Απορία ψάλτου βηξ ή, αλλιώς, όταν η εισαγγελέας παρακάμπτει την ουσία μιας καταγγελίας και παρέχει διευκρινίσεις επί της δικαστηριακής πρακτικής.
Χρ. Ξηρός: Κύριε πρόεδρε, θέλω να κάνω ένα σχολιασμό για την κατάθεση του μάρτυρα Λεωνίδα Πυρούδη, επειδή δεν πρόλαβα να τον κάνω την Τρίτη και μετά δεν κατέθεσαν δικοί μου μάρτυρες. Καταρχήν, για τη μέχρι τώρα εξέταση των μαρτύρων υπεράσπισης θέλω να δηλώσω ότι η αντιμετώπισή τους, κυρίως από την εισαγγελέα, είναι απαράδεκτη, αν και αναμενόμενη από ανώτατο λειτουργό της αστικής Δικαιοσύνης. Είναι η εξασφάλιση πάση θυσίας της καταδίκης πολιτικών αντιπάλων, ακόμη και χωρίς κανένα στοιχείο, όπως στη δική μου περίπτωση. Ετσι, συνεχώς αντιμετωπίζει τους μάρτυρές μας με ειρωνείες και χλευασμούς, προσπαθεί να τους μπερδέψει με φτηνά τεχνάσματα και να τους απαξιώσει με κάθε τρόπο.
Δεν θα κάνω εδώ συνολικό σχολιασμό, γιατί έχουμε ακόμη πολλούς μάρτυρες να εξετάσουμε. Θα τον κάνω στο τέλος. Ομως, δε μπορώ να μην αναφερθώ στην προκλητική και απαράδεκτη αντιμετώπιση που είχε απ’ την κ. αρεοπαγίτη ο μάρτυρας Λεωνίδας Πυρούδης, όχι πως είχε ανάγκη προστασίας ο συγκεκριμένος μάρτυρας. Σας απάντησε σε όλες ανεξαιρέτως τις ερωτήσεις μετά λόγου γνώσεως και αντιμετώπισε με σθένος όλες τις τροκλοποδιές που με προκλητικό τρόπο προσπαθήσατε να του βάλετε. Απέδειξε ότι ήρθε εδώ να πει την αλήθεια και μόνο την αλήθεια.
Παρολαυτά, θεωρώ απαράδεκτο να λοιδορείται, να υφίσταται ειρωνείες και να απαξιώνεται εμμέσως πλην σαφώς ένας αγωνιστής που είναι στρατευμένος στο αριστερό-δημοκρατικό κίνημα ήδη 44 χρόνια. Που πέρασε τα 5,5 απ’ τα 7 χρόνια της φασιστικής δικτατορίας στη φυλακή σαν αντιστασιακός. (Αλήθεια, την έχετε ακουστά τη χούντα κυρία εισαγγελέα ή μήπως διαβάζατε και σεις μαζί με τον κ. Παρασκευαΐδη;). Ακόμη, περισσότερο, ένας αγωνιστής που δεν έτρεξε να εξαργυρώσει τους αγώνες του, παρότι θα μπορούσε πολύ εύκολα να το πράξει. Και όταν όλα τα τεχνάσματά σας έπεσαν στο κενό, ως έσχατο καταφύγιο χρησιμοποιήσατε το σαθρό επιχείρημα της δήθεν απόκρυψης. «Γιατί κ. Πυρούδη δεν τα είπατε στην πρώτη δίκη; Τα κρύψατε;». Σας απάντησε, κυρία εισαγγελέα, και σ’ αυτό το σαθρό επιχείρημα και στα άθλια υπονοούμενά σας και απέδειξε όχι μόνο ότι καταθέτει πραγματικά γεγονότα αλλά και ότι έχει μνήμη φυσιολογικού ανθρώπου και όχι τη σούπερ μνήμη των ξεφωνημένων ψευδομαρτύρων τύπου Μπακατσέλου, Δημητρόπουλου, Καισάριου, Μπερετάνου και τόσων άλλων, που οι ανυπόστατες μαρτυρίες τους και οι ολοφάνερα εκ των υστέρων επιφοιτήσεις τους δεν στηρίζονται πουθενά, πράγμα που δεν φάνηκε να σας απασχολεί ούτε στο ελάχιστο.
Αλλά οφείλω να σας απαντήσω και εγώ. Διότι, κυρία εισαγγελέα, ακόμη και γω που κοιμάμαι με τη δικογραφία, που ξυπνάω με τη δικογραφία, ακόμα και γω που κοντεύω να μάθω απ’ έξω το κατηγορητήριο, ακόμα και γω δεν το θυμόμουν αυτό το γεγονός, ούτε στην πρώτη δίκη ούτε και τώρα. Και γω, παρότι το έζησα αυτό το γεγονός, θυμάμαι πως ακριβώς εκτυλίχτηκε, θυμάμαι ακόμη και τι συνθήματα φώναζαν τα φασισταριά της ΟΝΝΕΔ, δεν το θυμόμουν. Δεν το είχα συνδυάσει. Γιατί στη δική μου μνήμη το κορυφαίο γεγονός εκείνου του απογεύματος δεν ήταν η εκτέλεση του Μομφεράτου, που μόλις είχε μαθευτεί (εξαιτίας της άλλωστε έγινε και η όλη φασαρία). Το κορυφαίο γεγονός για μας ήταν ότι ένας δικός μας άνθρωπος, ένας φίλος και συγχωριανός, κινδύνεψε να λιντσαριστεί απ’ τους εξαγριωμένους ΟΝΝΕΔίτες και σώθηκε με τον τρόπο που σας περιέγραψε. Αυτό ήταν το κυρίαρχο για μας, αυτό παρέμεινε στη μνήμη μας και γι’ αυτό το λόγο ούτε αυτός αλλά ούτε και γω το συνδυάσαμε με την κατηγορία και πολύ περισσότερο φυσικά με τις περίφημες «ομολογίες».
Ενας τρίτος αυτόπτης του συμβάντος, ο Γιώργης Ανδρέου, θυμήθηκε πρώτος ότι το συγκεκριμένο γεγονός ήταν εκείνη ακριβώς την ημέρα και τότε καταλάβαμε την τεράστια σημασία του. Γιατί κατά καλή μας τύχη το συγκεκριμένο γεγονός έχει καταγραφεί στον Τύπο της επομένης ημέρας. Να σημειώσω εδώ, ότι και για την αναμφισβήτητη πλέον παρουσία μου στην προετοιμασία και διεξαγωγή του πανηγυριού του χωριού μου το δεκαπενταύγουστο του ΄88, το γεγονός το θυμήθηκαν πρώτοι οι συγχωριανοί μου. Εγώ δεν είχα εκείνον τον καιρό τη δυνατότητα, με τις τρομακτικές πιέσεις που δεχόμουν, όχι να υπερασπιστώ τον εαυτό μου αλλά ούτε καν να μαζέψω τα κομμάτια μου. Παρά το ζοφερό κλίμα των ημερών εκείνων, ήρθαν εδώ τρεις μάρτυρες και το κατέθεσαν με βεβαιότητα. Ο πονηρός Μαργαρίτης, αφού τους τρεις τους υποβίβασε σε έναν, δηλαδή κανέναν, δεν το θεώρησε πιστευτό.
Ομως, κατά ευτυχή για μένα συγκυρία, ο αδερφός μου Δημήτρης θυμήθηκε ότι εκείνη τη συγκεκριμένη χρονιά, το 1988, που ήταν στρατιώτης στην Ικαρία, ήταν η μοναδική χρονιά που βρέθηκε στο χωριό μας τις μέρες του δεκαπενταύγουστου και έζησε και συμμετείχε μαζί μου τόσο στις προετοιμασίες όσο και στη διεξαγωγή του πανηγυριού μας. Το γεγονός αυτό δεν σας το καταθέτει απλώς ένα πλήθος μαρτύρων, αλλά το διασταυρώνει και το απολυτήριό του απ’ το στρατό, που σας προσκομίσαμε και επιβεβαιώνει την παρουσία του στο νησί τη συγκεκριμένη εποχή. Καταρρίψαμε δηλαδή δυο «ομολογημένες» πράξεις με αδιάσειστα στοιχεία, με αποδείξεις θεμελιωμένες όχι μόνο σε πλειάδα μαρτύρων αλλά και σε έγγραφα. Και τι κάνει η κ. εισαγγελέας, αντί να αντιμετωπίσει το θέμα με τη σοβαρότητα που του αρμόζει; Περιέρχεται ειρωνείες, προσπαθεί να απαξιώσει τους μάρτυρες, να θολώσει τα νερά, να μειώσει τη σημασία των αποδείξεων και να δείξει εν τέλει ότι δήθεν δεν τρέχει τίποτα.
Οχι, κυρία εισαγγελέα, πρέπει να απαντήσετε και σε πολλά άλλα βέβαια, που οφείλετε να απαντήσετε, αλλά και σ’ αυτό. Όχι, κυρία αρεοπαγίτη, δεν θα με καταδικάσετε για δεύτερη φορά με κατασκευασμένες εντυπώσεις και ανύπαρκτα στοιχεία. Δεν θα επαναληφθεί για δεύτερη φορά το «για όσα ξέχασα ένοχοι». Πρέπει να απαντήσετε. Γιατί σας φέραμε εδώ κορυφαίες αποδείξεις όχι μόνο για την πλαστότητα και την κατασκευή της δήθεν απολογίας μου αλλά και όλων των υπολοίπων. Γιατί δεν είναι δυνατόν να ομολογώ αυθορμήτως τόσες πράξεις σε βάρος του εαυτού μου, να το επιβεβαιώνουν στις διάφορες απολογίες τους οι κάθε λογής συνεργαζόμενοι και να έρχονται εδώ μάρτυρες και αδιάσειστα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι δεν ήμουν εκεί.
Και να μην ξεχνάμε μια σειρά μάρτυρες κατηγορίας που με βεβαιότητα με αποκλείουν επίσης από συμμετοχή σε «ομολογημένες» πράξεις. Για να μη μιλήσω για τις υποθέσεις που δεν υπάρχει ούτε ένας μάρτυρας, που είναι και οι περισσότερες, που δεν υπάρχει ούτε υποψία απόδειξης για μένα. Γι’ αυτές με τους ψευδομάρτυρες αναγνωριστές θα μιλήσω όταν έρθει η ώρα.
Και πρέπει να απαντήσετε, κυρία εισαγγελέα. Γιατί οι δικοί μου μάρτυρες δεν είδαν σαν τον Μπακατσέλο «κάποιον 1,75 λεπτό και ευκίνητο σαν αίλουρο» για κάποια δευτερόλεπτα και στη θέση αυτή να αναγνωρίζουν μετά από 20 χρόνια τον Χριστόδουλο. Οι δικοί μου μάρτυρες δεν είδαν σαν τους αστυνομικούς του Βύρωνα «κάποιον 1,67 αδύνατο» και στη θέση αυτή να τοποθετείται με ευκολία ο Χριστόδουλος. Ακόμη και εδώ που οι αστυνομικοί με αποκλείουν. Οχι. Οι δικοί μου μάρτυρες είδαν έναν άνθρωπο που γνώριζαν μια ζωή, που μεγάλωσαν μαζί, που ζούσαν μαζί, γι’ αυτό ήρθαν και κατέθεσαν με βεβαιότητα. Και με είδαν σε χρόνο που για καλή μου τύχη μπορούν επίσης να αποδείξουν με βεβαιότητα. Και είναι χρόνος που μου απαγορεύει να βρισκόμουν εκεί, που αποκλείει τη συμμετοχή μου σε δήθεν ομολογημένες ενέργειες. Οι δικοί μου μάρτυρες ξέρουν πολύ καλά ποιον είδαν και πότε ακριβώς τον είδαν, κυρία εισαγγελέα.
Και είναι δικαιολογημένος ο πανικός σας, όχι μόνο γιατί με αθωώνουν απ’ αυτές τις συγκεκριμένες ενέργειες, αλλά κυρίως γιατί αδειάζουν εντελώς όλες τις κατασκευασμένες δήθεν ομολογίες. Είναι δικαιολογημένη η απόγνωσή σας, γιατί γκρεμίζεται όλο το οικοδόμημα της Αντιτρομοκρατικής, κονιορτοποιείται το σενάριό τους και καταρρέει πλήρως η κατηγορία. Και τι απομένει, κυρία εισαγγελέα, που γελάτε ειρωνικά;
Εισαγγελέας: Λίγο πιο γλυκά, λίγο πιο γλυκό το βλέμμα. Μη με φοβίζετε, λίγο πιο γλυκό το βλέμμα.
Χρ. Ξηρός: Δεν υποχρεούμαι. Απομένει αυτό που έτσι κι αλλιώς οφείλετε να κάνετε ως δικαστές. Απομένει η μόνη έντιμη λύση. Να πετάξετε στον κάλαθο των αχρήστων τις κατασκευασμένες απολογίες και να με δικάσετε με τα υπόλοιπα στοιχεία. Τα οποία υπόλοιπα στοιχεία, όπως πολύ καλά γνωρίζετε, δυστυχώς για σας, δεν υπάρχουν. Οφείλετε να με δικάσετε με πραγματικά στοιχεία, όχι με κατασκευές και με μάρτυρες Βλάχους.
Εισαγγελέας: Εγώ ήθελα να σας απαντήσω, ότι κάνετε ένα λάθος. Δε δικάζει ο εισαγγελέας. Κακώς τα λέτε σε μένα. Το δικαστήριο να πείσετε. Δε δικάζει ο εισαγγελέας. Αυτό το ξέρετε. Λοιπόν, τι καταφέρεστε εναντίον μου; Δε θα σας δικάσω εγώ.
Απορία ψάλτου βηξ, λοιπόν, και χωρίς κανένα επί της ουσίας σχόλιο από την Εδρα. Ετσι, αμέσως μετά συνεχίστηκε η παρέλαση των πολλών μαρτύρων υπεράσπισης του Χρ. Ξηρού.
Ο ικαριώτης οικοδόμος Γ. Κουντούπης αναφέρθηκε στη ζωή και τις δραστηριότητες του φίλου του στην Ικαρία. Είναι ο άνθρωπος που τον φιλοξένησε για μερικά χρόνια. Ο Χριστόδουλος πάντα κατέβαινε τα καλοκαίρια στην Ικαρία, αλλά από το 1990 κατέβαινε και έψαχνε τις δυνατότητες κάποια στιγμή να εγκατασταθεί εκεί μόνιμα. Οταν τα κατάφερε (όταν βρήκε το χώρο) εγκαταστάθηκε στην Ακαμάτρα και άνοιξε δυο εργαστήρια. Ενα για την οργανοποιία και ένα ξυλουργείο στην πλατεία του χωριού (τα όργανα θέλουν καθαρό εργαστήριο και δε μπορούσε να τα κατασκευάζει μέσα στο ξυλουργείο). Χρόνια αργότερα έβγαλε μια άδεια και άρχισε να χτίζει το δικό του σπίτι. Βήμα-βήμα και όχι μια κι έξω. Δεν είχε τα χρήματα να το χτίσει με τη μία. Και βέβαια, αναφέρθηκε κι αυτός στο ρόλο του Χριστόδουλου στο πανηγύρι της Παναγιάς. «Ηταν ταμένος στο πανηγύρι. Χωρίς το Χριστόδουλο πανηγύρι δε γινόταν». Και βέβαια, για τους διοργανωτές πανηγύρι δεν είναι η μια μέρα. Αυτή είναι για τους πανηγυριώτες. Οι διοργανωτές δουλεύουν τουλάχιστον πέντε μέρες πριν και δυο μέρες μετά για να ξεστήσουν. Μίλησε όμως και για τις πολιτικές του αντιλήψεις, που παρέμειναν πάντοτε ίδιες. Πάντα στο Μ-Λ χώρο. Πάντα μπροστά σε όσες κινητοποιήσεις έγιναν στο νησί. Και πάντα αλληλέγγυος και φιλότιμος. Ξέρετε πόσο ενοίκιο ζήτησε από ένα νέο παιδί που θέλει να λειτουργήσει το εργαστήριό του; 50 ευρώ.
Ακολούθησαν άλλοι επτά μάρτυρες. Συγγενείς και συγχωριανοί από την Ικαρία, φίλοι από την Αθήνα, σύντροφοι από τα χρόνια του ΚΚΕ μ-λ, συνεργάτες και φίλοι από τον ευρύτερο χώρο της παραδοσιακής μουσικής. Καταθέσεις σαν κι αυτές που προηγήθηκαν. Για το «χοντρό» που έμοιαζε με κινητή ντουλάπα, για τον φιλότιμο, ταλαντούχο και δουλευταρά άνθρωπο, για τον άνθρωπο με την έντονη κοινωνική δραστηριότητα, για τον αγωνιστή που βρισκόταν πάντα (και λόγω σωματότυπου) στην πρώτη γραμμή των μαχητικών διαδηλώσεων και δεν είναι λίγες οι φορές που συνελήφθη, φωτογραφήθηκε και δακτυλοσκοπήθηκε από την Αστυνομία κ.λπ. κ.λπ. Ο χώρος δεν επιτρέπει να μεταφερθούν αναλυτικά όλες οι καταθέσεις. Ξεχωρίζουμε μόνο αυτή του οικοδόμου Τάκη Λέρα, του πιο κολλητού φίλου του Χριστόδουλου για τρεις περίπου δεκαετίες (ο Χριστόδουλος έμενε πάντοτε στο σπίτι του όταν ερχόταν στην Αθήνα και εκεί συνελήφθη). Σύντροφοι στο ΚΚΕ μ-λ, φίλοι κολλητοί στη ζωή, μόνο τις ώρες της δουλειάς δεν ήταν μαζί. Ηρεμος, πειστικός, σαφής και κατηγορηματικός, ο κ. Λέρας άνοιξε το βιβλίο της ζωής του Χριστόδουλου και άρχισε να το ξεφυλλίζει. Βροχή οι ερωτήσεις από την έδρα. Του ζήτησαν απίθανες λεπτομέρειες και απάντησε σε όλες, χωρίς να διστάσει, χωρίς να κομπιάσει. Τον ρώτησαν ακόμα και πότε αγόρασε την κορδέλα ο Χριστόδουλος, πόσο την αγόρασε, πού είναι το μαγαζί από το οποίο την αγόρασε. Εδωσε απαντήσεις σε όλα. Απαντήσεις χρήσιμες στην υπεράσπιση. Ουδείς από την έδρα τόλμησε να αμφισβητήσει τις απαντήσεις του. Για μας, όμως, το πιο σημαντικό πράγμα είναι ένας συλλογισμός που εξωτερίκευσε ο μάρτυρας: «Αν ήταν στη 17Ν, δε θα προσπαθούσε να στρατολογήσει πρώτον εμένα, το σύντροφο, το φίλο του, που ήμασταν όλη μέρα μαζί; Δε θα μου έκανε έστω μια κουβέντα;».
Ας σημειωθεί και κάτι ακόμα, σημαντικό για την αξιοπιστία του συγκεκριμένου μάρτυρα. Τα τρομοσενάρια του 2002 ενέπλεκαν και τον μάρτυρα. Απέδιδαν στον Τέλιο κάρφωμα και «ενός οικοδόμου με το ψευδώνυμο Λέρας». Ο Λέρας είναι οικοδόμος (σοβατζής) και αυτό είναι το επώνυμό του. Ο ίδιος, όμως, όπως κατηγορηματικά διαβεβαίωσε το δικαστήριο, ουδέποτε είδε τον Τέλιο στο σπίτι του Χριστόδουλου (όπου ήταν κάθε μέρα, γιατί έμεναν και σχεδόν δίπλα) και ουδέποτε άκουσε τίποτα γι’ αυτόν. Το ίδιο κατέθεσαν και δυο ακόμη μάρτυρες, που την περίοδο 1990-94 βρίσκονταν καθημερινά στο σπίτι-εργαστήριο του Χριστόδουλου.
Ο τελευταίος μάρτυρας, ο κ. Μουσελάς, είναι ο τρίτος που επιβεβαίωσε ότι τη μέρα και την ώρα της εκτέλεσης Μομφεράτου, ο Χριστόδουλος ήταν στο ικαριώτικο καφενείο στη Φειδίου από νωρίς το απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ. Μίλησε με λεπτομέρειες και έδωσε και αυτός πληθώρα ονομάτων άλλων Ικαριωτών που επίσης ήταν παρόντες. Και βέβαια, υπέστη και αυτός την ειρωνεία της εισαγγελέα («ούτε αστυνομικός να ήσασταν δεν θα τους καταγράφατε έτσι»). Επειδή, όμως, ο μάρτυρας δε μάσησε, ξέρετε τι βρήκε η εισαγγελέας για να τον… στριμώξει; Τι μέρα της εβδομάδας ήταν!!! Φυσικά, δεν θυμόταν. Δε μπορείς να θυμάσαι μετά από 20 χρόνια τι μέρα συνέβη ένα γεγονός, μπορείς όμως να θυμάσαι το γεγονός και τα πρόσωπα που ήταν παρόντα, όταν αυτά τα πρόσωπα σου είναι οικεία και συναγελάζεσαι μαζί τους σε καθημερινή βάση. Το γεγονός ήταν το παραλίγο λυντσάρισμα του Πυρούδη από τους ΟΝΝΕΔίτες και τα οικεία πρόσωπα αυτά που ήταν παρόντα επί ώρες στο γεγονός και που στο τέλος συνόδευσαν τον Πυρούδη από το ΑΤ Κολωνακίου στο σπίτι του.