Νέα εμπλοκή στη δίκη για την υπόθεση του ΕΛΑ, αποτέλεσμα και αυτή της εμμονής του δικαστήριου να μη τηρεί τις στοιχειώδεις δικονομικές εγγυήσεις και να παραβιάζει τα δικαιώματα των κατηγορούμενων.
Με την έναρξη της διαδικασίας, ο διορισμένος συνήγορος Γ. Μπουμπάρης υπέβαλε, όπως είχε προαναγγείλει, αίτημα αναβολής της δίκης, προκειμένου να μπορέσει να παρευρεθεί ο ασθενής Κ. Αγαπίου και να ασκήσει τα δικαιώματά του. Η επιχειρηματολογία ήταν σαφέστατη και απόλυτα συγκροτημένη: ο Αγαπίου ουδέποτε δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να παρευρεθεί στη δίκη. Αντίθετα, η συμμετοχή του στη δίκη υπήρξε πάντοτε ανελιπής και ιδιαίτερα έντονη, όπως αποδεικνύεται από τα πρακτικά των δυο προηγούμενων δικών. Είναι, λοιπόν δικαίωμά του να είναι παρών και να εκφράσει τη βούλησή του ως προς το διορισμό συνηγόρων από το δικαστήριο, μετά την παραίτηση του συνηγόρου της δικής του επιλογής Ν. Δαμασκόπουλου. Με το αίτημα αυτό συντάχθηκε και ο δεύτερος από τους διορισμένους συνηγόρους.
Αγνοώντας το αυτονόητο και επιχειρώντας μια εντελώς αυθαίρετη προσέγγιση, ο εισαγγελέας της έδρας πρότεινε τη συνέχιση της δίκης. Διότι, όπως είπε, η σοβαρότητα της νόσου είναι τέτοια που δεν καθιστά δυνατή σε ορατά προβλέψιμο χρόνο την ίαση. Επιπλέον, πάντα κατά την άποψη του εισαγγελέα, ο ίδιος ο κατηγορούμενος δεν δηλώνει ότι επιθυμεί να εμφανιστεί! Θα μπορούσε να στείλει κάποια αίτηση και να το ζητήσει! «Δεν έχω να προσθέσω τίποτα», ήταν η τοποθέτηση του αναπληρωτή εισαγγελέα.
Ακολούθησε ένα μπαράζ τοποθετήσεων από τους συνηγόρους των άλλων κατηγορούμενων, αφού πρώτα ο διορισμένος συνήγορος παρατήρησε ότι ο ίδιος δεν έχει έρθει μεν σε επαφή με τον Κ. Αγαπίου, αλλά έχει συλλέξει στοιχεία και εικάζει με βεβαιότητα ότι ο ίδιος επιθυμεί να είναι παρών στη δίκη, όπως ήταν και στις δύο προηγούμενες. Αλλά και να μην το ήθελε ο Αγαπίου, έχει δικαίωμα να το ζητήσει ο ίδιος ως συνήγορος.
Η Μ. Δαλιάνη σημείωσε ότι είναι απαραίτητη η αυτοπρόσωπη παρουσία του Κ. Αγαπίου για να υπάρχουν στοιχειωδώς οι προϋποθέσεις μιας δίκαιης δίκης. Ο Αγαπίου δεν αποχώρησε, η δε απουσία του συνέβη πριν την παραίτηση του συνηγόρου του. Είναι υπαρκτό πρόσωπο και δεν μπορούμε να τον αγνοήσουμε. Η μόνη λύση είναι η αναβολή της δίκης μέχρι να επανέλθει ο Κ. Αγαπίου. Ο Μ. Καλογήρου θύμισε ότι στη δεύτερη δίκη ο Κ. Αγαπίου δεν διόρισε συνήγορο και ουδέποτε αποδέχτηκε αυτούς που του διόρισε το δικαστήριο, όμως ο ίδιος δεν έχασε ούτε μια συνεδρίαση και είχε συνεχή συμμετοχή, με ερωτήσεις στους μάρτυρες, σχολιασμούς και δηλώσεις, όπως και προτάσεις για κλήτευση μαρτύρων. Αν γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία του εισαγγελέα, είναι σαν να ορίζουμε και όριο θανάτου. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να υποδηλώνει αποχώρηση του Κ. Αγαπίου, ούτε δήλωσή του ότι δεν επιθυμεί την αναβολή της δίκης, είπε ο Α. Κωνσταντάκης. Ο συνήγορός του παραιτήθηκε όχι για την ασθένεια του εντολέα του, αλλά επειδή θεώρησε ότι υπάρχει προειλημμένη απόφαση. Επομένως, έχουμε έναν κατηγορούμενο που ασθένησε και δεδομένη τη βούλησή του να είναι παρών. Ο εισαγγελέας δεν είναι γιατρός για να ξέρει αν μπορεί να έρθει ο Αγαπίου και πότε. Δύο λύσεις υπάρχουν: ή να σταλεί ιατροδικαστής να εξετάσει τον Κ. Αγαπίου και να ενημερώσει το δικαστήριο ή να αναβληθεί άμεσα η δίκη.
Μετά από διάλειμμα περίπου μιας ώρας (μισή ώρα είχε ανακοινώσει η πρόεδρος), ανακοινώθηκε ότι το δικαστήριο αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα της αναβολής, διότι το μόνο στοιχείο που έχει στη διάθεσή του είναι ένα ιατρικό πιστοποιητικό του «Ερρίκος Ντυνάν», σύμφωνα με το οποίο ο Κ. Αγαπίου τουλάχιστον για έξι μήνες δεν θα μπορεί να παραστεί στη δίκη. Νεότερο πιστοποιητικό δεν υπάρχει.
Πρόκειται, πραγματικά, για μια εκπληκτική αιτιολογία, που αντιστρέφει τα πράγματα. Το πιστοποιητικό του «Ντυνάν» μόνο σε μια απόφαση θα έπρεπε να οδηγήσει: αναβολή της δίκης τουλάχιστον για ένα πεντάμηνο (ο ένας μήνας από την έκδοσή του έχει περάσει) και επανεξέταση των νέων δεδομένων. Οπως ακριβώς είχε γίνει στην αρχή της δίκης με την ασθένεια του Α. Κωνσταντάκη και στη συνέχεια με την ασθέναια ενός από τους τακτικούς δικαστές. Μάλιστα, στη δεύτερη περίπτωση η απόφαση ήταν κατά πλειοψηφία (4-1). Η πρόεδρος είχε την άποψη ότι ο δικαστής έπρεπε να αντικατασταθεί από αναπληρωματικό, οι συνήγοροι πρότειναν την αναβολή της δίκης μέχρι να συμπληρωθεί το χρονικό διάστημα που έγραφε το ιατρικό πιστοποιητικό και αυτό αποφάσισε η πλειοψηφία. Γιατί στην περίπτωση της ασθένειας του Κ. Αγαπίου εφαρμόζονται άλλα; Γιατί δυο μέτρα και δυο σταθμά;
Αμέσως μετά την ανακοίνωση της απόφασης και ενώ η πρόεδρος ζητούσε να αναγνωστούν οι καταθέσεις των Ντε Μαρσέλους, ο Α. Κωνσταντάκης ζήτησε μια πεντάλεπτη διακοπή προκειμένου να συνεννοηθούν οι συνήγοροι. Μετά τη μικρή διακοπή, υπέβαλε αίτημα εκ μέρους όλων των παριστάμενων συνηγόρων για διήμερη διακοπή, προκειμένου να αποφασίσουν όλοι μαζί πώς θα συνεχίσουν, αν θα συνεχίσουν, δεδομένου ότι εκείνη τη στιγμή απουσίαζαν η Αλ. Ζορμπαλά και ο Δ. Τσοβόλας. Κι ενώ θα περίμενε κανείς το απλό αυτό αίτημα να γίνει δεκτό, ειδικά μετά τη 15ήμερη διακοπή που είχε προηγηθεί, λόγω προσωπικού κωλύματος της προέδρου, η πρόεδρος σε έντονο ύφος προσπάθησε να διακόψει τη διαδικασία μόνο για δυο ώρες (!!!) και στη συνέχεια, σε συνεννόηση με τον εισαγγελέα, διέκοψε για την επομένη το πρωί.
Μιλάμε, δηλαδή, για «καψωνάρισμα» των συνηγόρων, που συνοδεύτηκε από μια φραστικά βίαιη επίθεση της προέδρου και του αναπληρωτή εισαγγελέα. «Εκβιασμούς το δικαστήριο δεν δέχεται», είπε αρχικά η πρόεδρος απευθυνόμενη στον Α. Κωνσταντάκη και στους άλλους συνηγόρους, για να πάρει το λόγο ο αναπληρωτής εισαγγελέας που έβγαλε ένα λογύδριο σε έντονο ύφος, δηλώνοντας ότι «το δικαστήριο ούτε απειλείται ούτε εκβιάζεται». Ο κ. Κωνσταντάκης –είπε– μίλησε για προειλημμένη απόφαση. Αυτό το θεωρώ υβριστική συμπεριφορά. Τι κάνει ο κ. Κωνσταντάκης; Απειλεί το δικαστήριο!!!
Σε ιδιαίτερα έντονο ύφος ο Α. Κωνσταντάκης απάντησε ότι η άσκηση δικαιώματος δεν συνιστά ποτέ απειλή. Το τι θα κάνω εγώ είναι δικό μου δικαίωμα και θα το πω όταν κρίνω εγώ. Θύμισε ότι ο ίδιος δεν μίλησε για προειλημμένη απόφαση, αλλά αναφέρθηκε στη δήλωση που γραπτώς κατέθεσε ο Ν. Δαμασκόπουλος όταν αποχώρησε και κατέληξε απευθυνόμενος προς τον αναπληρωτή εισαγγελέα: «Αυτά τα περί απειλών αλλού». Κι ενώ ο αναπληρωτής εισαγγελέας απαντούσε στο ίδιο ύφος «το αλλού όχι σε μένα», η πρόεδρος κήρυσσε βιαστικά τη λήξη της συνεδρίασης.