Η συνθήκη των Βερσαλλιών
Παρά τη νίκη της αντεπανάστασης και το τσάκισμα των γερμανικών σοβιέτ υπό την καθοδήγηση της προσωρινής κυβέρνησης των σοσιαλδημοκρατών Εμπερτ, Σάιντεμαν και Νόσκε, παρά την ανοιχτή συνεργασία με τα μοναρχοφασιστικά τάγματα θανάτου, τα Φράικορπς, για την εκπλήρωση του σκοπού της διάσωσης της δικτατορίας της αστικής τάξης, παρά την απεριόριστη αφοσίωση των σοσιαλδημοκρατών προς την αστική τάξη, η τελευταία στάθηκε εντελώς αχάριστη προς το νέο πολιτικό της τέκνο. Ουδείς ασφαλέστερος εχθρός του ευεργετηθέντος.
Οι εκπρόσωποι του γερμανικού χρηματιστικού κεφαλαίου ανατρίχιαζαν και μόνο στη σκέψη ότι ο πρόεδρος του Ράιχ, ο Εμπερτ, συνεδρίαζε επικεφαλής των σοβιέτ στο Βερολίνο το Νοέμβρη του 1918. Μια τέτοια σκηνή δεν έπρεπε να επαναληφθεί σε γερμανικό έδαφος. Η αστική τάξη έκανε ακόμη υπομονή για την τελική και εξίσου σημαντική εθνική ευεργεσία, που μόνο οι σοσιαλδημοκράτες είχαν τη συγκεκριμένη στιγμή τη δύναμη να πραγματοποιήσουν και η οποία δεν ήταν άλλη από την επικύρωση και επιβολή της συνθήκης των Βερσαλλιών. Αμέσως μετά, τα Φράικορπς μαζί με τμήματα του γερμανικού στρατού πραγματοποίησαν πραξικόπημα για να ανατρέψουν τη δημοκρατία και να βάλουν τέλος στις στοιχειώδεις ελευθερίες που είχε κατακτήσει η εργατική τάξη με το αίμα της.
Η συνθήκη των Βερσαλλιών προέβλεπε δυσβάσταχες, αστρονομικού ύψους πολεμικές επανορθώσεις από την ηττημένη Γερμανία στους νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το βάρος των οποίων επωμιζόταν σχεδόν αποκλειστικά το γερμανικό προλεταριάτο, είτε μέσω του πετσοκόμματος των μισθών και της υπερεκμετάλλευσης της εργασίας, είτε μέσω της ληστρικής φορολόγησης[1]. Συνολικά η Γερμανία έχανε εφτά εκατομμύρια γερμανούς πολίτες και 65.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα από την επικράτειά της.
Η εθνική ταπείνωση και η υποδούλωση του γερμανικού προλεταριάτου στους ντόπιους και ξένους ιμπεριαλιστές σφράγισαν τις μετέπειτα πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ακόμη, όμως, τα καύσιμα της επανάστασης που πυροδοτήθηκε το 1918 δεν είχαν εξαντληθεί. Μια νέα επαναστατική αναμέτρηση διαδεχόταν κάθε πικρή ήττα της ανοργάνωτης, προδομένης και διασπασμένης από τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες εργατικής τάξης, στο χρονικό διάστημα από το 1919 έως το 1923.
Ο Εμπερτ ζητούσε μετ’ επιτάσεως από τους εκπροσώπους της προσωρινής κυβέρνησης να πράξουν «τα δέοντα». Ο Σάιντεμαν αρνήθηκε να υπογράψει μια τόσο ταπεινωτική και εξευτελιστική συνθήκη για την ηττημένη Γερμανία και παραιτήθηκε. Βρέθηκε τελικά ο «τυχερός» να βάλει την υπογραφή του, ο νέος καγκελάριος σοσιαλδημοκράτης Γκούσταφ Μπάουερ, τον Ιούνη του 1919.
Μόλις τρία χρόνια μετά, μαζί με τον Εμπερτ, ο Μπάουερ θα τυλιγόταν στη δίνη του σκανδάλου Μπάρμαρτ, ενός σοσιαλδημοκράτη μαυραγορίτη καπιταλιστή που θησαύριζε μεσούντος του πολέμου κυρίως με εξαγωγές τροφίμων αμφιβόλου ποιότητας και υπερδιογκωμένων τιμών από την Ολλανδία στη Γερμανία.[2] Ο Ιούλιος Μπάρμαρτ προσέφερε μίζα 120.000 μάρκων σε αξιωματούχους της πρωσικής κυβέρνησης καθώς και διάφορες οικονομικές ενισχύσεις στα έντυπα και σε άλλα «ευαγή ιδρύματα» των σοσιαλδημοκρατών, που στόχο είχαν την παρεμπόδιση της κομμουνιστικής διείσδυσης στους εργάτες. Μαζί με τον αδελφό του Χένρι Μπάρμαρτ έλαβαν ως αντάλλαγμα για τις δωρεές τους δάνειο 14,5 εκατ. μάρκων από την κρατική τράπεζα της Πρωσίας, λεφτά που «εξαφανίστηκαν» στο χρηματιστήριο, ενισχύοντας χαρτοφυλάκια διαφόρων κολοσσών της βιομηχανίας, με τους οποίους είχαν δοσοληψίες από την περίοδο του πολέμου.
Η κυβέρνηση της Πρωσίας, στην οποία ζούσαν τα 2/3 των γερμανών του Ράιχ, ήταν από το 1918 έως το 1932 αδιάλειπτα υπό των έλεγχο των σοσιαλδημοκρατών του SPD και των συμμάχων τους. Οι αδελφοί Μπάρμαρτ καταδικάστηκαν το 1928 μόλις σε έξι και έντεκα μήνες κάθειρξη ο καθένας για δωροδοκία! Ηταν ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα που σε διαδοχικές φάσεις αξιοποίησαν οι μοναρχικές δυνάμεις και αργότερα βέβαια οι ναζί, κατά την άνοδό τους προς την εξουσία.
Το πραξικόπημα του Καπ
Δεν είχε καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός από την επιβολή της συνθήκης των Βερσαλλιών, όταν στις 13 Μάρτη του 1920 η ταξιαρχία Ερχαρντ, τμήμα των Φράικορπς, διάβαινε την πύλη του Βραδεμβούργου κατευθυνόμενη στο χώρο της καγκελαρίας. Ο Βόλφγκανγκ Καπ, επικεφαλής ομάδας ακροδεξιών στελεχών (ανάμεσά τους ο πρώην στρατάρχης Λούντεντορφ), πραγματοποιούσε με τη βοήθεια των Φράικορπς πραξικόπημα, ανατρέποντας την κυβέρνηση των σοσιαλδημοκρατών. Ο υπουργός Πολέμου Νόσκε μαζί με τον πρόεδρο Εμπερτ εγκατέλειψαν σαν κλέφτες άρον-άρον το Βερολίνο, όταν διαπίστωσαν ότι το πραξικόπημα στηριζόταν από το επιτελείο του στρατού, με το οποίο ένα χρόνο πριν, τον Ιανουάριο του 1919, βρίσκονταν σε αγαστή συνεργασία, προκειμένου να αιματοκυλίσουν τα γερμανικά σοβιέτ.
Μια μέρα μετά, τα σοσιαλδημοκρατικά συνδικάτα καλούσαν σε γενική απεργία για την αποτροπή του πραξικοπήματος. Η έκκληση για γενική απεργία βρήκε απήχηση σε 13.000.000 εργάτες σε όλη τη Γερμανία! Ηταν η μαζικότερη απεργία που πραγματοποιήθηκε ποτέ στη χώρα. Η βιομηχανική παραγωγή, το εμπόριο, οι εταιρίες παροχής ύδρευσης, ηλεκτρισμού, τα πάντα παρέλυσαν για μια βδομάδα. Σε διάφορες περιοχές της Γερμανίας οι απεργοί εργάτες ξεπέρασαν τα όρια της απεργίας και εξοπλίστηκαν, χτυπώντας ένοπλα τα αποσπάσματα των Φράικορπς. Στη βιομηχανική ζώνη του Ρουρ 60.000 ένοπλοι εργάτες απειλούσαν ευθέως την εξουσία της αστικής τάξης. Στο Αμβούργο οι εργάτες του USPD, υπό την καθοδήγηση του Ερνστ Τέλμαν, τσάκιζαν τα αποσπάσματα των Φράικορπς που εισέρχονταν στην πόλη. Το ίδιο συνέβη στη Σαξωνία και τη Θουριγγία, προπύργια των κομμουνιστών.
Σε αυτή την κρίσιμη βδομάδα, η σοσιαλδημοκρατία έδινε για ακόμη μια φορά εξετάσεις στην αστική τάξη. Κανείς, ούτε βέβαια οι νέοι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες, όπως ο Οτο Βελς, που σε αντίθεση με τον Νόσκε παρέμεινε στη θέση του στο Βερολίνο και θα αναδεικνυόταν για τη στάση του αυτή στην κορυφή του SPD, δεν περίμενε τέτοιο κύμα αντίστασης από τους εργάτες. Ο ίδιος, όπως και η πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών ηγετών, δεν διανοούνταν ούτε γι’ αστείο να προωθήσει κάποιο σχέδιο ριζοσπαστικοποίησης των εργατών. Το τεράστιο απεργιακό κύμα έπρεπε να ξεφουσκώσει, και κάθε επαναστατικό σκίρτημα έπρεπε να τσακιστεί αμείλικτα.
Αντί να τσακίσουν αμείλικτα τους πραξικοπηματίες, εξοπλίζοντας τους εργάτες, αντί να διαλύσουν τα Φράικορπς και να καθαιρέσουν τους επιτελάρχες του γερμανικού στρατού, πραγματοποίησαν μαζί τους τις πιο επαίσχυντες διαπραγματεύσεις παράδοσης που έχουν συμβεί στην ιστορία παρόμοιων αναμετρήσεων. Τους παραχωρούσαν γενική αμνηστία, αρκεί να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους! Οι «νικητές» εκλιπαρούσαν τους «ηττημένους» να πάνε στα σπίτια τους! Αντίθετα, για τους ένοπλους εργάτες του Ρουρ επεφύλασσαν για μια ακόμη φορά τον τρόμο του δημίου.

Οι πραξικοματίες της ταξιαρχίας Ερχαρντ των Φραικορπς, με τη σβάστικα στο κράνος, μοιράζουν προκηρύξειςστο Βερολίνο.
Επικεφαλής των διαπραγματεύσεων για τον αφοπλισμό των ένοπλων εργατών του Ρουρ ήταν άλλος ένας ανατέλλων αστήρ του SPD, ο Καρλ Σέβερινγκ, ο μετέπειτα υπουργός Μπάτσων και Καταστολής της γερμανικής κυβέρνησης, που έδωσε την εντολή να στηθούν μυδράλια απέναντι σε εργάτες στο Βερολίνο, την Πρωτομαγιά του 1929, επειδή τόλμησαν να πραγματοποιήσουν πορεία στους δρόμους της πόλης κατόπιν έκκλησης του KPD. Πάνω από 30 νεκροί εργάτες ήταν ο απολογισμός του φονικού τότε.
Ο Σέβερινγκ ακολούθησε αμέσως την τακτική της διάσπασης, διαχωρίζοντας τους εργάτες του Ρουρ στους «καλούς» και «παρασυρμένους» ανεξάρτητους, που εν μέρει δικαίως πήραν τα όπλα, και στους «κακούς» και «δόλιους» διασαλευτές της έννομης τάξης, τους υποστηρικτές του USPD, του KPD καθώς και τους συμβουλιακούς κομμουνιστές που είχαν επιρροές και δυνάμεις στη περιοχή.
Εν είδει τελεσίγραφου, οι σοσιαλδημοκράτες παρουσίαζαν στους εξεγερμένους εργάτες μια συμφωνία 17 σημείων, με την οποία δήθεν θα διασφάλιζαν την αμνηστία σε όσους εργάτες επέστρεφαν στην εργασία τους και εγκατέλειπαν τα όπλα. Με την εκπνοή του τελεσίγραφου, ο στρατός και τμήμα των Φράικορπς (μάλιστα τμήμα της ταξιαρχίας Ερχαρντ!) αναλάμβαναν δράση, πνίγοντας ξανά τα σοβιέτ του Ρουρ στο αίμα και όσους είχαν συμμετάσχει στην εξέγερση, «καλούς» και «κακούς», γράφοντας τα 17 σημεία εκεί που δεν πιάνει μελάνι.
Καρπός του δίχρονου επαναστατικού αγώνα ενάντια στην αστική τάξη και την προδοσία του SPD ήταν και η διάσπαση του USPD και η ένωση της πλειοψηφίας του κόμματος με το KPD, αμέσως μετά το πραξικόπημα του Καπ. Στην αγώνα της ένωσης των δύο κομμάτων πρωτεργάτης από την πλευρά του USPD ήταν ο Ερνστ Τέλμαν, ένας πρωτοπόρος εργάτης και επαναστάτης, που οδήγησε 40.000 μέλη του USPD, το 98% της κομματικής βάσης του κόμματος στο Αμβούργο, στο KPD.[3]
Στη διάρκεια του πολέμου, ο Ερνστ Τέλμαν αντιστάθηκε στο ισχυρό ρεύμα του σοσιαλσωβινισμού και της ταξικής ειρήνης και υποταγής της εργατικής αριστοκρατίας του Αμβούργου, δημιουργώντας μια μεγάλη αντιπολιτευόμενη ομάδα που επηρεαζόταν από την πολεμική του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Ο Teddy (χαϊδευτικό του Τέλμαν), στην πρώτη γραμμή του πυρός του γερμανικού μετώπου, συμμετείχε ενεργά στην προπαγάνδα ενάντια στον πόλεμο και διατηρούσε συστηματική επαφή με την αντιπολίτευση στο Αμβούργο. Το 1925, ο Ερνστ Τέλμαν θα εκλεγεί γενικός γραμματέας του KPD, καθοδηγώντας το κόμμα στο δύσκολο έργο της εξασφάλισης της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης στον αγώνα για τη δικτατορία του προλεταριάτου, το τσάκισμα του φασισμού και τη συντριβή της αστικής εξουσίας.
Η κρίση του Ρουρ
Το 1923, η γερμανική κυβέρνηση (κυβέρνηση τεχνοκρατών από διάφορα κεντρώα κόμματα) δεν μπορούσε πλέον να καταβάλλει τις επανορθώσεις με το ρυθμό που υπαγόρευε η συνθήκη των Βερσαλλιών. Η κυβέρνηση υιοθέτησε μια πολιτική επιδότησης των γερμανικών βιομηχανιών έναντι των ξένων ιμπεριαλιστών, υποτιμώντας το γερμανικό μάρκο. Την ίδια στιγμή, βέβαια, οδηγούσε το εργατικό εισόδημα στα τάρταρα. Ο γαλλικός στρατός εισέβαλε στη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ θέτοντας τη λειτουργία των βιομηχανιών υπό κατοχικό διοικητικό και οικονομικό έλεγχο, με αντάλλαγμα τη δόση των αποζημιώσεων που χρωστούσε η Γερμανία στη Γαλλία. Μια οικονομική θύελλα άρχισε να αγκαλιάζει όλη την Ευρώπη.
O επικεφαλής των σοσιαλδημοκρατικών συνδικάτων Οτο Βελς αρνήθηκε αυτή τη φορά κάθε κουβέντα για γενική απεργία ενάντια στην κυβέρνηση. Παρολαυτά, ένα κύμα απεργιών καθώς και καταλήψεων εργοστασίων άρχισε να ξεσπά ξανά σε όλη τη Γερμανία. Μέσα στην έντονη πολιτική και οικονομική κρίση, ο καγκελάριος Κούνο οδηγούνταν σε παραίτηση και ο Εμπερτ καλούσε το γενικό επιτελείο του στρατού να αναλάβει ξανά δράση.
Στη Σαξωνία, τμήμα της ηγεσίας του SPD αποφάσισε να συμμετάσχει σε κυβέρνηση ενιαίου μετώπου από κοινού με τους κομμουνιστές του KPD, σε ρήξη με την κύρια πολιτική του SPD. Η πολιτική και οικονομική κρίση που ξεσπούσε ευνοούσε τη δημιουργία μιας κυβέρνησης που δεν ήταν ακόμη δικτατορία του προλεταριάτου, αλλά μπορούσε να λάβει επαναστατικά μέτρα στις παραμονές της επανάστασης, εξοπλίζοντας την εργατική τάξη για την επικείμενη επαναστατική αναμέτρηση.[4]
Υπό την οπορτουνιστική ηγεσία των Μπάντλερ και Ταλχάϊμερ, ηγετικών στελεχών του KPD, η κυβέρνηση της Σαξωνίας δεν έλαβε κανένα επαναστατικό μέτρο ανακούφισης των εργατών, έστω με την απαλλοτρίωση των πολυπληθέστατων ογκοδών κατοικιών των πρώην αριστοκρατών, που έμεναν ερμητικά κλειστές για τους χιλιάδες άστεγους εργάτες. Στην ουσία, η κυβέρνηση αυτή δε διέφερε σε τίποτα από μια κυβέρνηση ταξικής συνδιαλλαγής και συνεργασίας ανάμεσα σε ρεφορμιστές πολιτικούς.
Μετά από αλλεπάλληλες ταλαντεύσεις, η ΚΕ του KPD όρισε ημερομηνία για ένοπλη εξέγερση των εργατών. Πιστή στην απόφαση του κόμματος έμεινε μόνο η καθοδήγηση του KPD στο Αμβούργο, που έσωσε την τιμή του KPD και της γερμανικής εργατικής τάξης. Ξημερώματα στις 23 Οκτώβρη, οι εργάτες του Αμβούργου, υπό την καθοδήγηση του Ερνστ Τέλμαν, επιτέθηκαν στα αστυνομικά τμήματα, απαλλοτρίωσαν τον οπλισμό τους και έστησαν οδοφράγματα στην πόλη [5]. Σε Σαξωνία και Θουριγγία ο στρατός αιφνιδίασε τους εργάτες, συλλαμβάνοντας τους ηγέτες τους και ανατρέποντας την κυβέρνηση του ενιαίου μετώπου. Στο Αμβούργο, επί μια μέρα και μια νύχτα οι εξεγερμένοι εργάτες αντιστάθηκαν σθεναρά στο στρατό. Στο τέλος υποχώρησαν συντεταγμένα, με ελάχιστες απώλειες συγκριτικά με τις προγενέστερες αναμετρήσεις.
Ο θρύλος του κόκκινου Αμβούργου θα στοίχειωνε για πολύ ακόμη τον ύπνο των αστών και του βασικού πολιτικού τους στηρίγματος πλέον, των σοσιαλδημοκρατών ηγετών.
Στο επόμενο: Το 6ο συνέδριο της ΚΔ, οι απεργίες του Ρουρ, η ματοβαμμένη πρωτομαγιά του 29, ο σοσιαλφασισμός εν δράσει.
Παραπομπές
[1] Μανιφέστο της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΚΔ για το σχέδιο Ντόουζ, 1.8.1924.
[2] Από τον Καπ στον Λούθερ. Στα πεντάχρονα από το τσάκισμα του πραξικοπήματος του Καπ, Ερνστ Τέλμαν.
[3] Ερνστ Τέλμαν, 50 χρόνων, Βίλχελμ Πικ, Ιούλης 1936.
[4] Ο Φασισμός, Γκιόργκι Ντιμιτρόφ, Εκδόσεις Πορεία.
[5] Τα διδάγματα της εξέγερσης του Αμβούργου, Η Κόκκινη Σημαία, Νο 245, 23.101925.