Η δίκη συνεχίστηκε με μάρτυρες υπεράσπισης του Α. Κανά.
Ο 75χρονος Λάμπρος Σγουρομύτης ήταν φυτωριούχος στην περιοχή του Κορωπίου και κατέθεσε ότι το 1985-90 γνώρισε τον Κανά, ο οποίος επί σειρά ετών έκανε τις ηλεκτρολογικές εργασίες σε μεγάλο κτίριο που κατασκευαζόταν απέναντι από το φυτώριό του. Αναφέρθηκε στην εργατικότητά του, στη συνεχή παρουσία του στην οικοδομή και στην κοινωνικότητά του, στην καλή συμπεριφορά του προς τους εργάτες που απασχολούσε στο συνεργείο του κ.λπ.
Μετά την κατάθεση του πρώτου μάρτυρα, ο Κ. Αγαπίου παρατήρησε πως δεν παρίστανται οι (διορισμένοι) συνήγοροί του και ο πρόεδρος έκανε διάλειμμα, μέχρι να προσέλθει κάποιος από τους τρεις. Με την επανέναρξη της διαδικασίας και αφού στο μεταξύ είχε προσέλθει ο Α. Βαρουτσής, ο Αγαπίου διευκρίνισε ότι ζήτησε τη διακοπή για να τηρηθεί η δικονομική τάξη και να μην υπάρξει καμιά ακυρότητα της διαδικασίας και ο πρόεδρος παρατήρησε –όχι ειρωνικά, όπως διευκρίνισε- ότι το γεγονός αυτό προξενεί μεγάλη χαρά στο δικαστήριο, γιατί δείχνει ότι και ο κ. Αγαπίου ενσωματώνεται στη διαδικασία.
Η Μοσχούλα Σάρδη, εξαδέλφη του Κανά, αναφέρθηκε στην προσωπικότητά του, τις κοινωνικές σχέσεις, τη συμπεριφορά του, ενώ αναφέρθηκε εκτενώς στη σχέση του με την Κυριακίδου και τις συκοφαντίες που αυτή εξαπέλυσε.
Στάθηκε ιδιαίτερα στις κατηγορίες της Κυριακίδου περί αθεΐας του Κανά, που την εξόργισαν, γιατί η ίδια ήξερε ότι ο Κανάς είχε καλές σχέσεις με την Εκκλησία και εκκλησιαζόταν όπως όλοι οι άλλοι κάτοικοι της Κιμώλου.
Αναφέρθηκε στην αρρωστημένη συμπεριφορά της Κυριακίδου, που την οδήγησε στη συνεργασία με τις διωκτικές αρχές προκειμένου να ενοχοποιηθεί ο Κανάς.
Ο Παναγιώτης Μπιλίνης, Κιμωλιάτης, αναφέρθηκε στη γνωριμία του με τον Κανά γύρω στα 1994-95, περιγράφοντας έναν κανονικό άνθρωπο που έκανε μια τυπική ζωή, ως ηλεκτρολόγος εγκαταστάτης, στον οποίο και ο μάρτυρας είχε κάνει μερικά μεροκάματα σε περιόδους που ήταν άνεργος. Περιέγραψε δυο περιστατικά στα οποία ο ίδιος είδε την Κυριακίδου να επιτίθεται με τον πιο χυδαία και υβριστικό τρόπο στον Κανά, απειλώντας τον ότι θα τον στείλει φυλακή. Και τα δυο περιστατικά έγιναν σε εκδηλώσεις Κιμωλιατών στην Αθήνα και τον Πειραιά. Κατά την εκτίμηση του μάρτυρα, η συγκυρία των Ολυμπιακών Αγώνων οδήγησε στο στήσιμο της σκευωρίας και η Κυριακίδου χρησιμοποιήθηκε ως όργανο, λόγω του μίσους της κατά του Κανά.
Η Ελένη Βεντούρη, σύζυγος του Α. Κανά, αναφέρθηκε στο άγριο κυνηγητό του από την Κυριακίδου, γεγονός που τον ανάγκασε να νοικιάζει σπίτια με ξένο όνομα, για να γλιτώσει από το κυνηγητό της. Η ίδια πήγαινε στην Πάτμου, όταν είχε δημιουργήσει σχέση με τον Κανά και γύρω στο 1989-90 διαπίστωσαν ότι η Κυριακίδου είχε ανακαλύψει το σπίτι. Γι’ αυτό και ο Κανάς άφησε την Πάτμου και μαζί νοίκιασαν το μικρό διαμέρισμα στην Αμορίου (η ίδια έμενε τότε στον Πειραιά).
Οταν γεννήθηκε το παιδί τους, το 1993, επισημοποίησαν το δεσμό τους και κατοικούσαν στο σπίτι της Βεντούρη στον Πειραιά, ενώ αργότερα, όταν βγήκε το διαζύγιο του Κανά με την Κυριακίδου (1996-97) παντρεύτηκαν. Η Ε. Βεντούρη αναφέρθηκε ακόμα στα όσα η ίδια υπέφερε από την Κυριακίδου, που όχι μόνο την έπαιρνε από πίσω στο δρόμο και την έβριζε, αλλά εισέβαλε ακόμα και στο πατρικό της σπίτι και έβριζε τη μητέρα της (την αποκαλούσε «τσατσά»). Γι’ αυτό και κάποια στιγμή αναγκάστηκε να της κάνει μήνυση. Ακόμα και σήμερα αναγκάζεται να πηγαίνει το παιδί η ίδια στο σχολείο, μη τυχόν και του επιτεθεί η Κυριακίδου.
Απαντώντας σε ερώτηση της εφέτη Μ. Χυτήρογλου, η Βεντούρη αναφέρθηκε στην επίσκεψή της στο ΑΤ Κολωνού, όπου την κάλεσε ο Πουλλακίδας. Στη διάρκεια της επίσκεψής της στο Τμήμα και ενώ ο Πουλλακίδας δεν της έδειχνε εισαγγελική παραγγελία, τηλεφώνησε η Κυριακίδου και φώναζε και ενώ ο Πουλλακίδας στην αρχή την αποκαλούσε «κυρία Κυριακίδου», στο τέλος, εκνευρισμένος από τις φωνές της, της είπε «άντε άσε μας μωρή Σοφία, καλά έκανε η γυναίκα και ήρθε».
Η εφέτης επέμενε να της πει η Βεντούρη για τον Πουλλακίδα. Ετσι, η μάρτυρας ανέφερε πως πήγε η ίδια και έκανε αίτηση στο σχολείο για να της δώσουν κατάσταση των μαθητών του εν λόγω σχολείου, αλλά όταν πήγε να πάρει την απάντηση της είπαν πως χρειάζεται εισαγγελική παραγγελία. Πήγε στον εισαγγελέα ο οποίος της είπε ότι δεν έχει έννομο συμφέρον. Ξαναπήγε με δικηγόρο και υπέβαλε αίτηση επισυνάπτοντας την κατάθεση Πουλλακίδα στον ανακριτή. Η αίτηση απορρίφθηκε με επίκληση του νόμου για τα προσωπικά δεδομένα.
Η κ. Χυτήρογλου επέμεινε ιδιαίτερα σ’ αυτό το ζήτημα (ζήτησε μάλιστα από την Βεντούρη την αίτηση προς τον εισαγγελέα και τη διάβασε η ίδια στο δικαστήριο, μαζί με την απορριπτική απόφαση του εισαγγελέα), όπως και στα όσα κατέθεσε η Βεντούρη για τη σχέση της Κυριακίδου με τον Αμοιρίδη.
Ο Εμμανουήλ Κανάς, ανηψιός του Αγγελέτου από αδελφό, κατέθεσε ότι μίλησε με την Πολυξένη, κόρη του Κανά και της Κυριακίδου, η οποία του είπε ότι ξέρει την αλήθεια, αλλά αν θα την κατέθετε στο δικαστήριο θα καταδίκαζε τη μητέρα της για ψευδορκία και δεν το θέλει. Κατέθεσε, επίσης, ότι το καλοκαίρι του 2000 άκουσε στην Κίμωλο την Κυριακίδου να λέει στον Κανά ότι τώρα έχει βρει τον τρόπο και θα τον χώσει στη φυλακή, κατηγορώντας τον ότι είναι στη 17Ν.
Ο εισαγγελέας της έδρας πρότεινε να ζητηθεί από το δικαστήριο ο κατάλογος των μαθητών του 8ου εσπερινού Λυκείου, για να διαπιστωθεί αν ήταν συμμαθητές οι Κυριακίδου, Πουλλακίδας και Αμοιρίδης και το δικαστήριο επιφυλάχτηκε να αποφασίσει.