Από τους μάρτυρες που κλήθηκαν από το δικαστήριο, κατόπιν αιτημάτων των Αγαπίου και Κανά, παρόντες ήταν οι Νηστικάκης, Μπόση, Γκότσης, Παπαγρηγοράκη και Λογοθέτη και απών ο Πουλλακίδας (για ευνόητους λόγους).
Ο πρώην υπαρχηγός της ΕΛΑΣ Μ. Νηστικάκης δεν φώτισε για τίποτα το δικαστήριο, όπως είχε γίνει και με το προηγούμενο. Αναφέρθηκε στη σύλληψη του αξιωματούχου της Στάζι, Χέλμουτ Βόιτ, ο οποίος του αποκάλυψε ότι στα αρχεία της ανατολικογερμανικής μυστικής υπηρεσίας υπήρχαν δυο φάκελοι, για 17Ν και ΕΛΑ, αλλά δεν του είπε τίποτα για οποιαδήποτε ενέργεια στην Ελλάδα, ούτε του ανέφερε κάποιο όνομα, ενώ αντίθετα του ανέφερε ενέργειες στη Γαλλία και άλλες χώρες. Ανθρωποι της ασφάλειας που πήγαν τον Αύγουστο του 1993 στο Βισμπάντεν, είδαν τους φακέλους, πήραν κάποια στοιχεία, αλλά παρενέβη ο εισαγγελέας Μέλιν και απαγόρευσε να πάρουν έγγραφα από τους φακέλους.
Ο Νηστικάκης αναφέρθηκε στις δηλώσεις Παπαθεμελή, ότι οι γερμανικές αρχές έστειλαν κάποια στοιχεία, όμως ο ίδιος δεν έχει καμιά συγκεκριμένη γνώση, ούτε έχει κρατήσει αρχείο των σημειώσεων που πήρε. Σημείωσε, μάλιστα, ότι όλα τα στοιχεία δεν είναι επίσημα, δεν τα πήραν οι ίδιοι από κάποιο αρχείο. Αν εστάλησαν στοιχεία αργότερα, θα πρέπει να υπάρχουν παραστατικά έγγραφα της αποστολής και παραλαβής.
Μολονότι ο Νηστικάκης ήταν σαφής ως προς αυτό, ήταν δηλαδή φανερή η πρόθεσή του να μείνει σε αυστηρά δικονομικά πλαίσια, ο πρόεδρος τον πίεζε να πει τι θυμάται, τι μπορεί να πει κ.λπ., πλην όμως ο πρώην αρχιασφαλίτης έμεινε σταθερός στη στάση του και δεν είπε τίποτα συγκεκριμένο. Στην πίεση του προέδρου, που του υπαγόρευε ονόματα, θυμήθηκε τα ονόματα Φιλίπ, Παπασαράντης, Αντριου και Τζορτζ, επιμένοντας ότι αυτά ήταν όλα προς έρευνα από την υπηρεσία του, ο ίδιος όμως δεν γνωρίζει τίποτα, γιατί λίγο μετά αποστρατεύθηκε. Για σύνδεση των ψευδωνύμων με υπαρκτά πρόσωπα ο ίδιος δεν έχει καμιά γνώση. Υπήρξε και πάλι σαφής, όμως, σε ένα σημαντικό πολιτικό ζήτημα: η Στάζι ήταν μια μεγάλη υπηρεσία και παρακολουθούσε τη δράση των ένοπλων οργανώσεων. Στοιχεία για συνεργασία της Στάζι με τις ελληνικές οργανώσεις αυτός δεν είδε. Μόνο αντίγραφα προκηρύξεων και εκθέσεις με εκτιμήσεις της υπηρεσίας για τη δράση των οργανώσεων. Γνωρίζει μόνο για τη σχέση της Στάζι με την οργάνωση του Κάρλος και αυτό από όσα του είπαν οι Γερμανοί της ΒΚΑ. Ερωτώμενος από τον πρόεδρο, απάντησε ότι είχαν κανονίσει να φέρουν στην Ελλάδα τους συνεργαζόμενους με τις ελβετικές αρχές Ολιβιέ και Μπέρτα ντε Μαρσέλους, αλλά αυτό δεν έγινε όσο ήταν αυτός στην ΕΛΑΣ. Ο ίδιος ήταν κατηγορηματικός, ότι δεν γνωρίζει τίποτα για σύνδεση του ψευδώνυμου Φιλίπ με οποιονδήποτε από τους κατηγορούμενους, ούτε οποιοδήποτε επιβαρυντικό στοιχείο για τους κατηγορούμενους.
Ερωτηθείς από τον εισαγγελέα για τον Ζήση, απάντησε ότι δεν είχε καμιά συνεργασία μαζί του, αλλά τον γνωρίζει μόνο απ’ όσα έχει γράψει. Κράτησε αποστάσεις από τους ισχυρισμούς του Ζήση και επέμεινε ότι ο ίδιος και η υπηρεσία του δεν πήραν κανένα επίσημο χαρτί από τη γερμανική ΒΚΑ για τις σχέσεις Κάρλος και ΕΛΑ, αλλά μόνο σημειώσεις που περιείχαν κρίσεις και εκτιμήσεις. Ηταν σαφής: αναφέρεται σ’ αυτές τις σημειώσεις ότι υπήρχαν σχέσεις Κάρλος και ΕΛΑ, αλλά αυτό δεν πιστοποιείται από κανένα έγγραφο και γι’ αυτό ο ίδιος δεν μπορεί να επιβεβαιώσει αυτά που λέει ο Ζήσης. Εξέφρασε μάλιστα την απορία, γιατί οι σημειώσεις που είχε πάρει ο ίδιος δεν υπάρχουν στη δικογραφία. Η «πληθώρα στοιχείων», που αναφέρει ο Ζήσης, είναι αυτές οι σημειώσεις, επέμεινε κατηγορηματικά ο Νηστικάκης. Είπε ακόμα, ότι δεν έχει καμιά γνώση για σχέση των κατηγορούμενων με τις εκρήξεις. Ούτε γνωρίζει αν οποιοσδήποτε από τους κατηγορούμενους ήταν ποτέ υπό παρακολούθηση. Σαφής ήταν ακόμα και για τις διάφορες θεωρίες που κυκλοφορούσαν, όπως αυτή των «συγκοινωνούντων δοχείων». Αυτές, είπε, είναι θεωρίες, είναι εκτιμήσεις και δεν προκύπτουν από πουθενά.
Απαντώντας σε ερωτήσεις του εφέτη Λ. Ντούλη ο Νηστικάκης δήλωσε άγνοια για τον τρόπο προμήθειας των υλικών και κατασκευής εκρηκτικών μηχανισμών. Ο εφέτης επέμεινε σε έξυπνες ερωτήσεις, όπως π.χ. αν οι υπηρεσίες θα μπορούσαν να εντοπίσουν την προέλευση υλικών, π.χ. από την Κάλυμνο, και ο Νηστικάκης απαντούσε ότι δεν γνωρίζει. «Επομένως δεν γνωρίζετε τίποτα για την υπόθεση», ήταν το καταληκτικό σχόλιο του δικαστή. Και το σχόλιο του Νηστικάκη: «Δεν ξέρω τι έγινε μετά από εμένα. Ποιοι πήραν τα στοιχεία, τι έρευνες έκαναν, σε τι συμπεράσματα κατέληξαν. Εγώ δεν έκανα καμιά αστυνομική έρευνα για την επαλήθευση των στοιχείων».
Ο Χρ. Τσιγαρίδας, τηρώντας αυτό που έχει δηλώσει, ότι δεν θα νομιμοποιήσει την παρα-δίκη για τη «συμμετοχή», που δεν υπάρχει ως κατηγορία σ’ αυτή τη δίκη, δεν έκανε ερωτήσεις στον Νηστικάκη, αλλά αναφέρθηκε σε μερικά στοιχεία.
Πρώτο στοιχείο ο γερμανικός νόμος που απαγορεύει τη χορήγηση εγγράφων από τα αρχεία της Στάζι και εάν χορηγηθούν θα έχει σβηστεί οποιοδήποτε όνομα. Επομένως, ό,τι χαρτιά φέρονται ως αρχεία της Στάζι είναι πλαστά.
Δεύτερο στοιχείο, η δήλωση Παπαθεμελή, ότι τα πρώτα στοιχεία δεν τα πήρε από τη Γερμανία, αλλά από τις ΗΠΑ.
Τρίτο στοιχείο, η άρνηση του Παπαθεμελή να πάει να καταθέσει στους εισαγγελείς που τον καλούσαν και να μιλήσει για τη βαλίτσα με τα στοιχεία που υποτίθεται ότι είχε φέρει. Στην τέταρτη κλήση των εισαγγελέων, τους έστειλε μια γραπτή απάντηση στην οποία έλεγε ότι δεν έχει στοιχεία που να έχουν δικανική αξία, αλλά μόνο κάποια πολιτικά συμπεράσματα. «Αυτός είναι ο κύριος Παπαθεμελής, ο ψεύτης, ο συκοφάντης», κατέληξε οργισμένος ο Χρ. Τσιγαρίδας.
Απαντώντας σε ερωτήσεις του Κ. Αγαπίου, ο Νηστικάκης απάντησε ότι το όνομά του (του Αγαπίου) δεν υπάρχει πουθενά στα έγγραφα που αυτός είδε. Ούτε έχει καμιά πληροφορία που να συνδέει τον Κ. Αγαπίου με τον ΕΛΑ.
Ο Κ. Αγαπίου σε σύντομη δήλωσή του ανέφερε ότι στο προηγούμενο δικαστήριο κατατέθηκε έγγραφο σύμφωνα με το οποίο η εθνικότητα του αναφερόμενου ως Τζορτζ δεν ήταν ελληνική και αυτό είναι γνωστό στις αρχές τουλάχιστον από το 1992 και επομένως πρέπει να ήταν σε γνώση και του Νηστικάκη, που ήταν τότε διευθυντής ασφαλείας. Στο ίδιο θέμα αναφέρθηκε και ο Α. Κανάς, δηλώνοντας ότι υπάρχουν δημοσιεύματα της «Αυριανής» και έγγραφα της Ιντερπόλ που λένε ποιος ήταν ο Τζορτζ.
Η Μαίρη Μπόση διευκρίνισε ότι δεν έχει στοιχεία για τους κατηγορούμενους και τις υποθέσεις και έκανε μια ακαδημαϊκού τύπου ανάλυση για τη δράση των ένοπλων οργανώσεων στην Ελλάδα, σημειώνοντας ότι ο ΕΛΑ έκανε μια στροφή στη δράση του μετά τη συγχώνευσή του με την 1η Μάη, και σταμάτησε τη δράση του περί το 1996. Αναφέρθηκε στην επιλογή μη ανθρώπινων στόχων από τον ΕΛΑ, στη μέριμνα να μην υπάρξουν θύματα σε κάθε ενέργεια, στην προσπάθεια διάχυσης των απόψεών του στην κοινωνία κ.λπ. Ερωτηθείσα από τον πρόεδρο για την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης από τον Χρ. Τσιγαρίδα, η Μπόση απάντησε ότι αυτό δείχνει σοβαρότητα και αξιοπρέπεια, δείχνει το επίπεδο του ανθρώπου και πώς αυτός αντιλαμβανόταν το ρόλο του στην οργάνωση που συμμετείχε. Είναι πολύ σημαντικό, είπε, όταν κάποιος αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη, χωρίς να δίνει κανένα στοιχείο για συντρόφους του, πράγμα που είδαμε σε άλλες περιπτώσεις.
Μολονότι πιέστηκε από τον εισαγγελέα, η Μπόση δεν παρεξέκλινε καθόλου από το πεδίο της ακαδημαϊκής ανάλυσης. Υπήρξε σαφής ότι δεν έχει να εισφέρει κανένα στοιχείο για τους κατηγορούμενους. Με την ίδια κατηγορηματικότητα αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήματα που της ζητούσαν να κατατάξει τον Τσιγαρίδα στην οργάνωση, αν δηλαδή ήταν ηγετικό στέλεχος ή κάτι άλλο. Την ίδια στάση κράτησε και όταν ο εισαγγελέας, επικαλούμενος τα λεγόμενα του Κανά για τον Τσιγαρίδα, την ρώτησε αν μπορεί κάποιος που αναλαμβάνει την ευθύνη να μην έχει βάλει βόμπες. Δεν μπορώ να πάρω θέση, ήταν η απάντησή της. Παρεμβαίνοντας χωρίς να ζητήσει το λόγο ο Χρ. Τσιγαρίδας απευθύνθηκε στο δικαστήριο και είπε έντονα: «Η πολιτική ευθύνη αναλαμβάνεται, οι πράξεις αποδίδονται και αποδεικνύονται από την κατηγορούσα αρχή. Δεν με νοιάζει τι λέει ο Κανάς, βάλτε τον μάρτυρα κατηγορίας να σας τα πει».
Στη στιχομυθία εισαγγελέα – Μπόση (τις θέσεις του εισαγγελέα φάνηκε να συμμερίζεται και ο πρόεδρος) φάνηκε καθαρά η ζημιά που έχει κάνει ο Κανάς με τα παραληρηματικά υβρεολόγιά του ενάντια στον Τσιγαρίδα. Ζημιά όχι μόνο στον Τσιγαρίδα αλλά και στον εαυτό του. Διότι όταν η Μπόση, που έχει κληθεί ως ειδική περί την «τρομοκρατία», δηλώνει ότι δεν μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα για τη δράση που μπορούσε να έχει το μέλος μιας οργάνωσης, ευνόητα προκύπτει άλλο ερώτημα: ο Κανάς πώς μπορεί να ξέρει αν ο Τσιγαρίδας έβαζε ή δεν έβαζε μπόμπες; Τέτοιους συλλογισμούς ψάχνει το δικαστήριο και ο Κανάς με την άλογη (ο επιεικέστερος χαρακτηρισμός) στάση του τους ενισχύει. Είναι χαρακτηριστικά αυτά που είπε, με τη μορφή δήλωσης, αμέσως μετά απ’ αυτό το επεισόδιο. Ισχυρίστηκε πως ο ίδιος δεν είπε ποτέ πως ο Τσιγαρίδας έβαζε βόμπες, αλλά έθεσε το ερώτημα πώς γίνεται κάποιος να ήταν μέλος μιας οργάνωσης που ασκούσε βία και ο ίδιος να μην ασκούσε βία. Ο Τσιγαρίδας –κατέληξε- δεν ήταν μέλος του ΕΛΑ, αλλά λέει ότι ήταν, για να σώσει τα χρεοκοπημένα ξενοδοχεία του (!!!).
Η Μ. Μπόση, πάντως, ξεκαθάρισε και πάλι πως δεν έχει κανένα στοιχείο, ούτε γνώση, ούτε κρίση για εμπλοκή του Χρ. Τσιγαρίδα στις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες κατηγορείται. Οταν ρωτήθηκε για το αν συγκαταλέγει τα αδικήματα που δικάζονται στη σφαίρα της πολιτικής παραβατικότητας, επειδή ο πρόεδρος ενοχλήθηκε και αποφάνθηκε ότι αυτό είναι νομικό ζήτημα (!), παρέπεμψε στα βιβλία της, στα οποία έχει σαφή άποψη, ότι η «τρομοκρατία» είναι κοινωνικό φαινόμενο με σαφείς πολιτικούς στόχους.
Αξιοσημείωτη ήταν η απάντηση που έδωσε η Μπόση, όταν ρωτήθηκε από την υπεράσπιση Κανά να αξιολογήσει επιστημονικά την Κυριακίδου με τον τρόπο που αξιολόγησε τον Τσιγαρίδα. Είπε πως δεν την γνωρίζει προσωπικά, αλλά από όσα έχει διαβάσει στον Τύπο δεν μπορεί να κάνει καμιά σύγκριση ανάμεσα στα δυο πρόσωπα. Και μόνο το γεγονός ότι ο Τσιγαρίδας δεν πρόδωσε κανένα από τους συντρόφους του τον διαφοροποιεί. Ατομα σαν την Κυριακίδου της θυμίζουν το άδοξο τέλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών, όταν στην οργάνωση διείσδυσαν άτομα χαμηλού επιπέδου. Σε ερώτημα του ίδιου συνηγόρου, αν υπήρξαν άτομα που δεν ήταν μέλη «τρομοκρατικών» οργανώσεων, αλλά δήλωσαν εκ των υστέρων ότι ήταν, είτε για δικούς τους προσωπικούς λόγους είτε επειδή συμφωνούσαν ιδεολογικά με αυτές τις οργανώσεις, η Μπόση απάντησε ότι δεν έχει τέτοια στοιχεία.
Απαντώντας σε άλλες ερωτήσεις επιβεβαίωσε ότι οι σχετικές εκθέσεις του Στέιτ Ντιπάρμεντ, τις οποίες διαβάζει ανελλιπώς κάθε χρόνο, ανέφεραν ότι ο ΕΛΑ σταμάτησε τη δράση του το 1995 και τον αφαίρεσε από τον κατάλογο των «τρομοκρατικών» οργανώσεων το 2000. Αναφέρθηκε στη συμμετοχή της στο «Επιστημονικό Συμβούλιο για την Καταπολέμηση του Οργανωμένου Εγκλήματος», που ιδρύθηκε επί υπουργίας Παπαθεμελή το 1995 και λειτούργησε μέχρι το 1997. Αυτό το Συμβούλιο συνεδρίασε λίγες φορές και δεν υπήρξε διάθεση ενημέρωσης από εκείνους που χειρίζονταν τα θέματα (εννοεί την Αντιτρομοκρατική). Τους ενδιέφερε κυρίως η 17Ν και όχι ο ΕΛΑ, προκηρύξεις δεν της δόθηκαν ποτέ (τις συνέλεγε μόνη της από τις εφημερίδες), ούτε καν η «Αντιπληροφόρηση» δεν της δόθηκε. Ούτε τα περιβόητα έγγραφα της Στάζι τέθηκαν ποτέ υπόψη του Συμβουλίου. Αυτά αξιολογήθηκαν μόνο από αστυνομικούς. Το Συμβούλιο δεν πρόλαβε να καταλήξει σε κανένα συμπέρασμα. Διευκρίνισε ότι δεν υπήρξε έκθεση του Συμβουλίου με συμπεράσματα για την «τρομοκρατία» στην Ελλάδα. Το έχει διαβάσει και αυτή –όπως είπε- στις εφημερίδες και απόρησε μ’ αυτό. Κοντολογίς, η Μπόση «άδειασε» τελείως τον Παπαθεμελή και τα όσα λέει εδώ και χρόνια και τα αναπαράγουν τα ΜΜΕ.
Ο Σ. Φυτράκης (υπεράσπιση Σερίφη) ρώτησε αν έχει περιπτώσεις διεθνώς που ένας άνθρωπος σαν τον Γ. Σερίφη να έχει εμπλακεί μια φορά, να έχει αθωωθεί και επί είκοσι χρόνια να τον φέρνουν συνεχώς κατηγορούμενο, αλλά ο πρόεδρος απαγόρευσε την ερώτηση και όλες τις παρεμφερείς ερωτήσεις.
Ο Κ. Αγαπίου ρώτησε αν γνωρίζει κάτι που να συνδέει τον ίδιο ή κάποιον άλλο από τους κατηγορούμενους με ενέργειες που αποδίδονται στον ΕΛΑ και η μάρτυρας απάντησε ότι έχει διαβάσει πολλά στον Τύπο, αλλά στοιχεία δεν γνωρίζει.