«Κύριε πρόεδρε, κύριοι δικαστές, κύριοι εισαγγελείς, καταδικάζω την τρομοκρατία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Δεν έχω καμιά σχέση με τη 17Ν. Είμαι αθώος. Είμαι υπέρ του μαζικού λαϊκού κινήματος». Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια του Παύλου Σερίφη, που απολογήθηκε καθισμένος στη θέση του και έχοντας δίπλα του το δικηγόρο του Θ. Σοφό. Είπε μερικά λόγια για τη ζωή του και αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις, παραπέμποντας στο δικηγόρο του.
Η συνέχεια ήταν αναμενόμενη: ανάγνωση των προανακριτικών και ανακριτικών απολογιών. Χωρίς αντίρρηση, χωρίς ένσταση από πλευράς Π. Σερίφη! Είμαστε περίεργοι να δούμε τι σόι υπερασπιστική γραμμή είν’ αυτή, πώς θα εξελιχθεί μέχρι το τέλος: Δηλώνω ότι δεν έχω σχέση, αλλά δεν κάνω ένσταση για όσα φέρομαι να έχω πει στην προδικασία!
Η διαδικασία διακόπηκε αιφνίδια, λόγω λιποθυμικού επεισοδίου της εισαγγελέα. Αν και της συστήθηκε ανάπαυση, η κ. Κουτζαμάνη επανήλθε στην έδρα μετά από μισή ώρα και η διαδικασία συνεχίστηκε! Είναι τόσο μεγάλη η πίεση των Αμερικάνων (Απρίλη παραγράφεται η υπόθεση Τζαντ), που παραμελούνται ακόμα και τα ζητήματα υγείας!
Μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης των προανακριτικών και ανακριτικών απολογιών, ο πρόεδρος ζήτησε από τον Π. Σερίφη αν θέλει να δώσει κάποιες εξηγήσεις και αυτός απάντησε ότι σε όλες τις ερωτήσεις απαντήσεις θα δώσει ο δικηγόρος του. Προς στιγμήν προκλήθηκε μια αμηχανία και τη διέξοδο έδωσε ο αναπληρωτής πρόεδρος Β. Φούκας, που ρώτησε τον Π. Σερίφη πρώτο αν θα απαντήσει σε ερωτήσεις της έδρας και δεύτερο αν θα απαντήσει σε ερωτήσεις των επιβαρυνόμενων συγκατηγορουμένων. Πήρε αρνητική απάντηση και το θέμα έκλεισε εκεί. Η υπεράσπιση Γ. Σερίφη και Ν. Παπαναστασίου ζήτησε να διαβαστούν και τα πρακτικά της πρώτης δίκης, πράγμα που έγινε. Τότε, ο Π. Σερίφης είχε καταγγείλει την απολογία του ως προϊόν πιέσεων και απειλών στην Αντιτρομοκρατική, δίνοντας μάλιστα και λεπτομέρειες για την απάνθρωπη ανάκριση που υπέστη. Είναι, άλλωστε, γνωστή η ιστορία. Στην Αντιτρομοκρατική δεν είπε τίποτα. Τον πήγαν στην ανακρίτρια όπου δεν είπε επίσης τίποτα και ζήτησε προθεσμία να απολογηθεί. Τον ξαναπήραν στην Αντιτρομοκρατική, τον τσάκισαν (είναι γνωστό ότι πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας) και τον ξαναπήγαν στην ανακρίτρια στις 2 τη νύχτα! Ο ίδιος κατήγγειλε στο πρώτο δικαστήριο ότι όσα είπε εκεί ήταν προϊόν υπαγόρευσης από την Αντιτρομοκρατική. Τον είχαν τσακίσει, είπε, ύστερα από σαράντα ώρες απειλών. «Ο,τι και να μου έλεγαν τότε, θα το υπέγραφα για να ησυχάσω».
Οταν η ανάγνωση των πρακτικών της πρώτης δίκης έφτανε στο τέλος της, ο συνήγορος του Π. Σερίφη ζήτησε να γραφεί στα πρακτικά ότι η ανάγνωση ζητήθηκε από την υπεράσπιση άλλων κατηγορούμενων και ότι ο Π. Σερίφης εναντιώνεται στην ανάγνωση, διότι έχει αλλάξει υπερασπιστική γραμμή!!! Αφήνοντας στην άκρη το γεγονός ότι η εναντίωση δεν προβλήθηκε στην αρχή, εμείς μένουμε στην ουσία: Σε τι συνίσταται η αλλαγή της υπερασπιστικής γραμμής του Π. Σερίφη; Ψέματα είναι αυτά που είπε στην πρώτη δίκη;
Το ίδιο ρώτησε ο αναπληρωτής εισαγγελέας: στην πρώτη δίκη είπατε ότι αυτά είναι σενάρια της Αντιτρομοκρατικής. Αυτό λέτε και τώρα; Ούτε τα καταγγέλλουμε, ούτε τα διαψεύδουμε (!!!), απάντησε ο δικηγόρος! Δεν ασχολούμαστε μ’ αυτό το θέμα. Εχετε μια ανακριτική απολογία και το δικαστήριο θα κρίνει ελεύθερα αν αυτή η απολογία περιέχει ακριβή και ανακριβή στοιχεία!!! Ο Σπ. Φυτράκης ξεκαθάρισε ότι για τον Γ. Σερίφη το τι λέει ο κάθε κατηγορούμενος δεν έχει καμιά σημασία νομικά, λόγω του περιορισμού του 211Α («ένοχος ένοχον ου ποιεί»). Εχει όμως μια ιστορική σημασία. Προτείναμε να αναγνωστούν όλα, αφού αποφασίσατε να διαβάσετε το υλικό της προδικασίας και επειδή δεν υπήρξε εναντίωση από την πλευρά του Π. Σερίφη, είπε. Εκ των υστέρων υπήρξε εναντίωση, αλλά αφού διαβάσατε τα πρώτα, έπρεπε να τα διαβάσετε όλα. ‘Η όλα ή τίποτα. Η δική μας θέση ήταν από την αρχή να μη διαβάζεται τίποτα.
Τι προέκυψε από την τοποθέτηση Σοφού; Οτι δεν είχε εναντιωθεί στην ανάγνωση της προανακριτικής και ανακριτικής απολογίας, ότι δεν του δόθηκε ο λόγος όταν υπεβλήθη το αίτημα να αναγνωστούν και τα πρακτικά του πρωτόδικου (σ.σ. τον οποίο λόγο δε ζήτησε, όπως του επισημάνθηκε απ’ όλες τις πλευρές) και ότι εν πάση περιπτώσει στη διάρκεια της ανάγνωσης των πρακτικών της πρώτης δίκης εναντιώνεται στην ανάγνωσή τους! Δηλαδή, για να μιλάμε ουσιαστικά και όχι νομικίστικα, δεν είχε καμιά αντίρρηση να αναγνωστεί η ανακριτική απολογία του Παύλου, στην οποία «έδινε τη μάνα του και τον πατέρα του», κατά το κοινώς λεγόμενο, αλλά έχει αντίρρηση να αναγνωστούν τα πρακτικά της πρώτης δίκης, στην οποία ο Παύλος είχε καταγγείλει ως σενάρια της Αντιτρομοκρατικής τα όσα είχε πει στην ανακρίτρια!!! Για να εξηγούμαστε και να μη κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, η νέα υπερασπιστική γραμμή είναι η… παλιά, αυτή που του υπαγόρευσε η Αντιτρομοκρατική: πες για όλους τους άλλους, πες για το Γιωτόπουλο και το Γιάννη Σερίφη, κι εσύ θα πάρεις μια αθώωση λόγω παραγραφής και θα πας στο σπιτάκι σου και στη δουλίτσα σου!
Περιττεύει, βέβαια, να πούμε –πολιτικά μιλώντας-ότι αυτό είναι κατάντια, που καμιά αρρώστια δε μπορεί να τη δικαιολογήσει. Νομικά, βέβαια, όσα προηγήθηκαν δεν έχουν καμιά αξία, όπως σημείωσε ο Σπ. Φυτράκης. Οχι μόνο λόγω του 211Α του ΚΠΔ, αλλά και επειδή δε μπορεί κανείς να πάρει στα σοβαρά έναν κατηγορούμενο που προσπαθεί να αθωωθεί (αυτό είναι θεμιτό) και επιβαρύνει άλλους, λέγοντας άλλα πράγματα στην προδικασία, άλλα στον πρώτο και άλλα στο δεύτερο βαθμό. Μένει να δούμε πώς θα αξιολογηθούν τα καμώματα του Παύλου και της υπεράσπισής του πρώτα στην εισαγγελική πρόταση και στο τέλος στην απόφαση του δικαστήριου.
Είχαμε γράψει τις παραπάνω σκέψεις, όταν ήρθε η επιβεβαίωσή τους: Ο συνήγορος του Π. Σερίφη υπέβαλε γραπτά «ισχυρισμό περί παύσεως της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής». Οπερ έδει δείξαι…
Ο Σωτήρης Κονδύλης, που ήταν ο επόμενος που απολογήθηκε, δεν διαφοροποιήθηκε σε τίποτα σε σχέση με τα όσα έχει παραδεχτεί από τη σύλληψή του και έχουν καταγραφεί σε όλες τις απολογίες του (και στο πρώτο δικαστήριο). Αναφέρθηκε στην πολιτική του διαδρομή, που πάει παράλληλα με τη συμμετοχή του στους κοινωνικούς αγώνες. Νεαρός εργάτης συμμετέχει στα κινήματα από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Οργανώνεται στην ΚΝΕ και φτάνει να γίνει μέλος του ΚΣ της. Αποχωρεί στη μεγάλη κρίση και διάσπαση του 1989 και συμμετέχει στη δημιουργία του ΝΑΡ. Δεν καλύπτεται, όμως, από την πολιτική και αυτού του σχήματος. Στο κλίμα των έντονων κοινωνικών συγκρούσεων των αρχών της δεκαετίας του ’90 αναζητά πιο δυναμικές μορφές αντίστασης. Συζητά με κόσμο σε στέκια και εκεί γνωρίζεται με τον Χριστόδουλο και τον Κουφοντίνα. Ο ίδιος δεν έχει φτάσει ακόμα στην αντίληψη της ένοπλης σύγκρουσης, ουδείς του μιλά για τη 17Ν, συζητούν για οργάνωση δυναμικών μορφών αγώνα, για την οποία χρειάζονται κλεμμένο όχημα. Στην πρώτη συμμετοχή του μπλέκεται στη συμπλοκή των Σεπολίων. Από τα δημοσιεύματα των εφημερίδων καταλαβαίνει ότι έχει σχέση με τη 17Ν και ζητά εξηγήσεις. Του απαντούν ότι δε μπορούσαν να του μιλήσουν για τη 17Ν, για λόγους ασφάλειας, και οι εξηγήσεις τον πείθουν. Χάνεται για ένα διάστημα (επειδή είχε ένα ατύχημα στη δουλειά), λείπει από την Αθήνα και όταν επιστρέφει ξαναπιάνει επαφή. Ακόμα δεν έχει πάρει την τελική του απόφαση, ταλαντεύεται, κατεβαίνει ξανά υποψήφιος του ΝΑΡ το 1993, αλλά στο τέλος αποφασίζει να ενταχθεί στη 17Ν. Χωρίς καμιά πίεση ή απειλή. Την απόφασή του χαρακτηρίζει σήμερα «λάθος» και «πολιτική αφέλεια». Συμμετέχει στην εκτέλεση του τούρκου πράκτορα Σιπαχίογλου, ως απάντηση για τη δολοφονία του Θεόφιλου Γεωργιάδη. Δε γνωρίζει ότι η ενέργεια θα γίνει εκείνο το πρωί, δηλώνει όμως ότι δεν είχε καμιά αντίρρηση για την ενέργεια και ότι αν γινόταν οποιαδήποτε άλλη μέρα θα συμμετείχε. Στην ενέργεια ο ίδιος μένει και φυλάει το αυτοκίνητο διαφυγής. Συμμετέχει επίσης στην εκτόξευση ρουκέτας σε γκαράζ της αμερικάνικης πρεσβείας. Αυτή ήταν η τελευταία του συμμετοχή σε ενέργεια της Οργάνωσης. Εχει προβληματισμούς. Θεωρεί ότι η πολιτική κατάσταση έχει αλλάξει. Συζητά με τον Κουφοντίνα και θεωρεί πως και εκείνος έχει τους ίδιους προβληματισμούς, ότι κλίνει προς την άποψη ότι η Οργάνωση έφτασε στο όριό της και πρέπει να σταματήσει. Ο ίδιος αποχωρεί και αργότερα διαπιστώνει ότι ο Κουφοντίνας συνεχίζει, έχοντας προφανώς αλλάξει άποψη, όπως εκτιμά.
Απαντώντας σε ερωτήσεις της έδρας ο Κονδύλης καταθέτει: Γνώρισε τον Χριστόδουλο μόνο στη συμπλοκή στα Σεπόλια. Εκτοτε δεν τον ξαναείδε και πληροφορήθηκε ότι έφυγε. Συνεργάστηκε αποκλειστικά με τον Κουφοντίνα και τον Σάββα. Μ’ αυτούς συζητούσε, μ’ αυτούς πήρε μέρος στις δυο ενέργειες (Σιπαχίογλου και αμερικάνικη πρεσβεία). Κανέναν άλλο δε γνώρισε ως μέλος της Οργάνωσης. Κατηγορηματικά δεν ήταν ο Βασίλης Ξηρός στην αμερικάνικη πρεσβεία. Δεν τον είχε δει ποτέ. Το ίδιο και τον Καρατσώλη (έναν Στέλιο που αναφέρει στην προανακριτικά απολογία του δεν τον έχει δει ανάμεσα στους κατηγορούμενους). Γνώρισε τον Γιωτόπουλο (του τον σύστησαν ως Λάμπρο) και τον Τζωρτζάτο σε ρεμπετάδικα. Ουδέποτε έγινε εκεί συζήτηση για την Οργάνωση ή για ενέργειες. Ηταν κοινωνικές εκδηλώσεις στις οποίες γίνονταν γενικές πολιτικές συζητήσεις, σαν αυτές που στήνουν οι πολιτικοποιημένοι άνθρωποι όταν βρεθούν σε μια συντροφιά. Ο ίδιος σχημάτισε την εντύπωση ότι όσοι συμμετείχαν στην παρέα είχαν κάποια σχέση με την Οργάνωση. Ηταν δική του εντύπωση, ουδείς του είπε τίποτα. Είναι βέβαιος ότι ο Τζωρτζάτος λέει αλήθεια πως δεν είχε καμιά σχέση με την Οργάνωση μετά το 1993.
Και από την έδρα και από την πολιτική αγωγή δέχτηκε πίεση να προχωρήσει περισσότερο. Τι ήθελαν; Στοιχεία για τον Γιωτόπουλο. Στοιχεία που να στηρίζουν την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας. Πολλές απ’ αυτές τις ερωτήσεις ήταν επειεικώς γελοίες. Οπως, για παράδειγμα, αν από τον τρόπο που μιλούσε ο Γιωτόπουλος αποκαλυπτόταν ύφος ίδιο μ’ αυτό των προκηρύξεων! ‘Η αν έδειχνε να παίζει ηγετικό ρόλο! Στο ρεμπετάδικο θα τα διαπίστωνε αυτά! Ο Κονδύλης έμεινε σταθερός στη θέση του, όμως –δυστυχώς γι’ αυτόν- ο ίδιος με την εν γένει στάση του τους έδωσε το δικαίωμα να τον πιέζουν. Είχε μια δεύτερη ευκαιρία να ανακτήσει την αξιοπρέπειά του, να επαναδιεκδικήσει την αγωνιστική του τιμή, και την απεμπόλησε. Μπορούσε να αρνηθεί οποιαδήποτε αναφορά σε συγκατηγορούμενούς του, ακολουθώντας το παράδειγμα του Θωμά Σερίφη, αλλά δεν το έκανε.