Η συνεδρίαση ξεκίνησε με την ανάγνωση των καταθέσεων της Ρόζας Κοφινά, ιδιοκτήτριας διαμερίσματος στην πολυκατοικία της οδού Πάτμου, όπου και η γιάφκα της 17Ν. Η υπερήλικας κ. Κοφινά δεν προσήλθε να καταθέσει (υπήρξε ενημέρωση ότι έχει υποστεί εγκεφαλικό) και οι καταθέσεις της αναγνώστηκαν, παρά την από άποψη αρχών αντίρρηση που προέβαλε η Γ. Κούρτοβικ (είναι πάγια θέση της υπεράσπισης να προσέρχονται να καταθέσουν οι μάρτυρες, προκειμένου να υποβάλλονται στη βάσανο της ακροαματικής διαδικασίας και έτσι να ελέγχεται η αξιοπιστία τους).
Το κρίσιμο ζήτημα στην κατάθεση Κοφινά είναι η «αναγνώριση» του Α. Γιωτόπουλου, τον οποίο η κ. Κοφινά υποτίθεται ότι είδε πριν χρόνια κάποια στιγμή στη σκάλα μαζί με τον Σάββα Ξηρό και συγκράτησε τη φυσιογνωμία του. Η κ. Κοφινά δεν φαινόταν να είναι στημένη μάρτυρας, αλλά μάρτυρας που ουσιαστικά της υποβλήθηκε μια αναγνώριση, μέσα από τον ορυμαγδό της τρομοϋστερίας εκείνης της περιόδου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μνήμη της εμφάνισε μια προϊούσα κλιμάκωση από την Αντιτρομοκρατική μέχρι την πρώτη δίκη («μπορεί να ήταν ο Γιωτόπουλος», «πρέπει να ήταν», «ήταν»). Το πιο χαρακτηριστικό όλων είναι πως εμφανίζεται να θυμάται ακόμα και το χρώμα των ματιών του Γιωτόπουλου, όταν η ίδια είχε παραδεχτεί πως δε βλέπει καλά και πως όταν βγήκε στη σκάλα και υποτίθεται ότι είδε το Σάββα με το Γιωτόπουλο δε φορούσε γυαλιά! Οσο για την ικανότητα της μνήμης της, αρκεί να αναφέρουμε ένα μόνο στοιχείο. Κάποια στιγμή την κάλεσαν να υπογράψει την πραγματογνωμοσύνη για τη γιάφκα. Οταν κατέθεσε στο πρώτο δικαστήριο, δεν ήταν σε θέση να θυμάται τι είδε μες στη γιάφκα και που το είδε. Περισσότερο είχε στο μυαλό της τις εικόνες της τηλεόρασης παρά αυτά που είδε, γι’ αυτό και τοποθετούσε τις ρουκέτες σε άλλο σημείο απ’ αυτό που βρίσκονταν. Οταν δε μποεί να θυμηθεί αυτά που είδε πριν μερικούς μήνες, με τεταμένη μάλιστα την προσοχή, λόγω του μεγάλου θορύβου που είχε προκληθεί, ο οποίος μάλιστα έθεσε και την ίδια στο κέντρο της δημοσιότητας, πώς μπορεί να θυμάται και να αναγνωρίζει ένα πρόσωπο που υποτίθεται ότι είδε φευγαλέα πριν 8 χρόνια, χωρίς να έχει κανένα λόγο να το προσέξει; Ενα άλλο χαρακτηριστικό, που επιβεβαιώνει πως υπήρξε θύμα υποβολοής και υποκατάστασης της μνήμης της από την τηλεοπτική εικόνα, είναι η περιγραφή της ενδυμασίας του υποτιθέμενου Γιωτόπουλου: «Φορούσε κοστούμι και γραβάτα». Είναι η εικόνα που της είχε σφηνωθεί στο μυαλό, από την κατ’ επανάληψη τηλεοπτική προβολή ενός βίντεο που έδειχνε το Γιωτόπουλο σε μια βάπτιση στους Λειψούς, όπου φορούσε κοστούμι και γραβάτα. Γιατί, βέβαια, ένα συνωμότης δε θα φορούσε κοστούμι και γραβάτα για να πάει σε μια γιάφκα, που βρισκόταν σ’ ένα ταπεινό υπόγειο, σε μια από τις πιο υποβαθμισμένες γειτονιές της Αθήνας.
Τις αντιφάσεις της Ρ. Κοφινά σχολίασαν εν συντομία οι (διορισμένοι) συνήγοροι του Γιωτόπουλου (Κάβουρας και Αγγελής). Το ουσιαστικό σχόλιο, όμως, το έκανε ο Δ. Κουφοντίνας και το παραθέτουμε ολόκληρο:
«Πριν από λίγο καιρό, μιλώντας με την κα Κατή της “Ελευθεροτυπίας” είχα πει ότι ένα από τα χαρακτηριστικά αυτής της δίκης είναι οι ανατροπές όσο αφορά μια ορισμένη κατηγορία μαρτύρων. Πράγματι, κάποιοι μάρτυρες αισθάνονται άβολα να έρθουν εδώ και να πουν ότι μέσα στο κλίμα εκείνης της εποχής είπα και μία κουβέντα παραπάνω, έκανα και μια αναγνώριση παραπάνω. Λίγες μέρες μετά, κάποιος μάρτυρας χρησιμοποίησε αυτή τη διατύπωση, δεν ξέρω αν το είχε διαβάσει αυτό που είχα πει εγώ, αλλά σίγουρα τον εξέφραζε. Είπε: “Τι να κάνουμε, τότε μέσα σε εκείνες τις συνθήκες είπα και μία κουβέντα παραπάνω, γνώρισα και κάποιον παραπάνω”.
Η κυρία Κοφινά –γι’ αυτό και επιμείναμε να έρθει εδώ- είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατηγορίας μαρτύρων. Είναι μία γυναίκα μεγάλη, ζούσε χρόνια μια μονότονη ζωή, μόνη της εκεί πέρα, ξαφνικά συμβαίνει ένα συνταρακτικό πράγμα στη ζωή της, ανακαλύπτεται δίπλα το σπίτι της Οργάνωσης, με τόσα πράγματα μέσα. Αυτή θα ήταν έξω τώρα από αυτή όλη την υπόθεση; Ετσι λοιπόν, όψιμα, μετά από δύο μήνες, πηγαίνει και αναγνωρίζει κι αυτή κάποιον. Αυτή η αναγνώριση νομίζω αντίκειται σε οποιαδήποτε επιστήμη, σε οποιαδήποτε λογική και κοινή πείρα, στα πάντα. Δηλαδή, να δεις κάποιον, ας πούμε μετά από 7-8 χρόνια, και να τον γνωρίσεις.
Δεν θα μπω στις λεπτομέρειες, ένα-δύο στοιχεία θα αρκούσαν μόνο. Οταν βρέθηκε το σπίτι αυτό, μπήκε η Αστυνομία μέσα, η Αστυνομία υπήρχε και έκανε έρευνες μέχρι τις 20 του μηνός. Στις 20 του μηνός η κυρία αυτή πάει και υπογράφει την αυτοψία, ενώ ο κ. Γιωτόπουλος έχει συλληφθεί από τις 17, υπάρχουν φωτογραφίες και δε λέει κουβέντα, δε λέει στους αστυνομικούς, που τους βλέπει κάθε μέρα, τίποτα. Δε θα πω επίσης για κάτι που είναι πασίγνωστο σε όσους γνωρίζουν την ιστορία και την πρακτική των παράνομων οργανώσεων, δεκαετίες ή και αιώνες, ότι υπάρχει ειδικός κανόνας ασφαλείας στο πως προσέρχονται άνθρωποι σε παράνομα σπίτια, ένας-ένας. Το ανέφερε και ο Σάββας εκεί πέρα (σ.σ. αναφέρεται σε σχετική παρέμβαση του Σάββα Ξηρού στην πρώτη δίκη, που είχε πει ότι δεν ήταν δυνατόν να δει οποιασδήποτε τέσσερα μέλη της Οργάνωσης μαζί να μπαίνουν ή να βγαίνουν από μια γιάφκα). Θέλω να πω ότι αυτή η κυρία -και αν ερχόταν εδώ θα φαινόταν- πως είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανατροπής μιας ορισμένης κατηγορίας μαρτύρων κατηγορίας. Οπότε και τότε μέσα σε εκείνο το κλίμα, τον καταιγισμό των μέσων μαζικής ενημέρωσης, αυτού του κλίματος του κυνηγιού μαγισσών, θέλουν κι αυτοί να συμβάλουν ή να πάρουν λίγη δημοσιότητα. Αν ερχόταν εδώ πέρα, νομίζω θα είχαμε μία ακόμα ανατροπή».
Στη συνέχεια ο λόγος δόθηκε στους εισαγγελείς για να απαντήσουν στην ένσταση των συνηγόρων υπεράσπισης για την ακυρότητα των πραγματογνωμοσυνών της Ασφάλειας. Η κ. Κουτζαμάνη κατάφερε και πάλι να μας εκπλήξει αρνητικά. Ζήτησε δυο μέρες για να προετοιμαστεί και δεν κατόρθωσε να αρθρώσει μια στοιχειωδώς επαρκή νομική επιχειρηματολογία, περιορισθείσα στα όσα αναφέρει ο Μ. Μαργαρίτης στην πρωτόδικη απόφαση! Είναι χαρακτηριστικό, ότι δεν απάντησε στο ουσιαστικό ερώτημα: είναι ή δεν είναι πραγματογνωμοσύνες αυτά τα έγγραφα; Γιατί δεν απάντησε; Γιατί θα έπρεπε να πάρει θέση στα ουσιαστικά παράγωγα ερωτήματα, που αφορούν τα δικονομικά δικαιώματα των κατηγορούμενων που παραβιάστηκαν συλλήβδην και κατά κόρον. Και τι στην ευχή είναι τελικά αυτά τα χαρτιά; Σύμφωνα με την αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη είναι (κρατηθείτε!) «εν τοις πράγμασι πραγματογνωμοσύνη». Θα πρέπει να συγκληθεί αμέσως ένας διεθνές επιστημονικό συνέδριο Νομικών, προκειμένου να συζητήσει πάνω στο περιεχόμενο του νομικού νεολογισμού της κ. Κουτζαμάνη και να φροντίσει να τον περιλάβει στο δικονομικό δίκαιο! Καταλήγοντας, η κ. Κουτζαμάνη απλοποίησε εξαιρετικά τα πράγματα: «Οπως και αν ονομαστεί, είτε έγγραφο είτε πραγματογνωμοσύνη, πρέπει να αναγνωστεί». Μονά-ζυγά δικά της, δηλαδή. Παρέλειψε, πάντως, να αναφέρει πως αν αυτό ονομαστεί έγγραφο, τότε ο Γιαννακούρης δε μπορεί να καταθέσει. Την παράγραφο 4 του άρθρου 60 του ΠΔ 342/1977, που αναθέτει τις πραγματογνωμοσύνες στα εργαστήρια της Ασφάλειας την.. πήδηξε. Σταμάτησε ακριβώς από πάνω. Γιατί; Γιατί σύμφωνα μ’ αυτή την παράγραφο ο Γιαννακούρης είναι προανακριτικός υπάλληλος και άρα δε μπορεί να καταθέσει.
Αυτή τη φορά είχαμε και… εφεδρείες στο μέτωπο της «αντιτρομοκρατίας». Εμφανίστηκε για να αγορεύσει ο συνήγορος πολιτικής αγωγής Η. Αναγνωστόπουλος, που ήταν απών όταν υπεβλήθησαν οι ενστάσεις (αλήθεια, μήπως σ’ αυτό αποσκοπούσε η διακοπή που ζήτησε η εισαγγελέας; Το ερώτημα είναι εύλογο, γιατί δεν ακούσαμε καμιά εμπεριστατωμένη νομική επιχειρηματολογία από την εισαγγελέα, που να μας πείθει ότι όντως χρειάστηκε τη διακοπή για να μελετήσει).
Κι εκεί που όλοι περίμεναν από τον επίκουρο καθηγητή του Ποινικού Δικαίου να αρθρώσει μια νομική επιχειρηματολογία που θα εξουδετερώνει αυτή της υπεράσπισης, ακούσαμε επιχειρηματολογία τύπου… Κακαουνάκη της Νομικής. Θυμάστε πώς απαντούσε ο Κακαουνάκης, εκείνο το ζοφερό καλοκαίρι του 2002, σε όσους τολμούσαν να ψιθυρίσουν κάτι περί δικαιωμάτων των συλλαμβανόμενων; «Τι δικαιώματα και αρλούμπες μου λέτε, εδώ έχουμε πιάσει τη 17Ν κι εσείς μου λέτε ότι πρέπει να τους φερθούν με το γάντι;». Τέτοιος ήταν ο πυρήνας της επιχειρηματολογίας του εκπροσώπου των αμερικανοβρετανικών συμφερόντων στη δίκη. Η Αστυνομία επιλήφθηκε αυτεπαγγέλτως, έκανε τις έρευνες που είχε υποχρέωση να κάνει και κατέγραψε τα αποτελέσματά της σ’ αυτά τα έγγραφα. Δεν πρόκειται για πραγματογνωμοσύνες με παραγγελία του ανακριτή, αλλά για έγγραφο στο οποίο αναγράφονται αποτελέσματα εργαστηριακών ερευνών. Ας θυμηθεί, όμως, ο κ. Αναγνωστόπουλος, ότι στην απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστήριου αυτά που ο ίδιος χαρακτηρίζει ως έγγραφα χαρακτηρίζονται ως πραγματογνωμοσύνες! Ξέρει πολύ καλά ότι αυτό είναι μια ακόμα νομική «γκέλα» του Μαργαρίτη και προσπαθεί να ξεγλιστρήσει από το ζήτημα με μια «ντρίπλα». Οσο για το δικαίωμα των κατηγορούμενων να ενημερωθούν και να ορίσουν, αν επιθυμούν, δικό τους πραγματογνώμονα, ε, κάποια στιγμή ενημερώθηκαν και είχαν όλο το χρόνο να κάνουν τις ενέργειές τους! Ως προς αυτό, αρκεί να αναφέρουμε ένα μόνο στοιχείο. Οτι πραγματογνωμοσύνες από την Ασφάλεια έρχονταν στη δίκη ακόμα και τρεις μήνες μετά την έναρξή της (θυμηθείτε μόνο τα περιβόητα κλειδιά του Γιωτόπουλου)! Οι πραγματογνωμοσύνες στέλνονταν ανάλογα με τις ανάγκες επικοινωνιακής διαχείρισης της πρώτης δίκης. Τέτοιος και τόσος σεβασμός στους δικονομικούς κανόνες.
Η υπεράσπιση απάντησε με επιχειρήματα σε ένα προς ένα τα σημεία της φτωχής και φτηνής επιχειρηματολογίας της εισαγγελίας και της πολιτικής αγωγής. Δυστυχώς, στο ρεπορτάζ δε μπορεί να μεταφερθεί όλο το εύρος και το πλάτος αυτής της επιχειρηματολογίας. Θα συστήναμε πάντως στους νομικούς και τους εκκολαπτόμενους νομικούς να εντρυφήσουν στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά, γιατί αυτά περιέχουν ένα πολύ καλό μάθημα περί των δικονομικών δικαιωμάτων του κατηγορούμενου και της παραβίασής τους από τις διωκτικές αρχές.
Από την άλλη, ο Χριστόδουλος Ξηρός μίλησε για το ίδιο θέμα από τη σκοπιά του μη νομικού, από τη σκοπιά του κατηγορούμενου που διεκδικεί τα δικαιώματά του. Εχει ξεχωριστό ενδιαφέρον η τοποθέτησή του, γι’ αυτό και την παραθέτουμε ολόκληρη:
«Εγώ δε θα μιλήσω νομικά, γιατί δεν έχω και γνώσεις, για να μην τρομάξει και η κυρία εισαγγελέας. Απλώς θέλω να παρατηρήσω δύο πραγματάκια και να σταθώ σε ένα άλλο ζήτημα, που μπήκε και από τον κύριο αναπληρωτή εισαγγελέα και από τον κύριο Αναγνωστόπουλο, για το θέμα των μαρτύρων, αν έχουμε ή αν δεν έχουμε, και για το θέμα των πειστηρίων και των ομολογιών, αν έχουμε δίκη ομολογιών δηλαδή ή όχι. Εμείς το ξέρουμε βέβαια, ο κύριος Αναγνωστόπουλος απλώς κάνει πως δεν το ξέρει, ότι είναι δίκη μόνο ομολογιών και τίποτε άλλο.
Κατ΄ αρχήν, μου έκανε εντύπωση παρότι δεν ξέρω νομικά, η πονηριά και της Εισαγγελίας αλλά και του κυρίου καθηγητή, που όποτε αναφέρεται -έχω κι εγώ αυτό το χαρτί, είναι αυτό με τις δαχτυλιές- όποτε αναφέρεται σε αυτό το χαρτί, στην αποδεικτική του ισχύ το αναφέρουν ως “έκθεση”. Και όποτε αναφέρονται στις ακυρότητες, το αναφέρουν ως “έγγραφο”. Εγώ δε θα μπω στον πειρασμό να το χαρακτηρίσω ούτε έκθεση ούτε έγγραφο ούτε άγραφο. Είναι ένα χαρτί, τα είπαν οι δικηγόροι πολύ καλύτερα από μένα. Απλώς θα σταθώ σε αυτό που είπε η κυρία εισαγγελέας και μου έκανε μεγάλη χάρη που το είπε, ότι “αν υπήρχε κάτι απαλλακτικό δε θα το στέλναμε δηλαδή”; Όχι, κυρία εισαγγελέα, δε θα το στέλνανε, θα το κρύβανε. Και μας το λέει ξεκάθαρα στην τελευταία σειρά αυτό το χαρτί, στη σελίδα 9 στο τέλος: “γ) Η εξερεύνηση και παραβολή συνεχίζεται και σε θετική περίπτωση με νεότερο έγγραφό μας θα σας ενημερώσουμε”. Σε αρνητική δε μας λέει αν θα μας ενημερώσουν. Προφανώς δε θα μας ενημερώσουν, διότι έχουμε και το κακό προηγούμενο με την αναγνώριση του χωροφύλακα από τον κύριο Βραχάτη, ο οποίος πήγε και αναγνώρισε τον έναν από τους αστυνομικούς και όχι τον κύριο Γεωργιάδη βέβαια, και δε συντάχθηκε καμία έκθεση ή εάν συντάχθηκε αποκρύφτηκε. Και ευτυχώς ήταν λίγο φιλαλήθης ο τύπος σε αυτό το ζήτημα και το είπε: “ναι, έδειξα έναν άλλον –λέει- έδειξα τον δίπλα, γιατί ήμουνα κατά 50% σίγουρος”. Αρα εδώ, όταν είμαστε κατά 50% σίγουροι, δείχνουμε τον Κωστάρη, δε δείχνουμε τον Καρατσώλη. Ανάποδα, συγνώμη, κι εγώ τα μπέρδεψα.
Τέλος πάντων, να έρθω στο ζήτημα που με ενδιαφέρει, διότι όπως είναι γνωστό δεν υπάρχουν πειστήρια για μένα.
Δεν υπάρχουν; Υπάρχουν πειστήρια. Υπάρχουν πειστήρια που με αθωώνουν, τα οποία έχουν επιμελώς αποκρυφτεί από την Αστυνομία. Αφού το ομολογεί αυτό το έγγραφο. Το ομολογεί η όλη τακτική που στήθηκε και στην προανάκριση και στην ανάκριση ότι “ό,τι πειστήρια ή στοιχεία δε στηρίζανε την κατηγορία τα αποκρύψαμε”. Ποια είναι αυτά; Πού να ξέρω, αφού τα έχουνε κρύψει; Υπάρχουν όμως. Ξέρω αυτά τα λίγα που έχουν ξεφύγει. Ξέρω ας πούμε τα δείγματα του DNA που υπάρχουν σε πλήθος ενεργειών, τα οποία συγκρίθηκαν από τα εργαστήρια της Αστυνομίας και τα οποία με αποκλείουν από δράστη. Παραλαυτά, ήρθε ο κύριος Μαργαρίτης στην πρωτόδικη απόφαση και με καταδικάζει σαν δράστη. Κορυφαίο παράδειγμα το παράδειγμα του Παλαιοκρασά, που σας έχω πει σε παλαιότερη τοποθέτηση, όπου έχουμε το DNA, που είναι σίγουρα των δραστών και δεν ανήκει σε κανέναν από τους κατηγορούμενους και από τους πέντε που κατηγορούμαστε.
Τι σημαίνει αυτό πολύ απλά, κύριε καθηγητά; Σημαίνει ότι τα πειστήρια διαψεύδουν και τις ομολογίες που έχετε. Γιατί είπε ο κύριος Αναγνωστόπουλος, “δεν είναι δίκη μαρτύρων”. Περίμενε, παρότι θα του θυμίσω ότι στην πρώτη δίκη το είχε κάνει μπαϊράκι για τους μάρτυρες και τις δήθεν αναγνωρίσεις κι έλεγε αναγνωριστήκανε και αναγνωριστήκανε και αυτοί είναι, τα ομολογήσανε κιόλα και τους δείξανε και οι μάρτυρες. Σήμερα που οι μάρτυρες ήρθαν και κονιορτοποιήσανε την κατηγορία αλλά και τις ομολογίες, τους ρίχνουμε στον Καιάδα και καλά κάνουμε, διότι εκεί είναι η θέση τους, στον Καιάδα των μαρτύρων. Αλλά πού είναι τα δικά μου πειστήρια, κύριε καθηγητά που γελάτε ειρωνικά; Μπορεί να με δικάσει ένα δικαστήριο μόνο με την ομολογία, η οποία δε διασταυρώνεται από πουθενά; Δηλαδή, τη διαψεύδουν οι μάρτυρες, τη διαψεύδουν τα πειστήρια και τι μένει; Μένει η τακτική της Ιεράς Εξέτασης. Τι μας λέει δηλαδή ο κύριος καθηγητής; Μας λέει ότι “η γη δεν κινείται”, αυτό μας λέει. Διότι και το Γαλιλαίο με μια ομολογία τον απαλλάξανε. Υπάρχει δικαστική απόφαση ότι η γη δεν κινείται, αυτή που απάλλαξε τον Γαλιλαίο. Διότι είπε ο Γαλιλαίος “ναι, δεν κινείται η γη”, παρότι πίστευε το αντίθετο. Γιατί το είπε; Γιατί τον απειλήσανε ότι θα τον ρίξουν στη φωτιά. Με απειλή βασανιστηρίων υπέγραψε ο άνθρωπος, τι να κάνει; Αυτό έκανα κι εγώ, υπέγραψα με απειλή βασανιστηρίων και με διάφορους άλλους ισχυρισμούς, που σας ανέφερα, μία προκατασκευασμένη, πλαστή ομολογία. Και έρχομαι στο δικαστήριο και αποδεικνύω, και από τους μάρτυρες κατηγορίας που φέρατε εδώ και από τους μάρτυρες κατηγορίας που δε φέρατε εδώ και από τα πειστήρια που υπάρχουν και από τα πειστήρια που δεν υπάρχουν, ότι είναι πλαστή αυτή η ομολογία. Και παρολαυτά θα με δικάσετε με αυτή την ομολογία. Δεν έχετε τίποτα άλλο, δυστυχώς. Αυτό σας λέει και ο κύριος καθηγητής. Εγινε μια δίκη πειστηρίων και ομολογιών, επειδή κάπου πρέπει να τα διασταυρώσουν. Οι μάρτυρες έτσι κι αλλιώς πήγανε στο βρόντο. Πρέπει να πάρετε τις αποφάσεις σας κι εσείς.
Για το άλλο ζήτημα παρέλειψα, που είπε ο κύριος αναπληρωτής εισαγγελέας, ότι “χρέος μίας δίκαιης δίκης είναι η εξερεύνηση της αλήθειας”. Δεν ξέρω αν αυτό ισχύει ή δεν ισχύει, πάντως προφανώς δεν αναφέρεται σε μια τέτοια δίκη, σε κάποια άλλη αναφέρεται. Γιατί εδώ δεν έχει γίνει αυτό το πράγμα».
Η συζήτηση, πάντως, δεν έκλεισε καθώς η εισαγγελέας δευτερολόγησε, απαντώντας σε ένα από τα ζητήματα που έθεσε η υπεράσπιση, ενώ επιφυλάχτηκε να απαντήσει τη Δευτέρα συνεδρίαση σε άλλα ζητήματα τα οποία, όπως είπε, θέλει να μελετήσει. Αναμένεται, λοιπόν, να επανέλθει και η υπεράσπιση.