Με την έναρξη της συνεδρίασης, ο Α. Κωνσταντάκης ζήτησε την ανάκληση της απόφασης της περασμένης Πέμπτης για παραπομπή των πρακτικών στο ΔΣΑ, διότι ο ίδιος είχε έγκαιρα ενημερώσει το δικαστήριο ότι θα βρισκόταν στο αναθεωρητικό στρατοδικείο. Χρησιμοποιώντας σκληρές φράσεις ο συνήγορος ξεκαθάισε ότι αν δεν ανακληθεί η απόφαση, ζητά να του χορηγηθεί αντίγραφο με το σκεπτικό της, επιφυλασσόμενος για τις περαιτέρω κινήσεις του και ως προς τη δίκη (αν θα υποβάλει αίτηση εξαίρεσης του δικαστηρίου) και ως προς τη με νομικά μέσα υπεράσπιση της τιμής και της επαγγελματικής του υπόστασης. Το ίδιο ζήτησε και ο Γ. Γκουντούνας, υπενθυμίζοντας ότι ο ίδιος έγκαιρα είχε ενημερώσει το δικαστήριο ότι τη συγκεκριμένη μέρα έπρεπε να πραγματοποιήσει ιατρικές εξετάσεις.
Η εισαγγελέας ζήτησε να φέρουν έγγραφα οι συνήγοροι για ν’ αποδείξουν ότι απουσίαζαν δικαιολογημένα (σε ρόλο απουσιολόγου, όπως εύστοχα είχε γράψει η «Ελευθεροτυπία»)! Ο Α. Κωνσταντάκης απάντησε ότι αυτό το θεωρεί ακόμα πιο προσβλητικό και είπε στην εισαγγελέα αν θέλει να επικοινωνήσει αυτή με το στρατοδικείο (της έδωσε μάλιστα όνομα κατηγορούμενου και αριθμό της υπόθεσης στο πινάκιο). Η εισαγγελέας, έμεινε στην τελευταία γραμμή άμυνας: στο διάλειμμα θα ελέγξω και μετά θα προτείνω προς το δικαστήριο.
Η δίκη συνεχίστηκε με την κατάθεση του Γρίβα (ληστεία ΕΛΤΑ Αιγάλεω). Ηταν η σειρά του Γ. Γκουντούνα να υποβάλει ερωτήσεις και το σκηνικό της αθλιότητας επαναλήφθηκε. Ο άθλιος αυτός ψευδομάρτυρας, που «αναγνωρίζει» όποιον του δείχνουν κάθε φορά οι ασφαλίτες (θυμίζουμε ότι είχε «αναγνωρίσει» τον Δαναλάτο και την εμφανιζόμενη ως συμμορία του και στη συνέχεια «αναγνώρισε» ορισμένους από τους κατηγορούμενους σ’ αυτή τη δίκη) αυτοδιαψευδόταν συνεχώς. Οχι μόνο σε σχέση με τις παλιές του καταθέσεις αλλά και σε σχέση με όσα υποστήριζε σ’ αυτή του την κατέθεση. Διέψευδε αυτά που είχε πει πριν ένα-δυο λεπτά! Ο πρόεδρος για άλλη μια φορά έκανε ελάχιστες παρεμβάσεις, χωρίς διάθεση να εμποδίσει το έργο των συνηγόρων. Ηταν σαν να έλεγε στον Γ. Γκουντούνα «εντάξει, αναξιόπιστος είναι, άσ’ τον να πάει στην ευχή». Χαρακτηριστική ήταν η σκηνή με το «σημάδι στον καρπό». Εχοντας ξεχάσει ότι την πρώτη μέρα της κατάθεσής του ο Χρ. Ξηρός είχε δείξει τα χέρια του, που δεν είχαν κανένα σημάδι, ο Γρίβας ζήτησε να δει τα χέρια του για να διαπιστώσει αν είχε σημάδι. Εκεί δεν κρατήθηκε ο πρόεδρος και του παρατήρησε σε αυστηρό τόνο ότι δε μπορεί να ήταν και ο Δαναλάτος και κάποιος από τους άλλους και ότι δε θα γίνεται συνέχεια αυτή η δουλειά. Τα έδειξε τα χέρια του ο Χρ. Ξηρός. Ενδιαφέρον, όμως, έχει η αποκάλυψη του Γρίβα, ότι ένας ασφαλίτης του είχε πει ότι ο Δαναλάτος έχει σημάδι. Ελα, όμως, που και ο Δαναλάτος δεν είχε κανένα σημάδι, όπως αποδείχτηκε στη δίκη που έγινε, στην οποία αθωώθηκε!
Ο ίδιος ο Χρ. Ξηρός συνόψισε με το θυμόσοφο τρόπο του όλη την ουσία της κατάθεσης Γρίβα: Ο ληστής φορούσε διαφανή μεμβράνη στο πρόσωπο για να αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά του. Φορούσε χοντρά μυωπικά γυαλιά και δε φαινόταν τα μάτια του. Φορούσε περούκα και δεν φαινόταν τα μαλλιά του. Τότε τι είδε ο Γρίβας; Φαίνεται ότι ο ληστής αρχικά είχε μεταμφιεστεί σε Δαναλάτο και μετά μεταμφιέστηκε σε Χριστόδουλο. Και το κορυφαίο. Ο Γρίβας υποστήριζε ότι ο Χριστόδουλος τότε είχε κοντό λαιμό γιατί ήταν πιο παχύς. «Δηλαδή άμα αδυνατίσω κι άλλο θα γίνω καμηλοπάρδαλη;», ήταν η ατάκα του Χριστόδουλου, που σκόρπισε τη γενική θυμηδία. Αυτό που δε σκόρπισε καμιά θυμηδία ήταν η καταληκτική επισήμανσή του: «Θέλω να μην απομακρυνθεί ο μάρτυρας, γιατί θα ζητήσω να διωχτεί για ψευδομαρτυρία. Με τέτοιους ψευδομάρτυρες μας καταδίκασε ο αρεοπαγίτης κ. Μαργαρίτης».
Ο μάρτυρας Μπερεδήμας, συμβασιούχος των ΕΛΤΑ τότε, ήταν στον αντίποδα του Γρίβα. Ηταν σε θέση να κάνει την περιγραφή δυο μόνων δραστών και μόνο ως προς το σωματότυπο. Είπε χαρακτηριστικά: «Μοιάζαν κι εκείνοι (σ.σ. ο Δαναλάτος και ένας ακόμη από εκείνους που κατηγορήθηκαν για τη ληστεία και αθωώθηκαν) μοιάζαν κι αυτοί» (σ.σ. ο Χριστόδουλος και ο Κουφοντίνας). Οσο κι αν πιέστηκε από την έδρα, ήταν κατηγορηματικός: εννοούσα μόνο στο σουλούπι, στο σωματότυπο, που θα μπορούσαν να είναι κι ένα σωρό άλλοι άνθρωποι. Μάλιστα, το τόνισα αυτό στον ανακριτή, ότι δε μπορώ να αναγνωρίσω κανένα, πέρα από το σουλούπι. Και όμως, αυτές οι διευκρινίσεις, που αποτελούν την ουσία, δε γράφτηκαν ποτέ στην κατάθεσή του. Το μόνο που γράφτηκε είναι ότι «μοιάζουν» ο Χριστόδουλος και ο Κουφοντίνας. Οταν ο ανακριτής του έδειχνε φωτογραφίες, στάθηκε στο σουλούπι και ενός τρίτου ανθρώπου, όμως ο ανακριτής του είπε «αυτόν άσ’ τον, είναι ο Τούρκος και έχει πεθάνει»! Ετσι γινόταν η ανάκριση εκείνο το ζοφερό καλοκαίρι και φθινόπωρο του 2002. Αξιοσημείωτα είναι δύο ακόμη στοιχεία από την κατάθεση Μπερεδήμα. Πρώτο, ότι ο ψευτοαστυνομικός, ρόλος που αποδίδεται στον Δ. Κουφοντίνα, περισσότερο έμοιαζε με άτομο από την ομάδα Δαναλάτου παρά με τον Κουφοντίνα. Δεύτερο, ότι αυτός που από το κατηγορητήριο εμφανίζεται ως Χριστόδουλος φορούσε όντως ξανθιά περούκα και χοντρά μυωπικά γυαλιά. Ως προς αυτό, η κατάθεση Μπερεδήμα ταυτίζεται μ’ αυτή του ψευδομάρτυρα Γρίβα. Ομως, ο μεν Μπερεδήμας λέει ότι ήταν αδύνατο να τον αναγνωρίσει, ο δε Γρίβας έχει κάνει το γνωστό σλάλομ μεταξύ Δαναλάτου και Χριστόδουλου.
Μετά το διάλειμμα, ο πρόεδρος ανακοίνωσε ότι η κατάθεση του Γρίβα θα συνεκτιμηθεί με όλες τις άλλες και ο ίδιος κρίνει ότι δε συντρέχουν λόγοι κράτησής του για ψευδομαρτυρία. Ιδια γεύση, δηλαδή, όπως και με τους άλλους ψευδομάρτυρες. Οργισμένος ο Χρ. Ξηρός είπε πως αν αυτά γινόταν σε μια κοινή ποινική δίκη οι μάρτυρες θα διώκονταν για ψευδομαρτυρία και οι καταθέσεις τους θα πετιούνταν στα σκουπίδια. Εδώ, όμως, έχουμε μια πολιτική δίκη, στην οποία δικάζονται πολιτικοί αντίπαλοι, μια δίκη σκοπιμοτήτων, γι’ αυτό και κυριαρχούν άλλα πράγματα. Αυτά περί συνεκτίμησης μας τα έλεγε και ο Μαργαρίτης –κατέληξε- κι εμείς τα χάψαμε. Κι όταν ήρθε η ώρα της απόφασης είδαμε ότι είχε χρησιμοποιήσει όλους αυτούς τους ψευδομάρτυρες. Ο πρόεδρος περιορίστηκε να του πει, ότι έχει δικαίωμα να χρησιμοποιήσει ο ίδιος νομικά μέσα και ο Χριστόδουλος κάγχασε: Μου λέτε δηλαδή να του κάνω μήνυση. Να προσφύγω στα δικαστήρια που μου έχουν ρίξει 10 ισόβια με αυτούς τους ψευδομάρτυρες!
Ο μάρτυρας Γεροδήμος, διαχειριστής του υποκαταστήματος, ήταν ίδια περίπτωση με τον προηγούμενο. Είδε δυο από τους δράστες, οι οποίοι πήραν τα λεφτά. Διέκρινε και μπορούσε να περιγράψει μόνο σωματότυπο. Και όμως, καταβλήθηκε προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί κι αυτός ως αναγνωριστής. Πώς; Με μια περιγραφή σωματότυπου και αναγνώριση από φωτογραφίες που έδειχναν ένα άτομο από τη μέση και πάνω! Χωρίς, δηλαδή, να μπορεί να διακρίνει το ύψος!! Τα ίδια είχε πει ο μάρτυρας και για το Δαναλάτο, τον οποίο επίσης είχε αναγνψωρίσει ως προς το σωματότυπο. Η τοποθέτησή του ήταν αφοπλιστική: Αν στη θέση του Δαναλάτου ήταν ο Χριστόδουλος, θα αναγνώριζα αυτόν, αφού μόνο εξωτερικά χαρακτηριστικά είδα!
Ο Γεροδήμος κατάφερε να τινάξει στον αέρα ολόκληρο το κατηγορητήριο και να καταδείξει ότι το μόνο που υπήρξε στους υπάλληλους των ΕΛΤΑ ήταν η σύγχυση και η διάθεση των υπαλλήλων να «αναγνωρίσουν» ως ληστές όποιους κατά καιρούς τους έδειχνε η Ασφάλεια. Για παράδειγμα, τον υποτιθέμενο Χριστόδουλο ο Γεροδήμος τον τοποθέτησε αλλού σε σχέση με τον Γρίβα. Ο Γρίβας τοποθέτησε τον «Χριστόδουλο» στη θέση του ατόμου που απειλούσε τον ίδιο, ενώ ο Γεροδήμος στη θέση του ατόμου που απειλούσε αυτόν! Και ήταν κατηγορηματικός και αυτός. Οσο για την αναγνώριση, στην μεν περίπτωση του Δαναλάτου τον είχαν κατεβάσει στα υπόγεια της Ασφάλειας και ξεφύλλιζε πολλά άλμπουμ με φωτογραφίες επί τέσσερις ώρες, ενώ στην περίπτωση του Χριστόδουλου ο ανακριτής του έδειξε μερικές φωτογραφίες που είχε πάνω στο γραφείο του! Ηταν οι φωτογραφίες των συλληφθέντων ως μελών της 17Ν. Αλλος ένας μάρτυρας αποκάλυψε πως γίνονταν οι αναγνωρίσεις από τους ανακριτές και πως καθοδηγούνταν οι μάρτυρες προς συγκεκριμένα πρόσωπα.
Μετά την κατάθεση Γεροδήμου ο Δ. Κουφοντίνας ζήτησε να κάνει μια σύντομη δήλωση: «Η κ. εισαγγελέας, στη διάρκεια της κατάθεσης του μάρτυρα, εξέφρασε την άποψη ότι ένα άτομο με μυωπία δε θα μπορούσε να συμμετάσχει σε μια ληστεία. Θεωρώ αυτή την άποψη ρατσιστική. Ένα άτομο με μυωπία, ακόμα και ένα άτομο με ειδικές ανάγκες έχει πλήρη δικαιώματα σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής, ακόμη και στις διαδικασίες ανακατανομής του κοινωνικού πλούτου. Αν θέλετε, στο τέλος, όταν τελειώσουν αυτές οι υποθέσεις που εσείς τις ονομάζετε ληστεία σε τράπεζες, θα πούμε και γι’ αυτό, θα πούμε και για τη ληστεία των τραπεζών από τις τράπεζες των ληστών».