Σύμπασα η πολιτειακή και πολιτική ηγεσία παρευρέθη και φέτος στην ετήσια γενική συνέλευση των βιομήχανων, για να δώσει τα διαπιστευτήριά της στα πραγματικά αφεντικά του τόπου. Και τι διαπιστευτήρια. Σαν το Χατζηαβάτη μπροστά στον Πασά, για να θυμηθούμε τις αναλογίες με τους ήρωες του παραδοσιακού θεάτρου σκιών, που τόσο επίκαιρες έχουν γίνει εσχάτως.
Τα αφεντικά ξετύλιξαν για μια φορά ακόμη τις απαιτήσεις τους, προσδίδοντας έντονο ιδεολογικοπολιτικό χρώμα σ’ αυτές (η ανάδειξη του Δασκαλόπουλου, που αρέσκεται σε ιδεολογικοπολιτικές αναφορές, σε αντίθεση με τον στυγνό τεχνοκράτη Κυριακόπουλο, βοήθησε σ’ αυτό). Ζήτησαν να αναγορευτεί η επιχειρηματικότητα σε απόλυτο κοινωνικό πρότυπο: «Η σύγχρονη επιχείρηση καινοτομεί, παράγει πλούτο, δημιουργεί θέσεις εργασίας, εφαρμόζει τις αρχές της εταιρικής διακυβέρνησης, έχει συνείδηση της κοινωνικής ευθύνης της… Η σύγχρονη επιχείρηση αποτελεί υπόδειγμα δημιουργικής συνεργασίας ανθρώπων… Αυτό το κοινωνικό πρότυπο χρειάζεται σήμερα η χώρα. Κι αυτό είναι το πρότυπο που προτείνουμε στην ελληνική κοινωνία, που σήμερα εναγωνίως αναζητεί μια σύγχρονη και ρεαλιστική κοίτη προόδου» (Δ. Δασκαλόπουλος).
Και τι πρέπει να γίνει αν η κοινωνία δε συμμερίζεται το… όραμα των καπιταλιστών; Καλή η συναίνεση, αλλά δεν θα πρέπει να υποταχθούμε στις απαιτήσεις της: «Για να πετύχουμε την πρόοδο, απαιτείται προφανώς κλίμα συνεννόησης, κλίμα κοινωνικής συνοχής. Αλλά και η αναζήτηση της συναίνεσης δεν μπορεί πλέον να αποτελεί το βολικό άλλοθι αναβολής και απραξίας» (η έμφαση στην τελευταία φράση είναι στο κείμενο που διένειμε το Γραφείο Τύπου του ΣΕΒ).
Είναι προφανές. Οι κυβερνήσεις πρέπει να νομοθετούν και να προωθούν μέτρα προς όφελος της επιχειρηματικότητας, ακόμα και αν δεν εξασφαλίζεται η συναίνεση. Αυτή είναι η βασική απαίτηση των καπιταλιστών: «Πρέπει ν’ αναδεχθούμε συνειδητά την πρόκληση της εθνικής παραγωγικής αναπροσαρμογής».
Για τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, όμως, τον είχε τον καλό το λόγο του ο νεοεκλεγείς πρόεδρος του ΣΕΒ: «Προς την ηγεσία του συνδικαλισμού, δεν διστάζω να πω ότι, σε πολλές περιπτώσεις, στη σχέση μας επικράτησαν τα λίγα που μπορούν, προσωρινά, να μας χωρίζουν και όχι τα πολλά που, μακροπρόθεσμα, μας ενώνουν – κι αυτό είναι μια κοινή μας αποτυχία. Πιστεύω ότι οι δυνάμεις της εργασίας, δηλαδή οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι (!), έχουν μόνο κοινά συμφέροντα (!!)… Στο πλαίσιο αυτό, θα προτείνω τη δημιουργία μιας Μόνιμης Ομάδας Εργασίας ΣΕΒ και ΓΣΕΕ, η οποία θα αποτελέσει ένα μόνιμο βήμα συνεργασίας, ανεξάρτητο από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, που θα διαμορφώσει κοινές δράσεις και πρωτοβουλίες…». Αντε, να το δούμε κι αυτό (δεν θα εκπλαγούμε καθόλου).
Καραμανλής και Παπανδρέου, υποτακτικοί όπως πάντα στις απαιτήσεις του μεγάλου κεφάλαιου, επιδόθηκαν σ’ ένα προφορικό διαγωνισμό για το ποιος είναι καλύτερος ως υπηρετικό προσωπικό της κεφαλαιοκρατίας. Αξίζει τον κόπο να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από την ομιλία του Γιωργάκη, που θα περίμενε κανείς να είναι λίγο κριτικός, μια που βρίσκεται στην αντιπολίτευση:
«Αγαπητοί φίλοι, αγαπητές φίλες. Είστε μέλη του ΣΕΒ. Επιχειρηματίες, Βιομήχανοι, Τραπεζίτες. Είμαι Πρόεδρος του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος. Είμαι Πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, της μεγαλύτερης πολιτικής οργάνωσης που συγκεντρώνει στους κόλπους της πάνω από 160 σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα απ’ όλο τον κόσμο. Ενα είναι το κεντρικό ερώτημα. Υπάρχει χώρος για συνεργασία μεταξύ μας; Μπορούμε να βρούμε μια κοινή γλώσσα; Μπορούμε να δουλέψουμε για κοινούς στόχους; Αποψή μου; Πιστεύω πως ναι. Προϋπόθεση είναι να δημιουργήσουμε και να δουλέψουμε μέσα σε ένα καθαρό πλαίσιο… Γι’ αυτό ανέφερα και τη Χάρτα Δικαιωμάτων (σ.σ. κείμενο του ΣΕΒ, που υιοθετήθηκε στην περσινή γενική του συνέλευση). Αποτελεί παράδειγμα οριοθέτησης κανόνων και αρχών που θα μας βοηθήσουν να βρούμε κοινούς τόπους και στόχους και διαδικασίες ξεκάθαρης συνεργασίας».
Ο Καραμανλής δεν είχε και πολλά να πει. Περιορίστηκε να περιγράψει την πολιτική της κυβέρνησής του, να επαναβεβαιώσει την αποφασιστικότητά του για την προώθηση των αντεργατικών μεταρρυθμίσεων και να υποσχεθεί «μια άνοιξη επιχειρηματικότητας στη σύγχρονη Ελλάδα».