Σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, η καθεστωτική Αριστερά και ιδιαίτερα το «ανανεωτικό» ρεύμα, συνέχεια του οποίου αποτελεί κατά βάση ο ΣΥΡΙΖΑ, υποστήριζε -από άποψη αρχών, όπως έλεγε- την καθιέρωση της απλής αναλογικής ως πάγιου εκλογικού συστήματος. Θεωρούσε πολιτική κατάρα την αυτοδυναμία του ενός από τους δύο πόλους του παλιού δικομματισμού και υποστήριζε ότι η καθιέρωση της απλής αναλογικής θα αλλάξει τα πολιτικά δεδομένα, θα ανασυνθέσει το πολιτικό σκηνικό και θ’ ανοίξει το δρόμο σε συμμαχικές κυβερνήσεις προοδευτικής ή συντηρητικής κατεύθυνσης, με την Αριστερά (τον εαυτό της δηλαδή) να παίζει καταλυτικό ρόλο εντός του προοδευτικού μπλοκ, τραβώντας το προς την εφαρμογή μιας φιλολαϊκής πολιτικής. Τόμο ολόκληρο θα έφτιαχνε όποιος δοκίμαζε να συγκεντρώσει τις άπειρες αναλύσεις που έχουν δημοσιευτεί πάνω σ’ αυτό το θέμα.
Αυτή η (υποτιθέμενη) πολιτική αρχών πετάχτηκε στα σκουπίδια από τον ΣΥΡΙΖΑ σ’ αυτή την εκλογική περίοδο. Πλέον, ζητάει αυτοδυναμία, η οποία -ως γνωστόν- εξασφαλίζεται μόνο χάρη στο καλπονοθευτικό σύστημα που αποκλείει από την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση κάθε κόμμα που δε θα συγκεντρώσει το 3% και χαρίζει στο πρώτο κόμμα ένα μπόνους 50 εδρών.
Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να εφαρμόσουμε το πρόγραμμά μας, διακηρύσσει με ωμό κυνισμό ο ΣΥΡΙΖΑ. Τα περί «πολιτικού πλούτου», τον οποίο υποτίθεται ότι εξασφαλίζουν τα μικρότερα κόμματα, έχουν πεταχτεί στα σκουπίδια. Στα σκουπίδια πήγε, επίσης, και η θέση που υποστήριζε μέχρι πρόσφατα ο ΣΥΡΙΖΑ, ότι και αυτοδυναμία να έχει, θα επιδιώξει να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας. Η στρατηγική της αυτοδυναμίας ή του μεγαλύτερου δυνατού εκλογικού ποσοστού απαιτεί να συρρικνωθούν όλα τα μικρότερα κόμματα. Οχι μόνο τα δύο ΠΑΣΟΚ (Βενιζέλου και Γιωργάκη), αλλά και το Ποτάμι και οι ΑΝΕΛ (που κάποτε θεωρούνταν προνομιακοί σύμμαχοι), αλλά και ο Περισσός. Εφαρμόζονται μάλιστα διαφορετικές τακτικές ανάλογα με το κόμμα.
Δεν είναι πλέον μόνο ο Λαφαζάνης που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει περίπτωση συνεργασίας με τα δύο ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι. Το δήλωσε ο ίδιος ο Τσίπρας, αν και με λιγότερο επιθετικό ύφος (σ’ αυτές τις περιπτώσεις έχει και το ύφος τη σημασία του). Ο στόχος είναι προφανής: η καλλιέργεια της λογικής της χαμένης ψήφου σ’ ένα ταλαντευόμενο τμήμα ψηφοφόρων και η προσέλκυσή τους προς τον ΣΥΡΙΖΑ, καθόσον οι ταλαντευόμενοι ψηφοφόροι πηγαίνουν συνήθως με το ρεύμα. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ υποστήριζε ότι αυτά τα κόμματα (ιδιαίτερα το Ποτάμι) είναι εν δυνάμει κυβερνητικοί εταίροι του, θα διευκόλυνε την προεκλογική τακτική τους, επιτρέποντάς τους να κλείνουν με νόημα το μάτι στους ψηφοφόρους με την προτροπή: ψηφίστε μας για να συνεργαστούμε μετεκλογικά με τον ΣΥΡΙΖΑ σε κυβερνητικό επίπεδο.
Σε σχέση με τους ΑΝΕΛ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν λέει τίποτα, αφήνοντας τον Καμμένο να δίνει τη μάχη επιβίωσης. «Την έπεσε», όμως, με πρόστυχο τρόπο, στον Περισσό, με τη θέση ότι προσδοκά ψήφο ανοχής από την κοινοβουλευτική του ομάδα. Θέση που διατύπωσε ο Τσίπρας και αμέσως έγινε «καραμέλα» στο στόμα των στελεχών όλων των εσωκομματικών φραξιών. Δεδομένου ότι ο Περισσός δεν μετακινείται από τη θέση του ότι δεν σκοπεύει να στηρίξει μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αυτή η «επίθεση αγάπης» των συριζαίων έρχεται επίσης να ενισχύσει τη θεωρία της χαμένης ψήφου και ως προς τον Περισσό: «εμείς τους θέλουμε να συγκυβερνήσουμε ή έστω να μας δώσουν ψήφο ανοχής, αυτοί δε θέλουν με τίποτα, επομένως η ψήφος σ’ αυτούς μπορεί να στερήσει από την Αριστερά την ιστορική ευκαιρία ν’ αλλάξει την πορεία του τόπου»!
Ολ’ αυτά, πλήρως αμοραλιστικά, ακόμη και με στίγμα πολιτικής αλητείας, είναι η προεκλογική προβιά του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί μετά τις εκλογές τα πράγματα θ’ αλλάξουν. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει αυτοδυναμία, θα αναγκαστεί να συνεργαστεί με τα δύο ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι ή με κάποιο/α απ’ αυτά τα σχήματα. «Το Ποτάμι τελευταία ταυτίζεται με την κυβέρνηση Σαμαρά. Δεν καταλαβαίνω το σημείο τομής με την στρατηγική της ΝΔ», έλεγε την περασμένη Τρίτη στο ραδιόφωνο του Alpha ο Ν. Παππάς, συμπληρώνοντας με νόημα: «Αν συμφωνήσουμε ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο, μπορούμε να κάτσουμε να φτιάξουμε την εθνική γραμμή διαπραγμάτευσης». Ο ίδιος ο Τσίπρας αρνείται να δώσει σαφή απάντηση στο τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ αν δεν έχει αυτοδυναμία. Το ξεπερνά με το «θα έχουμε οπωσδήποτε αυτοδυναμία», το οποίο κάθε άλλο παρά πρωτότυπο είναι, όπως γνωρίζουμε. Πριν τις εκλογές του 2012 ο Σαμαράς ξόρκιζε κάθε πιθανότητα συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ και ξέρουμε τι ακολούθησε.
Πριν τις εκλογές ο εκβιασμός για αυτοδυναμία υπηρετείται με την απόρριψη κάθε συνεργασίας με άλλα κόμματα. Μετά τις εκλογές όλα μπαίνουν σε άλλη, «ρεαλιστική» βάση.