Στόχος του ΚΙΔΗΣΟ που έστησε ο Γ. Παπανδρέου είναι να καταφέρει να μπει στη Βουλή και να συνεργαστεί κυβερνητικά με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό φαίνεται όχι μόνο από την ανύπαρκτη έως υποτονική κριτική που κάνει στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από τις προτάσεις για το χρέος, οι οποίες πλέον παρουσιάστηκαν επίσημα από τον Παπανδρέου σε ομιλία του στη Λάρισα (έδρα του Σαχινίδη, τη φόρα του οποίου θέλει να κόψει ο Βενιζέλος κατεβαίνοντας υποψήφιος και σ’ αυτή την εκλογική περιφέρεια).
Ο Παπανδρέου συγκεντρώνει τα πυρά του κατά του Σαμαρά και της ΝΔ, ενώ όταν χρειάζεται ν’ αναφερθεί στο «ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου» το κατηγορεί ότι έγινε «παρακολούθημα της δεξιάς», με στόχο να αναθερμάνει τα παλιά αντιδεξιά σύνδρομα και να τραβήξει ένα κομμάτι των παραδοσιακών ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Γιατί νέους ψηφοφόρους αποκλείεται να τραβήξει το κόμμα του Γιωργάκη.
Ομως, το άνοιγμα προς τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ έγινε με την ομιλία Παπανδρέου στη Λάρισα, στην οποία διατύπωσε πρόταση για το χρέος, η οποία βρίσκεται πολύ κοντά σε μια «ρεαλιστική» ανάγνωση των όσων υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Η πρόταση του ΚΙΔΗΣΟ προβλέπει: επιμήκυνση για 70 χρόνια των ελληνικών ομολόγων που βρίσκονται στα χέρια των εταίρων, μηδενισμό του περιθωρίου στο επιτόκιο των ομολόγων, σταθεροποίηση των ετήσιων τόκων που πληρώνει το ελληνικό κράτος σε ένα χαμηλό επίπεδο για τις επόμενες δεκαετίες, μορατόριουμ στις αποπληρωμές των επίσημων δανείων και ανταλλαγή μέρους των ομολόγων με άλλα που θα έχουν ρήτρα ανάπτυξης και θα αποπληρώνονται όσο πάει καλύτερα η οικονομία.
Φυσικά, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν τσίμπησε. Για τους δικούς του προεκλογικούς λόγους (αναλυτικά γράφουμε στη σελίδα 11) εξακολουθεί να απορρίπτει κάθε προοπτική συνεργασίας με ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΚΙΔΗΣΟ και Ποτάμι. Ομως και ο Γιωργάκης με την παρέα του δεν είναι πρωτάρηδες. Κατανοούν την τακτική του ΣΥΡΙΖΑ και ανάλογα διαμορφώνουν τη δική τους. Μπορεί ο Καρχιμάκης κάποια στιγμή στην αρχή να είπε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να συνεργαστεί με το ΚΙΔΗΣΟ, όμως ο Παπανδρέου σε συνέντευξή του στην ιταλική Corriere della Sera το έθεσε διαφορετικά: «Αν ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει μια θεαματική στροφή και δεχθεί να αντιμετωπίσει τα πραγματικά προβλήματα, αρχίζοντας από τη μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα, μπορεί και να συζητήσουμε ενδεχόμενη συνεργασία». Αντί για παρακαλών, δηλαδή, εμφανίστηκε σαν παρακαλούμενος. Και για να πει και κάτι πιο συγκεκριμένο σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρθηκε στην ασάφεια των θέσεών του για τις «ιδιωτικές επενδύσεις».
Ο Βενιζέλος, από την άλλη, παρά τη στήριξη που έχει από τα μιντιακά συγκροτήματα, που θάβουν τον Παπανδρέου, αισθάνεται στην πλάτη του «το ρίγος του θανάτου». Τη βδομάδα που πέρασε, αμυνόμενος κυρίως έναντι του Παπανδρέου που τον κατηγορεί ως «ουρά της Δεξιάς», προσπάθησε να κάνει (λέμε τώρα) διμέτωπο κατά ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Βγήκε στο δελτίο του Mega και είπε: «Βλέπω από τη μια έναν άγαρμπο εκφοβισμό ότι αν δεν συνεχίσουμε εμείς θα καταστραφούμε, οι τράπεζες, το δημόσιο ταμείο και από την άλλη μία αφελή ή και κουτοπόνηρη προσπάθεια εφησυχασμού ότι δεν συμβαίνει τίποτα, όλα τέλεια, η Ευρώπη μας περιμένει. Είναι και το ένα και το άλλο απατηλό και επικίνδυνο». Τα πολλά γέλια, όμως, τα προκάλεσε όταν είπε ότι το ΠΑΣΟΚ δεν είναι «κυβερνητικός μπαλαντέρ» και δεν επιθυμεί οπωσδήποτε να βρεθεί στην κυβέρνηση! Οταν, όμως, ρωτήθηκε για το μετεκλογικό σκηνικό, αφού προέβλεψε ότι «δεν προκύπτει αυτοδυναμία» και σημείωσε πως «εκ των πραγμάτων όποιος έρθει πρώτος θα πρέπει να μετάσχει (σ.σ. στην όποια κυβερνητική συμμαχία) λόγω μπόνους των εδρών», δήλωσε πρόθυμος να συμπράξει «με όλους όσοι πρέπει και μπορούν». Για να κλείσει με μια κρίση αυτοκρατορικού μεγαλείου: «Δεν είμαι υποψήφιος κυβερνητικός εταίρος, είμαι υποψήφιος εθνικός εταίρος».
Μόνο που για να γίνει υποψήφιος εταίρος (όποιον επιθετικό προσδιορισμό κι αν βάλει στον εαυτό του), θα πρέπει να μπει στη Βουλή κι αυτή τη στιγμή δεν το ‘χει καθόλου σίγουρο (άσχετα τι δείχνουν τα γκάλοπ). Γι’ αυτό και χτυπάει άγρια το Ποτάμι («περιλαμβάνει παλιά στελέχη της ΔΗΜΑΡ, συνταξιούχους εθνικιστές, νεοφιλελεύθερους, οι οποίοι αγωνίστηκαν από την εποχή του κ. Μητσοτάκη έως την εποχή του κ. Μάνου») κι ακόμη πιο άγρια το ΚΙΔΗΣΟ, λέγοντας ότι έχει ήδη κριθεί δημοσκοπικά και η ψήφος σ’ αυτό είναι χαμένη.
Εύλογα μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί: μα είναι δυνατό, αυτός που έβαλε τη χώρα στο Μνημόνιο κι αυτός που τα έδωσε όλα για να τον βοηθήσει, φιλοδοξώντας να τον διαδεχτεί, να θέλουν να παραμείνουν στην πολιτική σκηνή και να μακροημερεύσουν; Η απάντηση είναι απλή: αυτή είναι η αστική πολιτική και το φαινόμενο δεν παρατηρείται πρώτη φορά.