Ο Γ. Μαντζουράνης συνέχισε την εξαντλητικά αναλυτική τοποθέτησή του στις κατηγορίες που βαραίνουν τον Κ. Καρατσώλη, αναφερόμενος στα στοιχεία που αφορούν τα φερόμενα ως αποτυπώματα του Καρατσώλη σε τσίγκους τυπογραφίας που βρέθηκαν σε γιάφκα της 17Ν. Μολονότι ο Καρατσώλης ήταν τυπογράφος και εργαζόταν σε τυπογραφείο από το οποίο κλάπηκαν τσίγκοι (η κλοπή είχε καταγγελθεί από τον ιδιοκτήτη του τυπογραφείου σε ανύποπτο χρόνο), ο Γ. Μαντζουράνης δεν περιορίστηκε σ’ αυτό, αλλά στηλίτευσε και τον τρόπο με τον οποίο έγινε η ταυτοποίηση των αποτυπωμάτων, ζήτημα γενικότερης σημασίας, που ξεπερνά τα όρια αυτής της δίκης. Δεν δέχτηκε δηλαδή ότι σώνει και καλά τα αποτυπώματα είναι του Καρατσώλη, επειδή το λέει ο ασφαλίτης Γιαννακούρης, χωρίς προς τούτο να έχει συντάξει καμιά έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ενώ στον κατηγορούμενο αφαιρέθηκε το δικαίωμα να παραστεί με δικούς του τεχνικούς συμβούλους.
Η κατακλείδα της ανάλυσής του σ’ αυτό το σημείο παρουσιάζει ένα γενικότερο ενδιαφέρον: «Με βάση λοιπόν αυτά τα δεδομένα, κατ’ αρχήν δε μπορεί να αχθεί το Δικαστήριό σας με βεβαιότητα, παρ’ ότι δέχθηκε, ακολουθώντας την απολύτως κρατούσα άποψη, ότι εφ’ όσον η έρευνα γίνεται από οργανωμένο κρατικό εργαστήριο δεν απαιτείται ο διορισμός τεχνικών συμβούλων, παρ’ όλα αυτά, με βάση αυτά τα δεδομένα και μετά από την κατάθεση του μάρτυρα Γιαννακούρη, του πλέον ειδικού, γιατί αν υπήρχε άλλος ειδικότερος του ειδικού αυτού θα τον είχε στείλει η ΕΛΑΣ εδώ, να είστε βέβαιοι, μετά την κατάθεση του μάρτυρα Γιαννακούρη, δε μπορεί με βεβαιότητα να οδηγηθεί σε κρίση ότι τ’ αποτυπώματα που βρέθηκαν στις λαμαρίνες είναι ίδια με τ’ αποτυπώματα του κ. Καρατσώλη. Διότι ακόμα και αν συμβαίνει ότι είναι ίδια, αυτό δεν αρκεί κύριοι δικαστές. Θα πρέπει να έχει ο κατηγορούμενος τη δυνατότητα να ελέγξει την αξιοπιστία των ευρημάτων της πραγματογνωμοσύνης, αλλά και θα πρέπει και το δικαστήριό σας να έχει τη δυνατότητα να ελέγξει αυτή την αξιοπιστία και με δεδομένη την έλλειψη εκθέσεων ταυτοποίησης, με δεδομένη την έλλειψη οποιωνδήποτε εγγράφων, αφού όλα τα στοιχεία βρίσκονται στον εγκέφαλο του κ. Γιαννακούρη, το δικαστήριό σας δε μπορεί να ελέγξει και με δεδομένη την έλλειψη ειδικών γνώσεων επ’ αυτού, να ελέγξει την αξιοπιστία, την εγκυρότητα του συμπεράσματος του κ. Γιαννακούρη σε σχέση με τ’ αποτυπώματα του κ. Καρατσώλη».
Πέρα απ’ αυτά τα ζητήματα αρχών, όμως, το ουσιαστικό επιχείρημα είναι άλλο. Αποτυπώματα του Καρατσώλη δε βρέθηκαν πουθενά αλλού στις γιάφκες της 17Ν. Βρέθηκαν μόνο στους τσίγκους. Αυτό λοιπόν το έμπειρο μέλος (14 χρόνια συμμετοχή του αποδίδουν), που δεν αφήνει πουθενά αλλού αποτυπώματα, δίνει κάποιους τσίγκους στην Οργάνωση και παραλείπει να σκουπίσει τα αποτυπώματα. Φτάνουμε και πάλι στη σφαίρα της απόλυτης απιθανότητας. Απιθανότητα που γίνεται πιο ισχυρή αν αναλογιστούμε ότι στους τσίγκους δεν βρέθηκαν αποτυπώματα του Σάββα (που φέρεται ότι χρησιμοποιούσε τους τσίγκους για να φτιάχνει ψεύτικες πινακίδες αυτοκινήτων) ή του Κουφοντίνα (που φέρεται να έχει κεντρικό ρόλο στα κρησφύγετα της Οργάνωσης). Αυτοί πρόσεχαν, ο Καρατσώλης όχι; Οταν μάλιστα ο Γιαννακούρης απένειμε δημόσια έπαινο στην Οργάνωση για τα μέτρα ασφαλείας που έπαιρνε και η πρωτόδικη απόφαση σε άλλα σημεία αναφέρει ότι οι μυημένοι στα μέτρα ασφαλείας δεν έπιαναν τίποτα χωρίς να φορούν γάντια;
Στη συνέχεια, ο Γ. Μαντζουράνης ασχολήθηκε με ορισμένα νομικά ζητήματα που έχουν να κάνουν με το αδίκημα της συμμετοχής (για τους νομικούς έχει σημασία να αναζητήσουν το πλήρες κείμενο της αγόρευσής του στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά στον ιστοχώρο μας www.eksegersi.gr), για να καταλήξει στην πρόταση: αν το δικαστήριο κρίνει ότι ο Καρατσώλης διέπραξε το αδίκημα της συμμετοχής, να καταλήξει στην εφαρμογή «του προγενέστερου και επιεικέστερου νόμου για το προ του 2001 διάστημα. Και εάν δεχθεί την ορθότερη άποψη, αυτό θα έχει σοβαρή πρακτική σημασία για τον κ. Καρατσώλη, δεδομένου ότι η μόνη πράξη που ετέλεσε υπό το καθεστώς του νεότερου αυστηρότερου νόμου είναι το 2002 η ληστεία που φέρεται να τέλεσε στον ΟΤΕ Πατησίων».
Αμέσως μετά πέρασε στη διερεύνηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων στα οποία στηρίχτηκε η καταδίκη Καρατσώλη, που δεν είναι παρά η δική του προανακριτική και οι προανακριτικές συγκατηγορούμενων. Ο συνήγορος έβαλε και πάλι κατά των μεθόδων με τις οποίες πάρθηκαν αυτές οι προανακριτικές, συνδέοντάς τες ευθέως (τις μεθόδους) με το κλίμα που επικρατεί παγκοσμίως, ένα κλίμα αστυνομοκρατίας και παραβίασης των δικαιωμάτων των πολιτών που βρίσκονται υπό κατηγορία ή βαφτίζονται απλώς ύποπτοι. Αναφέρθηκε στον εξαναγκασμό σε αυτοενοχοποίηση και στην προσφορά κινήτρων για καταθέσεις σε βάρος συγκατηγορούμενων, με παραπομπές σε βιβλία της Τσόλκα και του Αναγνωστόπουλου (στα ζητήματα αυτά είχε αναφερθεί και ο Γ. Σταμούλης). Ο Μαντζουράνης κατέληξε με ένα ερώτημα διλημματικού τύπου, που οδηγεί σε αμφιβολίες: «Μπορεί να αποκλείσει το δικαστήριό σας, ότι εδώ δεν έγινε χρήση άμεσου ή έμμεσου εξαναγκαστικού ή παραπλανητικού μέσου και ότι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή η προανακριτική απολογία των τριών που ενδιαφέρουν τον εντολέα μου, δεν συγκαθορίστηκε από τη βουλητική απόφαση των ιδίων των θιγομένων; Ηταν ανεξάρτητα από τη βούλησή τους; Δεν εξαναγκάστηκαν δηλαδή με άμεσο ή έμμεσο τρόπο ή παραπλανήθηκαν ώστε να συμμετάσχουν σε αυτή την προανακριτική πράξη, την προανακριτική απολογία; (…) Με βάση αυτά τα νομικά δεδομένα και πραγματικά δεδομένα, το δικαστήριό σας κρίνοντας και εκτιμώντας από ουσιαστική άποψη το περιεχόμενο αυτών των προανακριτικών απολογιών, νομίζω ότι θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα κριτικό, να μην πω υποψιασμένο, δεδομένου άλλωστε του κλίματος κάτω από το οποίο ελήφθησαν αυτές οι προανακριτικές απολογίες και των ρηγμάτων στη νομιμότητα που επήλθαν από τη συμπεριφορά των κρατικών οργάνων».
Ο Γ. Μαντζουράνης πέρασε μετά σε ένα άλλο λεπτό νομικό ζήτημα. Συγκεκριμένα, ζήτησε «εφ’ όσον το δικαστήριο δέχεται ότι έχει και συνεχή, διαρκούσα, μόνιμη, σταθερή από το ’88 μέχρι το 2002 συμμετοχή στην Οργάνωση, να θεωρήσει ότι το έγκλημα των τριών αποδιδόμενων στον εντολέα μου ληστειών, είναι ομοειδής, αληθινή, πραγματική συρροή που έχει όλα τα στοιχεία του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος, να το θεωρήσει κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, να το τιμωρήσει και να τον τιμωρήσει με βάση τις διατάξεις του άρθρου 98 που του παρέχουν τη δυνατότητα να του επιβάλει μια ενιαία ποινή».
Στο τέλος, ο Γ. Μαντζουράνης αφιέρωσε ένα κεφάλαιο της αγόρευσής του στο χαρακτήρα της δίκης και των αδικημάτων που αποδίδονται στους κατηγορούμενους. Αναφέρθηκε στον πολιτικό χαρακτήρα της δράσης της 17Ν και των αδικημάτων που αποδίδονται στα φερόμενα ως μέλη της, για να αποδείξει «πόσο ανιστόρητη και πόσο μακράν της πραγματικότητας είναι η άποψη που θέλει να εμφανίσει την Οργάνωση 17Ν της οποίας φέρονται ως μέλη οι κατηγορούμενοι, ως μια κοινή συμμορία κοινών εγκληματιών του κοινού Ποινικού Δικαίου, που σκότωναν, λήστευαν, έκλεβαν για να ποριστούν τα προς το ζην, από κερδοσκοπία και ιδιοτέλεια. Μπορεί τα εγκλήματά της να κρίθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και από εσάς ότι είναι μη πολιτικά, αυτό όμως δεν τα απεκδύει από το οποιοδήποτε πολιτικό παρακολούθημα ή από την οποιαδήποτε πολιτική στόχευση ή από την ένταξή τους στο πλαίσιο μιας Οργάνωσης με πολιτικό πρόγραμμα και πολιτική δράση. Και αυτό θα πρέπει να συνεκτιμηθεί από το Δικαστήριό σας».
Και η κατακλείδα της πολύωρης αγόρευσης Μαντζουράνη: «Κύριοι δικαστές, ίσως φανεί παράδοξο, αλλά δεν θα ζητήσω την απαλλαγή του εντολέα μου. Δεν θα τη ζητήσω, όχι γιατί θεωρώ ότι δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για την απαλλαγή του -νομίζω ότι επί δυο μέρες προσπάθησα να αποδείξω το αστήρικτο των σε βάρος του κατηγοριών- ούτε θα τη ζητήσω επειδή η κατηγορούσα αρχή προσκόμισε συντριπτικά αποδεικτικά στοιχεία, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση και οδηγούν στην καταδίκη του και επομένως η μόνη εναλλακτική λύση που έχει ο υπερασπιστής είναι να ζητήσει την επιείκεια του δικαστηρίου. Δεν ζητώ την απαλλαγή του εντολέα μου, γιατί θεωρώ ότι είναι αυτονόητη υποχρέωση του δικαστηρίου σας να κρίνει αντικειμενικώς, αμερολήπτως, να ελέγξει το πτωχό, το πάμπτωχο, το σχεδόν ανύπαρκτο αποδεικτικό υλικό, το αμφιβόλου νομιμότητας και ουσιαστικής αποτελεσματικότητας αποδεικτικό υλικό, και να οδηγηθεί σε κρίση δίκαιη, όπως έχει υποχρέωση».
Ακολούθησε ο Νίκος Πρωτέκδικος, υπερασπιστής του Κ. Τέλιου, ο οποίος από την αρχή της αγόρευσής του είπε ότι υπάρχουν εύλογες αμφιβολίες για το κατά πόσο ο εντολέας του διέπραξε τις δυο πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε (Ανδρουλιδάκης-Παλαιοκρασάς). Οπως είπε, την εμπλοκή του στις δυο αυτές ενέργειες μόνο ο ίδιος τις αναφέρει, ενώ ο Σάββας τις αναφέρει σε συμπληρωματική απολογία του, μετά την κατάθεση Τέλιου (πριν δεν είχε αναφερθεί σ’ αυτόν, μολονότι αναφέρθηκε στις δυο αυτές ενέργειες). Ο Τέλιος –είπε ο συνήγορος- παραδέχτηκε τη φυσική του παρουσία και αρνήθηκε ότι συνέδραμε με οποιονδήποτε τρόπο τους δράστες, απέδωσε δε τη φυσική του παρουσία στις απειλές που δεχόταν. Γι’ αυτό και ο Ν. Πρωτέκδικος θεωρεί ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επέδειξε υπερβολική αυστηρότητα καταδικάζοντας τον Τέλιο για απλή συνέργεια στις δυο αυτές πράξεις.
Επιτιθέμενος στην υπεράσπιση Γιωτόπουλου-Τζωρτζάτου, που κατήγγειλε τον Τέλιο, ο συνήγορος σημείωσε ότι στον πρώτο βαθμό δεν αμφισβητήθηκε η ψυχική του νόσος, αλλά αντίθετα ζητήθηκε ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, όμως στο δεύτερο βαθμό αμφισβητήθηκε η ψυχική του νόσος και δεν ζητήθηκε ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη. Διάβασε δε εκτενές απόσπασμα από την απολογία Γιωτόπουλου στον πρώτο βαθμό, που έλεγε ότι ο Τέλιος είναι ένας ψυχικά άρρωστος άνθρωπος και δεν είναι αυτός στον οποίο στηρίζεται η Αντιτρομοκρατική.
Κατά τον Ν. Πρωτέκδικο, ο Τέλιος μόνο τον εαυτό του ρουφιάνεψε και κανέναν άλλο. Κατέθεσε μόνο όσα γνωρίζει και δεν κατέθεσε αυτά που δεν γνωρίζει. Αλλιώς, θα μπορούσε να πει πολύ περισσότερα απ’ αυτά που είπε για να στηρίξει το κατηγορητήριο σε άλλες πλευρές που ήταν αδύναμο.
Με βάση αυτόν τον βασικό καμβά ο Ν. Πρωτέκδικος αντιμετώπισε με αυστηρά νομικό τρόπο, χωρίς πολιτικές αναφορές και αποφεύγοντας οποιονδήποτε απαξιωτικό χαρακτηρισμό για τη 17Ν ή για κάποιον κατηγορούμενο (τήρησε δηλαδή τη δικηγορική δεοντολογία και δεν ταυτίστηκε με τον πελάτη του), τις δυο καταδίκες του Τέλιου, ζητώντας στο τέλος την αθώωσή του.
Σε περίπτωση που το δικαστήριο τον κρίνει ένοχο, ο συνήγορος ζήτησε να απαλλαγεί, με βάση το άρθρο 17 του νόμου 1916/90 (τρομονόμος του Μητσοτάκη), επειδή προσήλθε αυτοβούλως στην Αστυνομία πριν τη σύλληψή του και έδωσε πληροφορίες που βοήθησαν στην εξάρθρωση της Οργάνωσης. Συνδρομή η οποία δεν αμφισβητείται, όπως σημείωσε. Αλλιώς, να εφαρμοστεί η διάταξη για την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, επειδή «δέχτηκε σοβαρότατες απειλές κατά της ζωής του και των ζωών των μελών της οικογενείας του από μια οργάνωση ιδιαιτέρως επικίνδυνη, γεγονός που συνιστά αναμφισβήτητα κατάσταση ανάγκης».
Ο Πρωτέκδικος έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει ως υπερασπιστής. Και βέβαια, δεν απέφυγε την αντίφαση: από τη μια ο Τέλιος μόνο τον εαυτό του ρουφιάνεψε, από την άλλη να του δοθούν τα ευεργετήματα του τρομονόμου, επειδή με την ομολογία του βοήθησε στην εξάρθρωση της Οργάνωσης. Επειδή είναι κατηρτισμένος νομικός, ασφαλώς δεν του διέφυγε η αντίφαση. Ομως δεν είχε και τρόπο να την ξεπεράσει. Προτίμησε (και αυτό τον τιμά) να διατηρήσει την προσωπική του αξιοπρέπεια και ευπρέπεια. Στο κάτω-κάτω, αυτός είναι δικηγόρος, δεν είναι ο Τέλιος.
Τη συνεδρίαση έκλεισε ο Θεμιστοκλής Σοφός, συνήγορος του (απόντος και πάλι) Παύλου Σερίφη, ο οποίος εισαγωγικά ζήτησε από το δικαστήριο να ενσκύψει με μεγάλη προσοχή στους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς όλων των κατηγορούμενων (θα δούμε παρακάτω γιατί έκρινε απαραίτητη αυτή την προσχηματική –όπως θα αποδειχτεί- αναφορά).
Αμέσως μετά έδωσε το στίγμα της θέσης του πελάτη του: «Ο Παύλος Σερίφης δεν ανέλαβε την πρωτοβουλία ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών να αποδείξει κάτι σε βάρος της απολογίας του, διότι δεν έχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο να το κάνει. Ούτε όμως σας είπε ότι την ανακαλώ, διότι δεν θα ήταν ευπρόσωπο απέναντί σας να το κάνει, δεν θα ήταν πειστικό για να το πούμε διαφορετικά»!!! Κακώς δε άλλος συνήγορος υπεράσπισης (εννοοούσε τον Ι. Μυλωνά) προσπάθησε να καταδείξει ότι ο Π. Σερίφης πιέστηκε στην απολογία του. Διότι –όπως είπε- ο Π. Σερίφης έχει ικανούς υπερασπιστές (sic!) και δε χρειάζεται τη συνδρομή άλλων. Εχουμε «σούρει» πολλά στον Μυλωνά, στο πλαίσιο αυτού του ρεπορτάζ, αλλά στο συγκεκριμένο ζήτημα είχε απόλυτο δίκιο, εφόσον ο Π. Σερίφης επιβαρύνει τον εντολέα του (Γιωτόπουλο). Οταν ο Π. Σερίφης πρωτοδίκως υποστήριξε ότι η μεταμεσονύκτια προανακριτική απολογία του ήταν προϊόν πιέσεων, εκβιασμών, απειλών και πλήρους εξάντλησής του από την πολύωρη βασανιστική ανάκριση (δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εκτός από την αναπηρία στο χέρι πάσχει και από τη σοβαρότατη ασθένεια «σκλήρυνση κατά πλάκας») και έρχεται στο δεύτερο βαθμό και λέει ότι δεν ανακαλεί ούτε καταγγέλλει αυτή την απολογία, δε μπορεί οι άνθρωποι τους οποίους επιβαρύνει να μείνουν με σταυρωμένα χέρια. Καλά έκανε ο Μυλωνάς και υπέβαλε ερωτήσεις και βέβαια η άσκηση αυτού του του δικαιώματος δεν σημαίνει προσπάθεια υποκατάστασης της υπεράσπισης του Π. Σερίφη (είναι επιεικώς κουτός ο ισχυρισμός αυτός του Θ. Σοφού), αλλά άσκηση υπεράσπισης για λογαριασμό του δικού του εντολέα.
Ο Θ. Σοφός ισχυρίστηκε ότι δεν έχει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η προανακριτική του Π. Σερίφη είναι ολικώς ή μερικώς κατασκευασμένη! (Προφανώς, τα όσα ο ίδιος ο Π. Σερίφης κατέθεσε πρωτοδίκως δεν έχουν καμιά αξία, δεν συνιστούν αποδεικτικούς ισχυρισμούς). Και το ζουμί: «Το νόημα το οποίο θέλω να καταστήσω σαφές ενώπιον του δικαστηρίου σας και η απάντηση την οποία ο κ. Παύλος Σερίφης ανήγγειλε ότι θα σας δώσω, είναι ότι δεν εκφέρει θέση. Γιατί αυτό είναι δικαίωμά του. Ετσι ακριβώς και ορθότατα το ερμήνευσε και η κα Εισαγγελέας»!!! Βεβαίως και είναι δικαίωμά του να μην εκφέρει θέση, όμως είναι και δικαίωμα όλων των άλλων να κρίνουν τη… μη εκφορά θέσης, που συνιστά στροφή 180ο σε σχέση με την πρώτη δίκη και επιστροφή στη στοργική αγκαλιά της Αντιτρομοκρατικής. Δηλωτική, άλλωστε, του τι συνέβη είναι και η αναζήτηση καταφύγιου στη… συμφωνία με την εισαγγελέα.
Κατά τον συνήγορο, μετά το ατύχημά του (1980) και την πρόσληψή του στο Νοσοκομείο Παίδων (1982) ο Π. Σερίφης δεν είχε και δε θα μπορούσε να έχει καμιά σχέση με τη 17Ν και τίποτα το διαφορετικό δεν κατατέθηκε. Αν είχε κάποια συμμετοχή, αυτή θα πρέπει να αποδειχτεί με συγκεκριμένη δράση.
Αμέσως μετά έρχεται η ρουφιανιά, που δεν την κάνει ο κατηγορούμενος, αλλά τη διεκπεραιώνει μέσω του συνηγόρου. Είναι ένα καινούργιο φαινόμενο αυτό, που απ’ ό,τι λένε έμπειροι νομικοί, δεν έχει παρατηρηθεί ούτε στην ιστορία των ποινικών δικών στην Ελλάδα (για τις πολιτικές δίκες δεν το συζητάμε καν). Συνήγοροι να γίνονται φορείς απόψεων των πελατών τους σε βάρος συγκατηγορουμένων και οι πελάτες τους να κρύβονται πίσω απ’ αυτούς.
Προσέξτε τώρα: Ο Π. Σερίφης «δεν εκφέρει θέση» για τη νυχτερινή προανακριτική απολογία του, όμως ο συνήγορος εκφέρει θέση για ένα κομμάτι αυτής της απολογίας: «Σε κάθε περίπτωση, όμως, θεωρώ ότι υπάρχουν περιστατικά στην απολογία αυτή, τα οποία είναι Παύλος Σερίφης. Και το λέω αυτό, διότι πλέον τον άνθρωπο αυτό δεν τον υπερασπίζομαι μόνο, τον ξέρω. Εχω μιλήσει πάρα πολλές ώρες μαζί του και είναι πολλά περιστατικά μέσα που αναφέρει, τα οποία είναι Παύλος Σερίφης. Αυτά εις απάντηση κάποιων, οι οποίοι, αν δεν θέλουν να κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους, πρέπει να δουν την πραγματικότητα. Σέβομαι απόλυτα τη θέση άλλων συγκατηγορουμένων. Εγώ μιλώ για τον Παύλο Σερίφη όμως αυτή τη στιγμή. Αλλοι συγκατηγορούμενοι μπορεί να έχουν άλλη θέση, μπορεί να έχουν άλλα περιστατικά, σας παρακάλεσα από την αρχή να ενσκύψετε και να τα δείτε. Για παράδειγμα, τι είναι Παύλος Σερίφης; “Με τον τάδε και τον τάδε είχαμε κάνει συζητήσεις, επειδή είχα υποπτευτεί ότι συμμετείχαν και προσπαθούσα να τους αποτρέψω από τη συμμετοχή τους. Στις συζητήσεις μας ποτέ δεν παραδέχτηκαν ανοιχτά ότι συμμετέχουν στη 17Ν, αλλά πολλές φορές έλεγα ότι οι ενέργειες της ομάδας αυτής δεν βγάζουν πουθενά και προσπαθούσα να τους αποτρέψω από τη συμμετοχή τους αυτή”. Αυτό είναι Παύλος Σερίφης. Αυτή είναι η θέση του»!!!
Οταν ο Π. Σερίφης έκανε στροφή 180ο, εγκατέλειψε την καταγγελία της προανακριτικής του ως προϊόντος βασανιστηρίων, δεν υπέβαλε ένσταση και διεκδίκησε για τον εαυτό του την παραγραφή, όλοι μιλήσαμε για νέα συναλλαγή: μας δίνεις τον Γιωτόπουλο και τον Γιάννη Σερίφη, σου δίνουμε αθώωση με παραγραφή. Τώρα έχουμε ένα βήμα ακόμη: πρέπει να μας δώσεις τον Καρατσώλη και τον Κωστάρη. Αυτοί είναι «ο τάδε και ο τάδε». Ο Σοφός δεν ανέφερε τα ονόματά τους, όμως οι δικαστές έχουν μπροστά τους την προανακριτική του Παύλου και μπορούν να τα διαβάσουν. Ναι μεν αυτοί ποτέ δεν παραδέχτηκαν ότι ήταν στη 17Ν, όμως ο Παύλος ήταν γάτος (μόνος αυτός από το περιβάλλον τους), το υποψιάστηκε και προσπαθούσε να τους αποτρέψει! Και πώς το κατάλαβε αυτός ο γάτος ότι κάτι τρέχει με τους συγγενείς και συγχωριανούς του; Αφού ο ίδιος δεν ήταν ποτέ μέλος της 17Ν. Ποιος είπε ότι δεν ήταν; Ποτέ δεν είπε κάτι τέτοιο σ’ αυτή την κατ’ έφεση δίκη. Ο ίδιος δεν μίλησε, μιλά για λογαριασμό του ο συνήγορός του: Για το πριν το 1980 διάστημα το μόνο στοιχείο που έχει η υπεράσπιση είναι η κατάθεση του θείου του Ανδρέα Σερίφη, ότι ο Παύλος επέστρεψε στην Ελλάδα από τη Γερμανία το 1976. Βγαίνει έξω αό την εκτέλεση Γουέλς (1975), αλλά για το διάστημα 1976-80 κανείς δεν ξέρει… Και στο τέλος-τέλος, αυτή η περίοδος είναι παραγεγραμμένη και δεν μας απασχολεί!
Γιατί ο συνήγορος πήρε εντολή να «δώσει» αυτός για λογαριασμό του πελάτη του δυο συγκατηγορούμενούς του; Γιατί από μια προανακριτική-ποταμό διάλεξε ειδικά αυτό το σημείο για να «αναγνωρίσει» τον Παύλο Σερίφη, το λόγο του, την προσωπικότητά του, και να επιβεβαιώσει αυτός (εδώ ο συνήγορος μετατρέπεται σε μάρτυρα, επικαλούμενος τον συγχρωτισμό με τον πελάτη του και τη γνώση του χαρακτήρα του) το «αληθές» του σχετικού χωρίου; Γιατί η κατηγορία περνάει ζόρια. Ειδικά στην περίπτωση του Κωστάρη (δεν χρειάζεται να πούμε γιατί). Δεν χρειάζεται να πούμε ότι εδώ έχουμε το προϊόν μιας νέας συναλλαγής. Σε νοήμονες ανθρώπους απευθυνόμαστε. Οπως η κατηγορία εμφανίζεται με τη μορφή κινούμενης άμμου, την ίδια ακριβώς μορφή παίρνουν και οι τοποθετήσεις του Π. Σερίφη, ο οποίος είναι απών από τη δίκη, διεκπεραιώνει όμως τη βρομιά μέσω του συνηγόρου του. Τέτοια κατάντια ειλικρινά δεν την περιμέναμε. Ωχριούν ο Τσελέντης με τον Τέλιο.
Για να μη μείνει καμιά αμφιβολία, ο συνήγορος συνέχισε στο ίδιο μοτίβο, υπερασπιζόμενος τον πελάτη του σε βάρος άλλων: «Αν ο Παύλος Σερίφης έχει κάποια σχέση με την Οργάνωση αυτή, αυτό θα πρέπει να κριθεί με βάση συγκεκριμένα περιστατικά. Εάν εξέφρασε και τη βούληση να έχει όχι ενεργό δράση μεν, γιατί μιλάμε για το 1980 και μετά, αλλά απλή συμμετοχή, αυτό θα πρέπει να εξωτερικεύεται με συγκεκριμένα περιστατικά. Η επικοινωνία που μπορεί να έχει με τον συγγενή του, η οποία είναι αναπόφευκτη, αναπόδραστη, δεν μπορεί να θεμελιώσει τουλάχιστον κατά τρόπο μονοδιανυσματικό, γιατί θεωρητικά θα μπορούσε, αλλά τουλάχιστον σε συνδυασμό με κάτι άλλο (…) Αν εξαιρέσω τα τετράδια, για τα οποία έκανα λόγο πριν, θεωρώ ότι δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να θεμελιώσουν τη βούλησή του ή τη γνώση του. Θα πει κανείς την υποψία του. Η υποψία θεωρώ ότι θα πρέπει και αυτή να θεμελιώνεται σε ένα περιστατικό. Γιατί να έχει υποψία, εφόσον γνωρίζει ότι το πρόσωπο από το οποίο πήρε τα εκατό χιλιάρικα έχει εργασία, εργάζεται, έχει χρήματα, εισπράττει από κάπου χρήματα. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν δεν μπορεί να θεμελιωθεί ότι υπάρχει γνώση ή βούληση της συμμετοχής για το διάστημα αυτό»!!!
Ποιος είναι ο «συγγενής» που του έδωσε τα «εκατό χιλιάρικα»; Ο Κωστάρης!!! Το πιο τραγικό πρόσωπο αυτής της δίκης. Ο άνθρωπος που προσπαθεί να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας. Ο κατηγορούμενος που ξεκίνησε φορτωμένος με 22 κατηγορίες (επειδή δεν δέχτηκε να συνεργαστεί με το Διώτη και το Σύρο, να αυτοενοχοποιηθεί και να ενοχοποιήσει άλλους) και κατάφερε, μαζεύοντας σαν το μυρμήγκι στοιχεία, να απαλλαγεί από τις 17. Επειδή η κατηγορία για τον Κωστάρη τρίζει πιο επικίνδυνα από οποιονδήποτε άλλο κατηγορούμενο, επειδή για την καταδίκη του Κωστάρη ενδιαφέρεται το μητσοτακέικο (η Μπακογιάννη δεν δίστασε να το πει κατάμουτρα στο δικαστήριο), επειδή η πολιτκή αγωγή δεν στάθηκε ικανή να θεμελιώσει ενοχή του, παρά τους φτηνιάρικους εντυπωσιασμούς της κ. Τσόλκα (έφερε την τελευταία στιγμή καρτέλα ενσήμων του Κωστάρη) και παρά την επιστράτευση ως και του κ. Αναγνωστόπουλου (που ασχολήθηκε με τον Κωστάρη και την υπόθεση Μπακογιάννη, στην οποία δεν είναι πολιτική αγωγή), επιστρατεύτηκε την τελευταία στιγμή ο Π. Σερίφης, ένας άνθρωπος-ερείπιο, που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να αθωωθεί, έστω και με παραγραφή, για να μη χάσει τη σύνταξη από το Δημόσιο. Να τη χαίρεστε την Αστυνομία σας, κ. Κουτζαμάνη. Ειλικρινά, περιμένουμε να δούμε αν θα δευτερολογήσετε και πώς θα τοποθετηθείτε απέναντι σ’ αυτή την αθλιότητα που βρομάει συναλλαγή από μακριά. Και βέβαια, περιμένουμε να δούμε πώς θα τοποθετηθεί το δικαστήριο στην απόφασή του. Γιατί η περίπτωση του Κωστάρη είναι λυδία λίθος αυτής της δίκης (σίγουρα όχι η μοναδική, αλλά μία από τις πολλές).