Δεύτερος μάρτυρας υπεράσπισης του Χρ. Τσιγαρίδα ο Νίκος Γιαννόπουλος. Μάρτυρας πολιτικός κι αυτός, όπως και οι υπόλοιποι που πρότεινε ο Τσιγαρίδας. Αναμενόμενο και το μικρό σόου Κανά πριν την έναρξη της κατάθεσης Γιαννόπουλου, με την ανάγνωση για πολλοστή φορά της ίδιας υβριστικής για το κίνημα αλληλεγγύης δήλωσης, σε μια ακόμα βερσιόν. Για να ‘χουν κάτι να αναπαράγουν οι γνωστοί «φίλαθλοι» και να χαίρονται. Μετά την ανάγνωση της δήλωσης ο Κανάς αποχώρησε και η συνεδρίαση συνεχίστηκε κανονικά.
Ο Ν. Γιαννόπουλος ζήτησε καταρχάς να κάνει μια σύντομη δήλωση για τον Κανά. Θεωρώ –είπε- ότι ο κ. Κανάς διώκεται άδικα και καταδικάστηκε άδικα. Αυτό είπαμε και σ’ αυτό επιμένουμε και το Δίκτυο και οι Κινήσεις Αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους. Δεν θα του αποδώσουμε κανέναν άλλο ρόλο.
Αρχίζοντας την κατάθεσή του ο μάρτυρας αναφέρθηκε στη γνωριμία του με τον Χρ. Τσιγαρίδα στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, ως νεαρός φοιτητής αυτός τότε, αρχικά σε μια κινητοποίηση στο χώρο της υγείας και αργότερα σε μια κινητοποίηση στο εργοτάξιο της πανεπιστημιούπολης στου Ζωγράφου, όπου για πρώτη φορά τον άκουσε να μιλά για μια σειρά ζητήματα. Τον έβλεπε και στη συνέχεια σε κινητοποιήσεις, όπως αυτή που ακολούθησε το θάνατο του Σιδέρη Ισιδωρόπουλου. Δεν γνώριζε ότι ήταν μέλος του ΕΛΑ, καταλάβαινε όμως ότι ήταν ένας άνθρωπος πολιτικά συγκροτημένος, ευαίσθητος κοινωνικά και ατομικά, που τιμάει την Αριστερά και εκείνο το κομμάτι της Αριστεράς στο οποίο συμμετείχε ο Τσιγαρίδας.
Επόμενο κεφάλαιο στην τοποθέτηση Γιαννόπουλου οι συνθήκες της μεταπολίτευσης, τότε που άνθισε η ιδέα ότι αυτός ο κόσμος μπορεί ν’ αλλάξει, με τα πολλά λουλούδια ενός κινήματος, στο οποίο δημιουργήθηκαν και οι οργανώσεις αντάρτικου πόλεων, με τη δική τους ποικιλομορφία.
Ο ΕΛΑ –κατά τον μάρτυρα- ήταν μια οργάνωση που δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα του αντιδικτατορικού αγώνα, που δεν δικαιώθηκε από τη μεταπολίτευση ως προς το σοσιαλιστικό αίτημα, ως αποτέλεσμα των μηνυμάτων του Μάη του ’68 και ως αποτέλεσμα μιας «τουπαμαρίστικης» αντίληψης.
Αναφέρθηκε στους τομείς δράσης του ΕΛΑ, όπως η πρωτοπόρα παρέμβαση στα μαζικά κινήματα, η Αντιπληροφόρηση και οι βίαιες δυναμικές ενέργειες. Τη δράση αυτή μπορούσε να τον κάνει και ένας άνθρωπος που δεν ήταν ειδικά εκπαιδευμένος. Οι ενέργειές του ήταν πιο χαμηλής έντασης αλλά πολύ περισσότερες και λειτουργούσαν με έναν αρκετά αυτόνομο τρόπο. Υπήρχαν και άλλες διαφορές με τη δράση άλλων οργανώσεων. Για παράδειγμα, ο ΕΛΑ έβγαζε προκηρύξεις και τις μοίραζε σε αρκετούς χώρους. Δούλευε με έναν τρόπο που θύμιζε την ιταλική «αυτονομία».
Ο Χρ. Τσιγαρίδας –είπε ο Ν. Γιαννόπουλος- στο κλίμα του 2002-3, πήρε την πολιτική ευθύνη της δικής του συμμετοχής στον ΕΛΑ. Ηταν μια επιλογή πολιτικά, ηθικά, αξιακά και αξιέπαινη και ορθή. Πολιτική συμμετοχή σε γενικές γραμμές σημαίνει να συμφωνείς με τη γραμμή μιας οργάνωσης και να στηρίζεις πολιτικά τη δράση αυτού του χώρου. Αυτό που αντιστοιχεί στον Χρ. Τσιγαρίδα είναι αυτό που έχει πει ο ίδιος για τη συμμετοχή του στον ΕΛΑ.
Ο μάρτυρας χαρακτήρισε σκάνδαλο την καταδικαστική απόφαση για τον Χρ. Τσιγαρίδα με βάση τη λογική της συλλογικής ευθύνης και αίσχος την ίδια απόφαση για τους άλλους κατηγορούμενους. Αναφέρθηκε στο περιεχόμενο του βουλεύματος με βάση το οποίο γίνεται αυτή η δίκη. Μίλησε για τον Μ. Κασίμη και αναλυτικότερα για τον Γ. Σερίφη και τις συνεχείς διώξεις, ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί στον παραλογισμό του χαρακτηρισμού των κτιρίων στα οποία έγιναν οι εκρήξεις ως εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας, που είχε σαν στόχο να μη θεωρηθούν παραγεγραμμένα τα συγκεκριμένα αδικήματα.
Οι ερωτήσεις του προέδρου, περιλαμβάνοντας αναπτυγμένους συλλογισμούς, κατέτειναν εμμέσως στην υπεράσπιση της συλλογικής ευθύνης. Με ένα διαχωρισμό ανάμεσα στη συλλογική ευθύνη που παρασύρει τα μέλη μιας οικογένειας ή μιας κοινωνικής ομάδας, την οποία χαρακτήρισε απαράδεκτη, και στη συλλογική ευθύνη που αφορά τα μέλη μιας οργάνωσης που ενώθηκαν για να έχουν μια συγκεκριμένη δράση. Ο Ν. Γιαννόπουλος απάντησε αναλυτικά και σωστά, φέρνοντας παραδείγματα από τις μετεμφυλιακές διώξεις σε βάρος των κομμουνιστών.
Παρενέβη και ο Χρ. Τσιγαρίδας για να θυμίσει στον πρόεδρο ότι στην τελευταία γενική συνέλευση της Ενωσης Δικαστών ακούστηκαν φωνές ενάντια στη συλλογική ευθύνη, ενώ όταν πρόκειται για τους κατηγορούμενους αυτό θεωρείται λογικό.
«Δεν είναι έτσι, κ. Τσιγαρίδα –απάντησε ο πρόεδρος- για μας λένε ότι είναι μεγάλο ποσοστό οι διεφθαρμένοι».
Ο εισαγγελέας με τις ερωτήσεις του προσπαθούσε να αμφισβητήσει την έννοια της αυτονομίας στο μοντέλο λειτουργίας του ΕΛΑ, αποκαλύπτοντας μια απίστευτη άγνοια στοιχειωδών εννοιών, πράγμα καθόλου παράξενο για έναν άνθρωπο που προφανώς δεν είχε καμιά επαφή με τα κινήματα της Αριστεράς. Ομως, στη δικογραφία υπάρχουν τα «Χημικά Λιπάσματα» και άλλα ιδεολογικοπολιτικά κείμενα του ΕΛΑ, και θα περίμενε κανείς οι δικαστές, αφού έχουν σκοπό να υπεισέλθουν σε τέτοια ζητήματα, να μπουν στον κόπο να τα διαβάσουν.
Η εφέτης Μ. Χυτήρογλου υπήρξε απόλυτα συγκεκριμένα και εύστοχη. Και σε ερωτήσεις που ζητούσαν διευκρινίσεις για το πώς αναπτυσσόταν η δράση του ΕΛΑ στο μαζικό κίνημα και στο ζήτημα της συλλογικής ευθύνης, βάζοντας τον προβληματισμό ότι η συμμετοχή κάποιου στον ΕΛΑ δεν σημαίνει ενθάρρυνση των υπόλοιπων να διαπράξουν αδικήματα, δεδομένου ότι όλα τα μέλη του ΕΛΑ δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους και ειδικά ο Τσιγαρίδας –όπως ο ίδιος δηλώνει- ήταν γνωστός μόνο σε ελάχιστους. Με την παρατήρησή της αυτή αμφισβήτησε ευθέως την «ψυχική συνδρομή», που εφευρέθηκε από το προηγούμενο δικαστήριο, προκειμένου να επιτευχθούν καταδίκες σε εξοντωτικές ποινές.
Ο εφέτης Λ. Ντούλης έκανε κρίσιμες ερωτήσεις πρακτικού περιεχόμενου, όπως για παράδειγμα αν εκείνοι που δούλευαν τους πολυγράφους του ΕΛΑ άφηναν τα αποτυπώματά τους στις προκηρύξεις, αν ζευγάρια συζύγων μπορούσαν να συμμετέχουν σε μια οργάνωση σαν τον ΕΛΑ, αν χρειάζονταν ειδικές γνώσεις για να κατασκευαστεί μια βόμβα, αν τα ρολόγια έπρεπε να είναι υποχρεωτικά ρωσικά κ.λπ. Οι απαντήσεις του μάρτυρα ήταν σαφέστατες σε όλα τα ερωτήματα.
Ερωτήσεις στον Ν. Γιαννόπουλο υπέβαλε και ο Κ. Αγαπίου, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον μάρτυρα να αναφερθεί στη σκευωρία που στήθηκε ενάντια στον Αγαπίου και στη συγκυρία που επέτρεψε να υλοποιηθεί αυτή η σκευωρία, η οποία εκκολαπτόταν επί χρόνια, όπως και να αξιολογήσει πράγματα που εμφανίστηκαν ως «τεκμήρια ενοχής», όπως οι περιβόητες προκηρύξεις.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Χρ. Τσιγαρίδα, ο Ν. Γιαννόπουλος είχε την ευκαιρία να εξηγήσει αναλυτικά γιατί η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για τη συμμετοχή στον ΕΛΑ δεν μπορεί να λειτουργεί επιβαρυντικά για τους άλλους κατηγορούμενους που δεν έχουν καμιά σχέση με τον ΕΛΑ.
Τελευταίος στη σειρά από τους μάρτυρες υπεράσπισης του Χρ. Τσιγαρίδας ήταν ο Πέτρος Γιώτης, ο οποίος έγινε δεκτός με το… αναμενόμενο σόου Κανά, ο οποίος διάβασε ένα «ειδικό» υβρεολόγιο (περιλαμβάνοντας και τον Γεράσιμο Λιόντο (!), προκαλώντας ειρωνικά μειδιάματα στους δικαστές. Αυτή τη φορά, όμως, υπήρχε κόσμος στο ακροατήριο, που ξέσπασε σε ηχηρά γέλια και ειρωνικά χειροκροτήματα, ενώ κάποιοι ακούστηκαν να φωνάζουν «γεια σου βλαχοδήμαρχε».
Η Αλέκα Ζορμπαλά, φανερά οργισμένη, έκανε μια δήλωση καταδίκης της συμπεριφοράς του Κανά έναντι των μαρτύρων υπεράσπισης, ενώ πρόεδρος και εισαγγελέας χαρακτήρισαν τη συμπεριφορά Κανά απαράδεκτη.
Ο Π. Γιώτης, ψύχραιμος και χαμογελαστός είπε πως αν ήταν χριστιανός θα έλεγε για τον Κανά πως «μωραίνει Κύριος ον βούλεται απωλέσαι». Επειδή είναι άθεος, περιορίζεται να θυμίσει μια παλιά κινέζικη παροιμία που λέει ότι «όταν το δάχτυλο έδειχνε το φεγγάρι, ο ηλίθιος κοίταζε το δάχτυλο». Και ξεκίνησε την κατάθεσή του.
Αρχικά, ο Π. Γιώτης εξήγησε τους λόγους που τον έφεραν μάρτυρα υπεράσπισης του Χρ. Τσιγαρίδα, που είναι βασικά τρεις.
Πρώτο, το κλίμα τρομοϋστρερίας και τρομολαγνείας και η έξαρση της κρατικής τρομοκρατίας, που ακολούθησαν την έκρηξη στα χέρια του Σάββα Ξηρού το καλοκαίρι του 2002, που τον εξόργισαν ως πολίτη και ως κομμουνιστή.
Δεύτερο, η προσπάθεια που καταβλήθηκε, μέσα σ’ εκείνο το κλίμα, να ξαναγραφεί η Ιστορία των τελευταίων 30 χρόνων, με τον τρόπο που ήθελαν οι διωκτικοί μηχανισμοί και οι υπερατλαντικοί πάτρονές τους, αποπολιτικοποιώντας πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα και απαξιώνοντας ένα ολόκληρο πολιτικό ρεύμα, όπως ήταν αυτό που άσκησε πολιτική βία όποιας μορφής, έκτασης και έντασης.
Τρίτο, η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης από τον Χρ. Τσιγαρίδα, που ήταν ο δεύτερος μετά τον Δ. Κουφοντίνα, που όρθωσε ανάστημα στην προσπάθεια απαξίωσης όχι μόνο των ένοπλων οργανώσεων αλλά συνολικά της επαναστατικής Αριστεράς.
Ξεκινώντας από το τελευταίο, ο μάρτυρας αναφέρθηκε στην προσωπικότητα του Χρ. Τσιγαρίδα επιμένοντας ιδιαίτερα στο τι νοηματοδότησε η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης και σε ποια παράδοση αυτή πατάει. Την καλύτερη παράδοση του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, αλλά και στην εμπειρία των ευρωπαϊκών κινημάτων πολιτικής βίας. Για να περάσει στη συνέχεια σε μια σύντομη ανάλυση των συνθηκών της μεταπολίτευσης, των μεγάλων πολιτικών ζυμώσεων και ανακατατάξεων, του κοινωνικού ριζοσπαστισμού και των ταξικών συγκρούσεων.
Σ’ αυτό το πλαίσιο τοποθέτησε την ίδρυση του ΕΛΑ και αναφέρθηκε αναλυτικά στους τέσσερις άξονες δράσης του: συμμετοχή στο μαζικό εργατικό και λαϊκό κίνημα – προπαγάνδιση και αντιπληροφόρηση – προετοιμασία κοινωνικών συγκρούσεων – βίαιες δυναμικές ενέργειες ένοπλου χαρακτήρα.
Αναφέρθηκε ακόμα στο μοντέλο της πολιτικής αυτονομίας, που υιοθέτησε ο ΕΛΑ (απορρίπτοντας το λενινιστικό-τριτοδιεθνιστικό μοντέλο του κόμματος νέου τύπου) και στο τι αυτό σήμαινε, πώς μπορούσε να εφαρμοστεί.
Οι πρώτες ερωτήσεις από την έδρα αφορούσαν ζητήματα, όπως αν υπήρχε σχέση προτροπής προς τα μέλη του ΕΛΑ για να κάνουν τις ενέργειες, αν υπήρχε ηγετικός πυρήνας κ.λπ. Οι απαντήσεις ήταν επαρκείς και συγκεκριμένες. Η κατάθεση Γιώτη θα συνεχιστεί και για δεύτερη μέρα.