Με μια λακωνικότατη δήλωση, ο Βασίλης Ξηρός δήλωσε ότι αρνείται τις κατηγορίες και ότι δεν θα απολογηθεί ούτε θα απαντήσει σε ερωτήσεις: «Μετά την απόρριψη των ενστάσεων και τις ψεύτικες προανακριτικές και εφόσον τις δέχεστε σαν αληθινές και συνεκτιμώντας τη στάση του δικαστηρίου όλον αυτό τον καιρό, δεν έχει κανένα νόημα να απολογηθώ ή να απαντήσω σε καμία ερώτηση».
Η εισαγγελέας –φυσικά- πρότεινε να αναγνωστούν οι προανακριτικές και ανακριτικές απολογίες του, αυτές που τις έχει καταγγείλει ως προϊόν άσκησης ψυχολογικής και σωματικής βίας. Οι συνήγοροί του αντέλεξαν, αναφερόμενοι στο δικαίωμα σιωπής που άσκησε, το οποίο δεν επιτρέπει την ανάγνωση προδικαστικών απολογιών. Το δικαστήριο, με διάσκεψη-εξπρές στην έδρα και αδημονώντας να τελειώνει (είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρόεδρος προς στιγμή αμφισβήτησε το δικαίωμα συνηγόρου υπεράσπισης να δευτερολογήσει μετά την τοποθέτηση της εισαγγελέα!) αποφάσισε την ανάγνωση και προχώρησε σ’ αυτή. Ο… αυτόματος πιλότος της διεκπεραίωσης λειτούργησε και πάλι.
Ο Βασίλης αποχώρησε από τη δίκη όση ώρα διαβάζονταν οι «απολογίες» του και επέστρεψε όταν τελείωσε το θέατρο. Η εισαγγελέας πρότεινε να διαβαστούν και τα πρακτικά της πρωτόδικης δίκης και έτσι είχαμε την ευκαιρία να θυμηθούμε το μικρό κείμενο που προσπάθησε να διαβάσει στην πρώτη δίκη ο Βασίλης, διακοπτόμενος συνεχώς και με τρόπο κυριολεκτικά αλήτικο από μεγαλοδικηγόρους της πολιτικής αγωγής, χωρίς να καταφέρει να ολοκληρώσει την τοποθέτησή του. Εννοείται πως στα επίσημα πρακτικά που διαβάστηκαν αυτή η αλητεία δεν καταγράφεται.
Ο Βασίλης ρωτήθηκε αν θέλει να απαντήσει σε ερωτήσεις και απάντησε αρνητικά. Εγινε και η καθιερωμένη διακοπή για να ρωτηθούν οι Χριστόδουλος και Κουφοντίνας μήπως θέλουν να υποβάλουν ερωτήσεις στον Βασίλη (πάνω απ’ όλα η δικονομική τάξις, όταν δεν κινδυνεύει απ’ αυτή η διεκπεραίωση!), η εισαγγελέας θυμήθηκε ότι πρέπει να ρωτηθούν μήπως θέλουν να υποβάλουν ερωτήσεις και στον Τζωρτζάτο, Κουφοντίνας και Χριστόδουλος απάντησαν στον φύλακα που στάλθηκε ότι εμμένουν στις δηλώσεις τους και έτσι κλήθηκε να απολογηθεί ο Διονύσης Γεωργιάδης.
«Ο,τι είχα να πω κατ’ ουσίαν το έχω ήδη πει», ήταν τα πρώτα λόγια του Δ. Γεωργιάδη, που ξεκαθάρισε ότι απλά θα συνοψίσει όλα όσα έχει πει. Καταδικάστηκα –είπε- για μια βόμβα που μπήκε τον Ιούνη του ‘98 και φέρομαι να ομολογώ ότι την τοποθέτησα το Δεκέμβρη. Φαίνεται πως ο Ιούνης είναι μετά το Δεκέμβρη. Δεν έχω καμιά σχέση με τις κατηγορίες και το μόνο πραγματικό γεγονός είναι η σχέση που είχα με τους αδερφούς Ξηρούς και η χρήση μιας ταυτότητας που μου έδωσε ο Σάββας για να νοικιάσω ένα σπίτι για λογαριασμό του, όπως έχω ήδη εξηγήσει. Αυτή ήταν όλη κι όλη η απολογία του.
Η εισαγγελέας προσπάθησε να κάνει αυτό που δεν έκανε σε κανένα από τους κραγμένους ψευδομάρτυρες. Να οδηγήσει τον Γεωργιάδη σε αντιφάσεις, με ερωτήσεις βγαλμένες κυρίως από το προανακριτικό υλικό της Αντιτρομοκρατικής. Κρίσιμο ζήτημα το πότε ήρθε ο Γεωργιάδης στην Αθήνα. Τόσοι μάρτυρες ήρθαν και επιβεβαίωσαν αυτό που λέει, ότι ήρθε το φθινόπωρο του ’98, αλλά η εισαγγελέας επέλεξε την ανακριτική απολογία του Βασ. Ξηρού, που λέει ότι συγκατοικούσαν στην Αθήνα το ’97. Χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του ο Γεωργιάδης απάντησε με ένα ερώτημα: τότε γιατί η πρωτόδικη απόφαση δεν παίρνει ούτε αυτό που λέει ο Βασίλης ούτε αυτό που λέω εγώ και επιλέγει μια μεσοβέζικη λύση ως προς την ημερομηνία; Τόσους μάρτυρες έφεραν, το απέδειξα πλήρως, τι άλλο να κάνω; Οχι, δε λέει ψέματα ο Βασίλης, απλά τα μπερδεύει. Είναι ιδιόμορφος άνθρωπος και στη Θεσσαλονίκη λέμε πως είναι αυτός που μπορεί να μπερδέψει την Εγνατία με την Τσιμισκή.
Σε όλες τις ερωτήσεις είχε απαντήσεις ο Δ. Γεωργιάδης. Απαντήσεις σαφείς, που τις έχει δώσει και στην πρώτη δίκη και στη διάρκεια αυτής της δίκης. Μίλαγε, όμως, «εις ώτα μη ακουόντων». Η εισαγγελέας κατέστησε σαφές ότι δεν πίστευε τίποτα απ’ όσα έλεγε. Το μόνο αποδεικτικής ισχύος έγγραφο είναι γι’ αυτήν η κατασκευασμένη από την Αντιτρομοκρατική προανακριτική του. Ειδικά για την έκρηξη στην Τράπεζα Πίστεως, που φέρεται να ομολογεί (η οποία, ας το ξαναπούμε, δεν έχει «υιοθετηθεί» από τη 17Ν αλλά από άλλη Οργάνωση, με επιστολή σε εφημερίδες, γεγονός που έχει επιβεβαιώσει και ο Δ. Κουφοντίνας). Και χωρίς τη δήλωση Κουφοντίνα, όμως, για έναν καλοπροαίρετο και όχι «στημένο» άνθρωπο θα αρκούσε και μόνο η προανακριτική «απολογία» του Γεωργιάδη για να τον απαλλάξει τουλάχιστον απ’ αυτή την κατηγορία: ο ίδιος εκεί φέρεται να λέει ότι έβαλε τη βόμβα το Δεκέμβρη του 1998 (προφανώς επειδή στο μυαλό του είχε το πραγματικό γεγονός ότι κατέβηκε στην Αθήνα το Σεπτέμβρη του ’98), ενώ η βόμβα έχει μπει τον Ιούνη!
«Ο Σάββας Ξηρός μπορεί να έκανε τις επιλογές που έκανε, όμως για μένα είναι ο αδερφός ενός φίλου, που τον γνωρίζω 12-13 χρόνια, και ο άνθρωπος που όταν ήρθα στην Αθήνα με βοήθησε, με φιλοξένησε στο σπίτι του, με βοήθησε να βρω δουλειά. Δε θα γίνω εγώ κριτής του». Αυτή ήταν η αξιοπρεπέστατη απάντηση του Γεωργιάδη, μαζί μ’ ένα πικρό χαμόγελο, όταν η εισαγγελέας του ζήτησε να του επιβεβαιώσει αυτό που φέρεται να λέει στην ανακριτική απολογία του, ότι ο Σάββας του τηλεφωνούσε και τον απειλούσε ότι θα σκοτώσει τον ίδιο και την οικογένειά του, αν πει τίποτα για την Οργάνωση. Κουράστηκε να εξηγεί –μάταια, όπως φάνηκε από τις αντιδράσεις της εισαγγελέα- ότι όλα αυτά είναι από τη μια κατασκευάσματα της Αντιτρομοκρατικής και από την άλλη αποτέλεσμα της πλήρους ασυνεννοησίας με τους τότε δικηγόρους του, τους οποίους δε μπόρεσε να ενημερώσει ότι η προανακριτική του ήταν κατασκευασμένη και οι οποίοι έγραφαν υπομνήματα για λογαριασμό του, τα οποία ο ίδιος ούτε να διαβάσει δεν προλάβαινε. Γι’ αυτό, άλλωστε, όπως είναι γνωστό, η συνεργασία τους τερματίστηκε στη συνέχεια. Επειδή ακολούθησαν ένα δρόμο («κάτι έπρεπε να κάνουν», όπως δήλωσε) που ο ίδιος δεν ήθελε να ακολουθήσει. Δεν ήθελε να συμπράξει σε ένα παιχνίδι σκοπιμοτήτων.
«Θα μπορούσα να έρθω εδώ και να δηλώνω ότι ο Σάββας με απειλούσε και μου κόπηκαν τα πόδια. Θα μπορούσε να κάθομαι εδώ και να πετάω λάσπη. Αυτός ήταν ο εύκολος δρόμος. Εγώ δε διάλεξα αυτό το δρόμο, διάλεξα το δύσκολο δρόμο. Ηξερα ότι θα την πληρώσω και την πλήρωσα»!
Ιδια γεύση από τις ερωτήσεις του αναπληρωτή εισαγγελέα και των δικαστών. Ευθεία αμφισβήτηση (με ιδιαίτερα προκλητικό τρόπο, μάλιστα, από τον αναπληρωτή, που παρίστανε πως δεν καταλάβαινε!) των όσων έλεγε ο Γεωργιάδης. Χρειάστηκε να πει τα ίδια πράγματα μία, δυο, τρεις, πολλές φορές. Εφτασε ακόμα και στην έκρηξη, την οποία έλεγξε αμέσως. Γιατί κατάλαβε ότι για δεύτερη φορά βρίσκει απέναντί του «ντουβάρια» που δε θέλουν ν’ ακούσουν και δε θέλουν να καταλάβουν. Ειδικά όταν εξηγεί τι τράβηξε στην Αντιτρομοκρατική. Πως απειλούνταν ότι θα του φορτώσουν συμμετοχή σε όλες τις ενέργειες της 17Ν, με κορυφαία αυτή της εκτέλεσης Σόντερς, πως είδε το δικηγόρο του για τέσσερα λεπτά παρουσία τουλάχιστον 10 ασφαλιτών, πως κατέθεσε στην ανακρίτρια με κουκουλοφόρους να τον σημαδεύουν, πως παρέμεινε στην Αντιτρομοκρατική ακόμα και μετά την απόφαση για προφυλάκισή του για να εξασφαλιστεί πως δεν θα ανακαλέσει τα όσα τον υποχρέωσαν να παραδεχτεί κλπ. κλπ. Πώς να μην εκραγεί, λοιπόν, και να μην προεξοφλήσει, εμμέσως, ότι ίδια θα είναι η μεταχείρισή του και από αυτό το δικαστήριο;
Μετά το τέλος των ερωτήσεων, ακολούθησε η καθιερωμένη διαδικασία: πρόταση της εισαγγελέα να αναγνωστούν οι προδικαστικές απολογίες του (ήδη έχει γίνει χρήση από το δικαστήριο κατά τη διαδικασία των ερωτήσεων στον κατηγορούμενο, για ποιο λόγο να διαβαστούν ολόκληρες; αντέτεινε η υπεράσπιση), απόφαση-εξπρές επί της έδρας και ανάγνωση.