Η μάρτυρας Κιόρογλου, υπάλληλος του υποκαταστήματος των ΕΛΤΑ Αιγάλεω, επέτεινε ακόμα περισσότερο τη σύγχυση σχετικά με την περιγραφή των δραστών της ληστείας, αφού οι δικές της προσλαμβάνουσες αποκλίνουν σημαντικά απ’ αυτές των συναδέλφων της. Η συγκεκριμένη μάρτυρας στον ανακριτή είχε πει ότι ο ένας από τους δράστες έμοιαζε με το Χρ. Ξηρό και εκείνος που ήταν ντυμένος αστυνομικός με το Τζωρτζάτο, χωρίς να είναι και σίγουρη. Στο πρώτο δικαστήριο, όμως, είχε καταθέσει ότι ο Χριστόδουλος είναι ψηλότερος από εκείνον που είδε και ότι ο Τζωρτζάτος αποκλείεται να είναι, γιατί είναι πάρα πολύ ψηλός.
Αξίζει να σημειώσουμε, ότι οι ερωτήσεις του προέδρου και της εισαγγελέα σ’ αυτή τη δίκη δεν ήταν του τύπου «σε τι ποσοστό αναγνωρίζετε;», αλλά του τύπου «όταν είδατε τους συλληφθέντες ως μέλη της 17Ν στην τηλεόραση, για ποιον είπατε ότι αυτός μπορεί να μου θυμίζει κάτι;». Αίσθησή μας είναι ότι πρόκειται για μια προσπάθεια να βγουν λάδι οι ανακριτές που κατηύθυναν τους μάρτυρες σε συγκεκριμένες αναγνωρίσεις. Πώς θα γίνει αυτό; Η ευθύνη θα φορτωθεί ολόκληρη στους μάρτυρες. Οτι δηλαδή, αυτοί παρασύρθηκαν από το κλίμα της εποχής και άρχισαν τις αναγνωρίσεις και ο ανακριτής δεν έκανε τίποτ’ άλλο από το να καταγράφει τις καταθέσεις τους. Η ερμηνεία αυτή, όμως, «μπάζει» από παντού. Οταν η ανάκριση προσανατολιζόταν στον Δαναλάτο, οι μεν ασφαλίτες έδειχναν στους μάρτυρες ολόκληρα άλμπουμ με φωτογραφίες, ο δε ανακριτής έφερνε τον Δαναλάτο και τους άλλους στο γραφείο του και τους έδειχνε ολοζώντανους και από κοντά στους μάρτυρες για να τον αναγνωρίσουν. Στην περίπτωση των κατηγορούμενων ως μέλη της 17Ν οι ανακριτές έδειχναν στους μάρτυρες φωτογραφίες της συγκεκριμένης ομάδας συλληφθέντων (αν και δε χρειαζόταν, αφού τηλεοράσεις και εφημερίδες είχαν αναλάβει το έργο της υποβολής αναγνωρίσεων) και βέβαια ουδέποτε τους οδήγησε στο γραφείο του για να τους δουν από κοντά οι μάρτυρες.
Ούτε μια ώρα διαδικασίας δεν είχε περάσει, όταν ένα αποκαλυπτικό επεισόδιο σφράγισε για μια ακόμη φορά τη διαδικασία. Συνήγορος πολιτικής αγωγής ρώτησε τη μάρτυρα «σε ποιο σημείο βρισκόταν ο κ. Τζωρτζάτος;». Μυλωνάς και Κωνσταντάκης πετάχτηκαν αμέσως και διαμαρτυρήθηκαν σε έντονο ύφος για την παραπειστική ερώτηση. Ο πρόεδρος, αντί να κάνει την αυτοκριτική του που δεν έσπευσε αυτός να απαγορεύσει την ερώτηση και να βάλει στη θέση του το συνήγορο της πολιτικής αγωγής που διέπραξε αυτή την αθλιότητα, άρχισε να επιπλήττει τους υπερασπιστές επειδή αντέδρασαν έντονα. Πάνω στη διαδικασία της επίπληξης «πέταξε» ότι οι συνήγοροι αντιδρούν έτσι για να δημιουργήσουν εντυπώσεις!
Και τότε, ποιος είδε τον Κωνσταντάκη και δεν το φοβήθηκε. Οργισμένος, φωνάζοντας με όλη τη δύναμη της φωνής του και χτυπώντας το χέρι του στο έδρανο, απαίτησε από τον πρόεδρο να του πει πού προσπαθεί να δημιουργήσει εντυπώσεις, σε ποιον άλλο εκτός από το δικαστήριο απευθύνεται. «Δεν ξέρω σε ποιον απευθύνεστε», ήταν η απάντηση του προέδρου (!), που εξόργισε ακόμη περισσότερο το δικηγόρο. Απαίτησε να απαντήσει αμέσως ο πρόεδρος τι εννοεί, αλλιώς θα του υποβάλει αίτηση εξαίρεσης. Το ερώτημα «πείτε μου σε ποιον άλλο εκτός από το δικαστήριο απευθύνομαι;» το έθεσε άπειρες φορές ο Α. Κωνσταντάκης και απάντηση δεν πήρε. Αμήχανος και σιωπηλός ο Δ. Βερτέλλης άκουγε το ξέσπασμα του συνηγόρου. Τη διέξοδο έδωσε η εισαγγελέας, που παρακάλεσε τον πρόεδρο να κάνει διάλειμμα, «διότι όλοι είμαστε κουρασμένοι και θέλουμε να ηρεμήσουμε λίγο»!
Τυπικά, το επεισόδιο διευθετήθηκε με μια δήλωση του Ι. Μυλωνά, που μίλησε για τρία ολισθήματα του προέδρου (ο Α. Κωνσταντάκης δεν έκανε καμία δήλωση και δεν πήρε ούτε λέξη πίσω απ’ όσα είχε πει). Η πολιτική διάσταση, όμως, φάνηκε από τις δηλώσεις των Δ. Κουφοντίνα και Χρ. Ξηρού και την απολογητική του προέδρου. Ιδού ο πλήρης διάλογος:
Δ. Κουφοντίνας: Κύριε πρόεδρε, εδώ διεξάγεται μια ιστορική πολιτική δίκη. Σε μια τέτοια δίκη, όπου αντιπαρατίθενται δύο διαφορετικοί κόσμοι, δύο διαφορετικές Ελλάδες, εσείς βρίσκεστε υπό καθεστώς πιέσεων. Οι πρώτες προειδοποιητικές βολές, και προς εσάς προσωπικά, γίναν κατά την έναρξη της δίκης με τις παρεμβάσεις του Μητσοτάκη και του αμερικανού πρέσβη. Το καθοριστικό όμως σημείο, αυτό που νομίζω ότι σηματοδότησε και τη στροφή σας – την έχουμε δει όλοι – ήταν μετά την κατάθεση της υπουργού Εξωτερικών και ένα μπαράζ άρθρων που αφορούσαν εσάς σε διάφορες εφημερίδες. Αρθρα πανομοιότυπα, φαινόταν ότι εκπορεύονταν από το ίδιο κέντρο και με την ίδια φρασεολογία, που μιλούσαν για ανοχή του προέδρου στην προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων από την πλευρά των κατηγορουμένων και των συνηγόρων υπεράσπισης. Νομίζω ότι αυτό ήταν το καθοριστικό σημείο όπου φαίνεται ότι οι πιέσεις καρποφόρησαν, ακόμη και στο να μη τηρείτε τα προσχήματα. Αυτές οι παρεμβάσεις, οι οποίες είναι τελείως αντιδικονομικές αλλά που ταιριάζουν πλήρως με τον πολιτικό χαρακτήρα αυτής της δίκης, δεν κρύβονται. Εσείς οφείλατε να αποδείξετε ότι δεν υποκύπτετε στις πιέσεις. Δεν το πράξατε.
Πρόεδρος: Κύριε Κουφοντίνα, οφείλω να πω ότι αυτές οι διαπιστώσεις δεν έχουν βάση. Το «όφειλα να αποδείξω ότι δεν υπόκειμαι σε πιέσεις» με τι τρόπο να το αποδείξω; Επικαλείσθε κάποια στοιχεία αορίστως, χωρίς να συγκεκριμονοποιείτε κάποια άλλα στοιχεία τα οποία εσείς ενδεχομένως θα θέλατε να υποστηρίξετε και να επικαλεστείτε. Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία τα οποία λέτε ότι κάνουν τον υποφαινόμενο να υπόκειται σε πιέσεις; Δεν ξέρω ποια είναι. Σας διαβεβαιώ όμως ότι εγώ δεν έχω, εκτός από την άσκηση των καθηκόντων μου, δεν δέχομαι από πουθενά πιέσεις, ούτε με ενδιαφέρουν οποιεσδήποτε άλλες καταστάσεις ή άλλα συμφέροντα πέραν από τη διαδικασία η οποία διεξάγεται εδώ. Δεν έχω τίποτε άλλο, αλλά δεν έχω και κάποια άλλα μέσα να σας πω ότι κύριοι κάνετε λάθος. Από πού τα βγάζετε αυτά τα συμπεράσματα;
Δ. Κουφοντίνας: Απ’ αυτά που γίνονται κάθε μέρα, κύριε πρόεδρε.
Πρόεδρος: Πάλι αορίστως… (Δ. Κουφοντίνας: δεν ακούγεται) Μου αρχίσατε τώρα για τα διάφορα δημοσιεύματα και για διάφορους πολιτικούς που λένε ορισμένα πράγματα. Δεν με απασχολούν.
Χρ. Ξηρός: Εγώ θέλω να το θέσω διαφορετικά το ζήτημα. Σ’ ένα ταξικό δικαστήριο, όπως είσαστε εσείς, εκ των πραγμάτων, δεν χρειαζόμαστε ενδείξεις μεροληψίας, το θεωρούμε βέβαιο ότι είναι μεροληπτικό ένα ταξικό δικαστήριο. Κάτι παραπάνω από βέβαιο. Οσο για τις αποδείξεις που ζητάτε, υπάρχει η πρωτόδικη απόφαση, η οποία είναι περίτρανη απόδειξη μιας ταξικής δίκης και καταδίκης πολιτικών αντιπάλων. Οσο για τα περί αστικής νομιμότητας και αν θα τηρηθεί ή όχι, έτσι κι αλλιώς η αστική νομιμότητα απευθύνεται σ’ αυτούς που έχουν λεφτά και όχι σε φτωχούς εργάτες, όπως εγώ για παράδειγμα, για τους οποίους δεν ισχύει τίποτα.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης των Χρ. Ξηρού και Β. Τζωρτζάτου σχολίασαν συνολικά τις καταθέσεις των μαρτύρων, από τις οποίες αποκλείεται κάθε εμπλοκή των εντολέων τους στην υπόθεση. Δεν παρέλειψαν δε να επισημάνουν το γεγονός ότι από το αποδεικτικό υλικό για μια φορά ακόμη τινάζονται στον αέρα οι κατασκευασμένες προανακριτικές «απολογίες», οι οποίες μάλιστα επιλεκτικά χρησιμοποιήθηκαν από το δικαστήριο του πρώτου βαθμού (έγιναν δεκτά μόνο τα σημεία τους που εξυπηρετούσαν συγκεκριμένες καταδίκες, ενώ άλλα σημεία τους δεν χρησιμοποιήθηκαν). Ο Ι. Μυλωνάς ζήτησε συμπληρωματικά την κλήση και ορισμένων άλλων αυτοπτών μαρτύρων, το δικαστήριο (με εισήγηση της εισαγγελέα) απέρριψε το αίτημα και ο συνήγορος χαρακτήρισε την απόρριψη παραβίαση του άρθρ. 6 της ΕΣΔΑ. Το δικαστήριο δέχτηκε να αναγνωστούν οι καταθέσεις και από την πρώτη κιόλας μάρτυρα φάνηκε πόσο αναιτιολόγητη ήταν η απόρριψη του αιτήματος να κληθεί να καταθέσει. Ηταν η μαρτυρία μιας νέας γυναίκας που περιέγραφε με άπειρες λεπτομέρειες το περιστατικό και τους δράστες. Πιο λεπτομερειακά από οποιονδήποτε άλλο μάρτυρα. Ομως, η γυναίκα αυτή πήγε στον ανακριτή και δήλωσε ότι δεν αναγνωρίζει κανένα. Γι’ αυτό και ποτέ δεν κλήθηκε να καταθέσει στο δικαστήριο. Η απόρριψη του αιτήματος να κληθεί να καταθέσει στο δεύτερο βαθμό επιβεβαιώνει –όπως επισήμανε ο Ι. Μυλωνάς- ότι γίνεται μια δίκη διεκπεραίωσης. Τα ίδια ακριβώς αποκαλύφτηκαν με την ανάγνωση των καταθέσεων και του επόμενου μάρτυρα. Ο άνθρωπος ήταν αυτόπτης, έδωσε περιγραφές, όμως δεν κλήθηκε να καταθέσει, επειδή ήταν κατηγορηματικός: δεν αναγνωρίζω κανένα!
Η υπόθεση έκλεισε με ένα σχόλιο του Χρ. Ξηρού, στο οποίο, παρά το καταγγελτικό του περιεχόμενο, καμιά απάντηση δε δόθηκε από την Εδρα:
«Είδαμε εδώ, ότι οι συγκεκριμένοι μάρτυρες αυτής της υποθέσεως περιφέρονταν εν χορώ και αναγνωρίζανε όποιον βάζανε απέναντί τους. Ο ένας μάλιστα κατάφερε να αναγνωρίσει και τρεις διαδοχικά δράστες, ο κ. Γρίβας, όχι δυο όπως πιστεύετε. Διαφορετικούς κάθε φορά. Και έλεγε, α, δεν είν’ αυτός, είναι ο άλλος. Δε χρειάζεται να τα επαναλάβω, απλά να πω στην πολιτική αγωγή που πανηγύριζε για το σωματότυπο να μην πανηγυρίζει και τόσο, γιατί ο πιο κοντινός στο σωματότυπο που περιγράψανε είναι ο κ. Καπετανάκης και κινδυνεύει περισσότερο από εμάς (σ.σ. πρόκειται για έναν μέτριου αναστήματος και ιδιαίτερα… ευτραφή δικηγόρο).
Το θέμα που θέλω να τονίσω εγώ είναι πώς στήθηκαν αυτοί οι μάρτυρες και πώς στήθηκαν αυτές οι κατηγορίες. Είναι κοινός τόπος πλέον, δε χρειάζεται καν απόδειξη, εγώ το θεωρώ πλέον δεδομένο, ότι όλοι αυτή η ιστορία στήθηκε καταρχήν από την Αντιτρομοκρατική και αργότερα, επικουρικά, από τον εφέτη ανακριτή. Δηλαδή, ήρθαν εδώ μάρτυρες, όχι ένας, όχι δύο, πολλοί μάρτυρες, και μας είπαν ότι ο εφέτης ανακριτής μας υπέδειξε ποιος είναι ο κατηγορούμενος που πρέπει να αναγνωρίσουμε. Δεν το είπε ένας, δεν το είπαν δύο, το είπαν πολλοί. Μάλιστα η κ. εισαγγελέας κάποια στιγμή εξανέστη και είπε σε κάποιον, “δε ντρέπεστε να εκθέτετε δικαστές;”. Τους δικαστές, κ. εισαγγελεύ, δεν τους εκθέτει ο μάρτυρας που είπε τι κάνανε, τους εκθέτει η πρακτική τους. Και η πρακτική τους δυστυχώς είναι αυτή. Στήσανε την κατηγορία. Βάλανε τους μάρτυρες να αναγνωρίσουν εν χορώ. Μας το είπε και ο κ. Μπερεδήμας σ’ αυτή την υπόθεση, ότι “μου είπε ο ανακριτής ότι αυτοί τα ομολογήσανε”. Αν δεν είναι αυτό υπόδειξη, τι είναι;
Βλέπουμε επίσης ότι, παρότι υπήρξαν μάρτυρες που προς τιμήν τους δε δεχτήκανε να αναγνωρίσουν, παρά τις υποδείξεις, όπως φαίνεται, δεν τους καλέσαν εδώ. Και ενώ εμείς, από την πρώτη κιόλας υπόθεση, την υπόθεση Τζαντ, και μέχρι τη σημερινή και τις επόμενες, ζητήσαμε να έρθουν όλοι οι αυτόπτες μάρτυρες εδώ, συναντήσαμε ένα τείχος σ’ αυτή την περίπτωση και από την πολιτική αγωγή – πρώτος ο κ. Ανωγνωστόπουλος μάλιστα είπε “τι, να φέρουμε μάρτυρες να ‘ρθουν εδώ να πουν ότι δεν ήταν ο Χριστόδουλος;” – και από την κ. εισαγγελέα που είπε “τι να τους κάνουμε αυτούς, δεν αναγνωρίζουν” και από το δικαστήριο που απέρριψε ανεξαιρέτως όλα τα αιτήματά μας για κλήτευση μαρτύρων. Και τι μαρτύρων, κατηγορίας. Μη γελάτε ειρωνικά, κ. εισαγγελέα, δεν καταγράφεται αυτό στα πρακτικά. Ετσι είναι τα πράγματα, δυστυχώς. Ζητάμε μάρτυρες κατηγορίας, διότι καταρρίπτουν τη δική σας κατηγορία και γι’ αυτό δεν τους φέρνετε. Κι όχι μόνο καταρρίπτουν την κατηγορία αλλά λένε και πως τους έστησε ο κ. εφέτης ανακριτής και τους λέτε “δε ντρέπεστε να εκθέτετε δικαστές”. Δυστυχώς έτσι είναι τα πράγματα. Να θυμίσω επίσης ότι για τη συγκεκριμένη υπόθεση, εκτός του ότι –όπως ειπώθηκε εδώ από τον κ. Κωνσταντάκη- δεν υπάρχει ομολογία στην προανακριτική μου (υπάρχει μια ομολογία η οποία προστέθηκε εκ των υστέρων, όπως θα αποδείξω για ληστεία στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο Αιγάλεω - τέτοια ληστεία δε νομίζω να δικάσαμε εδώ). Πέρα απ’ αυτό, όμως, όταν οδηγήθηκα στην ανακρίτρια Μπούρη να απολογηθώ, δεν υπάρχει καμιά κατηγορία για ληστεία στο Αιγάλεω, όπως δεν υπάρχει και για άλλες έξι ενέργειες. Τα έχω πει, απλώς σας θυμίζω ότι είναι και αυτή μέσα στις εφτά ενέργειες που δεν μου απαγγέλθηκε κατηγορία, το οποίο ένα και μόνο πράγμα σημαίνει: ότι δεν υπήρχε ομολογία. Απ’ όσες ληστείες κατηγορήθηκαν όλοι εδώ μέσα κι εγώ μαζί αυτή είναι η μεγαλύτερη. Είναι δυνατόν δηλαδή να πιστέψουμε ότι υπήρχε ομολογία γι’ αυτή τη ληστεία και δεν μου απαγγέλθηκε κατηγορία; Κανείς δεν το πιστεύει. Προφανώς εκ των υστέρων, γι’ αυτό τη συναντάμε για πρώτη φορά στο κατηγορητήριο στον εφέτη ανακριτή. Αυτά για το στήσιμο, καταρχήν».
Νέα ένταση προέκυψε, όταν ο συνήγορος πολιτικής αγωγής Η. Αναγνωστόπουλος ζήτησε να αναβληθεί για τις 20 Ιούνη η εκδίκαση της υπόθεσης Σόντερς (ήταν προγραμματισμένη για αύριο), λόγω υποχρεώσεων του ίδιου και αδυναμίας προσέλευσης της χήρας Σόντερς. Το δικαστήριο έδειξε αμέσως διάθεση να εξυπηρετήσει το συνήγορο μεταθέτοντας την υπόθεση. Η υπεράσπιση, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν έχει καμιά αντίρρηση και ότι σέβεται τους λόγους που επικαλείται ο συνήγορος, επισήμανε δηκτικά στο δικαστήριο, ότι εφαρμόζει δυο μέτρα και δυο σταθμά, αρνούμενο οποιαδήποτε διευκόλυνση στους συνηγόρους υπεράσπισης και διευθετώντας με μοναδική ευκολία όλα τα αιτήματα των συνηγόρων της πολιτικής αγωγής. Απάντηση σ’ αυτές τις αιτιάσεις δεν υπήρξε, όμως, επειδή δε βρισκόταν υπόθεση να βάλουν για αύριο (είχαν κωλύματα και συνήγοροι υπεράσπισης, που είχαν κάνει τον προγραμματισμό τους με βάση το ότι θα ξεκινούσε η υπόθεση Σόντερς), η εισαγγελέας πρότεινε να ξεκινήσει η υπόθεση Σόντερς με τους μάρτυρες από την Ελλάδα και να ακολουθήσει η χήρα Σόντερς (ο συνήγορός της είχε δηλώσει ότι μόνο μετά τις 20 Ιούνη θα μπορέσει να βρίσκεται στην Ελλάδα). Τότε, η Γ. Κούρτοβικ δήλωσε ότι με τίποτα δεν πρόκειται να δεχτεί κατακερματισμό της υπόθεσης με παρεμβολή άλλων. Η υπόθεση Σόντερς θ’ αρχίσει και θα τελειώσει χωρίς παρεμβολή άλλων υποθέσεων, ήταν η κατηγορηματική της δήλωση.
Υστερα από διάλειμμα που κράτησε περισσότερο από μισή ώρα, το δικαστήριο αποφάσισε διευθετήσεις στην εκδίκαση των υποθέσεων που απομένουν, βάζοντας για αύριο την υπόθεση Σόντερς και για την Παρασκευή άλλες υποθέσεις, παρά την εκ νέου τοποθέτηση-δήλωση της Γ. Κούρτοβικ, ότι δεν πρόκειται να δεχτεί διάσπαση της υπόθεσης. «Θα το δούμε, κα συνήγορε, έχουμε καλέσει μάρτυρες για αύριο», ήταν η συγκαταβατική απάντηση του προέδρου.