π. Φύσσα, όπως κατευθυνόμενα κατέθεσαν οι τέσσερις αστυνομικοί της ΔΙΑΣ θα είχε εξωτερικές κακώσεις.
Και η ίδια η δολοφονία θα ήταν δύσκολη σ' αυτή την περίπτωση. Ο Ρουπακιάς μαχαίρωσε τον Π. Φύσσα αιφνιδιαστικά και στη συνέχεια πήγε να μπει στο αυτοκίνητο για να διαφύγει. Αυτόπτες μάρτυρες, που δεν κλήθηκαν να καταθέσουν στο δικαστήριο, αναφέρουν στις προδικαστικές καταθέσεις τους, ότι ο Ρουπακιάς μετά από μερικά δευτερόλεπτα απομακρύνθηκε και μπήκε στο αυτοκίνητο για να διαφύγει.
Οταν ο Αναστ. Τσολακίδης δέχτηκε να καταθέσει στη Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής ότι αυτός παρέδωσε τον Ρουπακιά στις 7:20, ότι αυτός παρέδωσε το δολοφονικό μαχαίρι στις 7:05, λέγοντας εν ψυχρώ ψέματα, είναι προφανές ότι δε θα διστάσει να καταθέσει ψευδώς και καθ’ υπαγόρευση, εξυπηρετώντας τη σκοπιμότητα να πέσουν στα μαλακά τόσο ο Ρουπακιάς, όσο και η ΧΑ. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους τρεις αστυνομικούς που τους δασκάλεψαν να πουν ψέματα για να καλύψουν το συνάδελφό τους Τσολακίδη και να εξυπηρετήσουν τη σκοπιμότητα του αστυνομικού μηχανισμού.
Ο αστυνομικός και ο δικαστικός μηχανισμός απέφυγαν όπως ο διάολος το λιβάνι να καλέσουν τους πραγματικούς αυτόπτες μάρτυρες. Εκτός από τις δύο κοπέλες, που κάθονταν σε παγκάκι σε απόσταση 33 μέτρων από το σημείο που δολοφονήθηκε ο Π. Φύσσας, υπήρξαν δύο ακόμα αυτόπτες μάρτυρες που αν δε δήλωναν οι ίδιοι την παρουσία τους δε θα τους εξέταζαν και δε θα τους καλούσαν στο δικαστήριο. Με έρευνα που κάναμε διαπιστώσαμε ότι υπήρξαν και άλλοι αυτόπτες μάρτυρες, ένας σε απόσταση 21 μέτρων και ένας άλλος σε απόσταση 26,5 μέτρων από το σημείο της δολοφονίας. Αυτοί κατέθεσαν στην ΣΤ’ ανακρίτρια Πειραιά, γιατί η παρουσία τους είχε γίνει γνωστή από δημοσιεύματα. Δεν κλήθηκαν όμως να καταθέσουν στο δικαστήριο. Υπήρχε ακόμα ένα ζευγάρι που κάθε βράδυ γύρω στις 12 έβγαζε βόλτα τα σκυλιά του σε μια περιοχή που περιλάμβανε και το σημείο που μαχαιρώθηκε ο Π. Φύσσας και την περιοχή που δέχτηκαν επίθεση οι φίλοι του.
Αυτά τα στοιχεία τα γνωρίζουν τόσο η εισαγγελέας Αδαμ. Οικονόμου όσο και η προεδρεύουσα του δικαστηρίου Μ. Λεπενιώτη. Ομως, η πρώτη περιορίστηκε να προτείνει την κλήση δύο φίλων του Π. Φύσσα και της κοπελιάς του και επιφυλάχτηκε να απαντήσει στο αίτημα του συνηγόρου της πολιτικής αγωγής Α. Τζέλλη να κληθεί ένας από τους αυτόπτες μάρτυρες που είχε καταθέσει στην ΣΤ’ ανακρίτρια Πειραιά, η οποία τον κάλεσε γιατί η παρουσία του είχε γίνει γνωστή από δημοσιεύματα.
Εμείς θα επιμείνουμε να αναφέρουμε την παρουσία όλων των αυτοπτών μαρτύρων και θα απαιτούμε την κλήση τους προκειμένου να καταθέσουν στο δικαστήριο, μέχρις ότου είτε η εισαγγελέας προτείνει την κλήση τους είτε το δικαστήριο αποφασίσει με δική του πρωτοβουλία να τους καλέσει.
Το δικαστήριο πρέπει να απορρίψει το αίτημα της υπεράσπισης των χρυσαυγιτών για κατ’ αντιπαράσταση εξέταση του αστυνομικού Γ. Ρώτα με αυτόπτες μάρτυρες. Γιατί τόσο ο Ρώτας όσο και οι άλλοι τρεις αστυνομικοί της ΔΙΑΣ κακώς εξετάστηκαν ως μάρτυρες. Κανονικά έπρεπε να απαγγελθούν σοβαρές κατηγορίες σε βάρος τους, γιατί μπροστά τους συντελέστηκε μια εν ψυχρώ δολοφονία, με δράστη τον Ρουπακιά αλλά με στήριξή του επί τόπου από δεκάδες μέλη του νεοναζιστικού τάγματος εφόδου (γεγονός που αποκαλύπτει κεντρικό σχεδιασμό) και αυτοί την παρακολούθησαν σαν θεατές σε αρένα. Εν προκειμένω, δεν μιλάμε μόνο για παράβαση καθήκοντος.
Τέλος, έχουμε επισημάνει ότι δόθηκε χρόνος στη ΧΑ για να ξεφορτωθεί από τα γραφεία της τον οπλισμό της, αφού οι έλεγχοι ξεκίνησαν τις μεσημβρινές ώρες της 18ης Σεπτέμβρη. Από την έρευνά μας προέκυψε ότι στελέχη της αστυνομίας ενημέρωσαν το πρωί της 18ης Σεπτέμβρη στελέχη της ΧΑ για τον επικείμενο έλεγχο στα γραφεία της! Γι’ αυτό και για άλλα σε επόμενο δημοσίευμά μας.
ΥΓ. Στη φωτογραφία μπορείτε να δείτε (βάσει του google earth) πού βρισκόταν κρίσιμοι αυτόπτες μάρτυρες της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, οι οποίοι δεν κλήθηκαν από την αστυνομία να καταθέσουν.