ΛΗΣΤΕΙΑ ΣΤΟ Α.Τ. ΒΥΡΩΝΑ
Ο τίτλος της υπόθεσης έχει μεγάλη πλάκα: Ληστεία στο Αστυνομικό Τμήμα Βύρωνα! Κανονικά θα έπρεπε να είναι «Η μεγάλη ξεφτίλα της ΕΛΑΣ», αλλά εδώ δεν έχουμε πολιτικούς προσδιορισμούς, μόνο νομικούς. Ληστεία, λοιπόν. Στις 14 Αυγούστου 1988, μες στη ραστώνη του δεκαπενταύγουστου, κομμάντο της Ε.Ο. 17Ν κατάφερε να εισβάλλει μ’ έναν απλό και πρωτότυπο τρόπο στο Α.Τ. Βύρωνα, να κλειδώσει όλους τους μπάτσους στο κρατητήριο και να πάρει όπλα, σφραγίδες, ασυρμάτους, στολές και έγγραφα.
Σπάνια έχουμε δει μάρτυρα με την ειλικρίνεια και την έλλειψη πάθους όπως ο αστυνομικός Ζερβογιαννάκης, πρώτος από τους μάρτυρες κατηγορίας. Ηταν σκοπός στην είσοδο εκείνη τη μέρα, όταν είδε να τον πλησιάζει ένας συνάδελφός του, με πλήρη εξάρτηση, διακριτικά και όπλο, που συνόδευε έναν κρατούμενο. Πριν προλάβει να χαιρετηθεί με τον «συνάδελφο», βρέθηκε κρατούμενος των δύο ένοπλων ανταρτών. Τον οδήγησαν στην αξιωματικό υπηρεσίας, αμέσως μπήκαν μέσα και άλλοι τέσσερις αντάρτες, τους συνέλαβαν όλους, τους έδεσαν τα χέρια, τους φόρεσαν κάποια μπλουζάκια στο κεφάλι και τους κλείδωσαν στο κρατητήριο. Πήραν ό,τι ήθελαν να πάρουν και έφυγαν μέσα σε λίγη ώρα. Οι μπάτσοι κατάφεραν να λυθούν (βλέπετε οι αντάρτες παραήταν ευγενικοί και έδεσαν μπροστά και όχι πίσω τα χέρια της γυναίκας αξιωματικού υπηρεσίας) και ο Ζερβογιαννάκης πάτησε σε μια παλέτα και από το παράθυρο του κρατητήριου άρχισε να ζητάει βοήθεια από τους γείτονες! Ενας αξιωματικός του είπε να σταματήσει να φωνάζει (μη γίνουμε και εντελώς ρόμπες) και περίμεναν υπομονετικά στο κρατητήριο, μέχρι που άκουσαν βήματα κι έναν πολίτη να λέει: Εδώ δεν είναι κανένας! Τον φώναξαν στο κρατητήριο και του είπαν να βρει κάτι να σπάσει το λουκέτο, όπως και έγινε (ο άνθρωπος βγήκε έξω και επέστρεψε με μια βαριοπούλα με την οποία έσπασε το λουκέτο).
Ο Ζερβογιαννάκης υπήρξε σαφής: Δεν αναγνωρίζω κανέναν, μόνο το ύψος των δύο πρώτων μπορώ να περιγράψω (ψηλός, αδύνατος, γύρω στο 1.80 ο ψευτοαστυφύλακας και κοντός, γύρω στο 1.70 αυτός που παρίστανε τον κρατούμενο). Τους είδα και στην τηλεόραση, είδα και ωραίες, καθαρές φωτογραφίες στον ανακριτή, τους είδα και εδώ, δεν αναγνώρισα κανένα. Επίσης, για μια φορά ακόμη «άδειασε» την αξιωματικό υπηρεσίας Βεργή, η οποία επιστράτευσε απειλές, χαστούκια, ξυλοδαρμό, βρισιές, μέχρι και απειλή βιασμού! «Δεν είχε καμιά κοκκινίλα, κανένα σημάδι στο πρόσωπο και της το είπα. Αν είχε φάει ένα χάστουκο (sic!), όπως έλεγε, θα είχε κοκκινίλα στο πρόσωπο». Επίσης, σημείωσε ότι οι εισβολείς ήταν ευγενικοί, τους φέρθηκαν καλά.
Το τελευταίο δεν άρεσε καθόλου στην εισαγγελέα, που με ειρωνικό και επιτιμιτικό ύφος πίεζε με ερωτήσεις τον μάρτυρα να πει το αντίθετο, θυμίζοντάς του ότι τον απείλησαν με όπλο, του έδεσαν τα χέρια, του φόρεσαν κουκούλα, του πήραν το όπλο και αυτό πρέπει να το χαρακτηρίσει κακή συμπεριφορά. Ο άνθρωπος παρατήρησε ταραγμένος (εισαγγελέας είν’ αυτή, όχι παίξε γέλασε), ότι εννοούσε πως δεν τον έβρισαν, δεν τον χτύπησαν, δεν τον κλώτσησαν και πως τους έλεγαν πως αν δεν κάνουν καμιά κίνηση δε θα πάθουν τίποτα. Τα υπόλοιπα τα θεωρούσε αυτονόητα, σημειώνοντας ότι ο αιφνιδιασμός τους υπήρξε απόλυτος. Δηλαδή, τι περίμενε η κ. Κουτζαμάνη; Οταν αντάρτες πόλης κάνουν επιχείρηση σ’ ένα αστυνομικό τμήμα, έχουν δηλαδή απέναντί τους μια ένοπλη ομάδα, δε θα βγάλουν όπλα, δε θα συλλάβουν, δε θα τους κλειδώσουν στο κρατητήριο εξασφαλίζοντας τη διαφυγή τους; Γιατί δε μπορεί να καταλάβει το αυτονόητο, αυτό που κατέθεσε ο μάρτυρας; Οτι δηλαδή, οι αντάρτες που εισέβαλαν στο Τμήμα δεν είχαν τίποτα προσωπικό με τους μπάτσους και πρόθεσή τους ήταν να αρχίσουν και να ολοκληρώσουν την επιχείρησή τους αναίμακτα, όπως και έγινε. Αν ο συγκεκριμένος μάρτυρας δεν αισθανόταν την πίεση, ενδεχομένως και να ευχαριστούσε τους αντάρτες που δεν πείραξαν ούτε τρίχα απ’ το κεφάλι του. Την ήττα του ίδιου και των συναδέλφων του αναγνώρισε και την επιχειρησιακή και ηθική ανωτερότητα του αντίπαλου, χωρίς να διακατέχεται από κανένα προσωπικό πάθος. Αυτό είναι που δεν άρεσε στην εισαγγελέα. Εδώ που τα λέμε, έχει και το δίκιο τους. Οι γραφειοκράτες των διωκτικών μηχανισμών, καθισμένοι αναπαυτικά και απολαμβάνοντας την ασφάλεια των γραφείων τους, περιμένουν από τον κάθε μπάτσο να το παίζει ήρωας και σε κάθε περίπτωση να στήνει πιστολίδι και εν ανάγκη να πέφτει νεκρός στο καθήκον. Ο έξυπνος μπάτσος, όμως, που παίρνει τρεις κι εξήντα και έχει οικογένεια, δε γουστάρει να το παίξει ήρωας. Κι αυτό δεν αρέσει καθόλου στους γραφειοκράτες των διωκτικών μηχανισμών (όπως και στους πολιτικούς).
Ο Α. Κωνσταντάκης (υπεράσπιση Χρ. Ξηρού) έκανε μόνο μια ερώτηση, αφού πρώτα πέρασε στο χώρο των κατηγορουμένων και στάθηκε δίπλα στον όρθιο Χριστόδουλο: Αν σας έλεγα ότι εγώ ήμουν ο ψευτοαστυνομικός και συνόδευα τον κ. Ξηρό ως ψευτοκρατούμενο, τι θα λέγατε; Η απάντηση του Ζερβογιαννάκη ήταν σαφέστατη: Θα έλεγα ότι δεν ισχύει, αφού ο αστυνομικός ήταν ψηλός και ο κρατούμενος κοντός. Την ίδια ερώτηση έκανε και η υπεράσπιση Τζωρτζάτου και ο μάρτυρας έδωσε την ίδια απάντηση: Η διαφορά ήταν προφανής, ήταν ένας ψηλός και ένα κοντός, ψηλός ο ψευτοαστυνομικός, κοντός ο ψευτοκρατούμενος. Ο μάρτυρας, δηλαδή, έκανε σκόνη και το κατηγορητήριο και την πρωτόδικη απόφαση, που παρουσιάζει ως αστυνομικό το Σάββα και ως κρατούμενο το Χριστόδουλο. Οι ισοϋψείς (1.86 και οι δύο) αδερφοί Ξηροί δεν ταιριάζουν στο δίδυμο ψηλός-κοντός, για το οποίο ήταν κατηγορηματικός ο μάρτυρας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε και μια άλλη αποκάλυψη του Ζερβογιαννάκη, που διευκρινίστηκε καλύτερα μετά από μερικές ερωτήσεις της Γ. Κούρτοβικ. Εγώ –είπε- δεν ήθελα να κάνω παράσταση πολιτικής αγωγής και να βάλω δικηγόρο, επειδή μου πήραν ένα πηλίκιο. Ομως με πλησίασε εδώ απέξω ο κ. Κυριαζής και μου είπε να με αναλάβει αυτός. Εγώ δεν έχω πληρώσει τίποτα. Ο κ. Κυριαζής κάτι ήταν παλιά στο υπουργείο Δημοσίας Τάξεως. Ετσι «ψάρευαν» μάρτυρες και τους μετέτρεπαν σε πολιτικώς ενάγοντες στην πρώτη δίκη. Με δωρεάν προσφορά δικηγόρων. Για να μπορούν να τους «επεξεργάζονται» και να λένε αυτά που ήθελε το επιτελείο της τρομοϋστερίας.
Το «κλου» της υπόθεσης ήταν ένας διάλογος του μάρτυρα με τον Δ. Κουφοντίνα:
Κουφοντίνας: Κύριε μάρτυρα, μπορεί κάποια στιγμή να βρεθήκαμε αντιμέτωποι, ωστόσο σήμερα σας αναγνωρίζω ότι είστε ειλικρινής, δηλαδή λέτε ακριβώς ό,τι έγινε. Θέλω να μου πείτε, εκείνη την ημέρα είχατε πάει κάπου τέλος πάντων, προχωράγατε προς την έξοδο, προς τη σκοπιά σας και σας πλησίασαν δύο, ένας αστυνομικός και ένας κρατούμενος. Αυτό δε νομίζω ότι ήταν κάτι ασυνήθιστο, δηλαδή δε σας παραξένεψε.
Ζερβογιαννάκης: Αυτό που λέτε, δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα.
Κουφοντίνας: Δηλαδή, δεν υπήρχε λόγος ν’ αντιδράσετε, δε σας παραξένεψε.
Ζερβογιαννάκης: Αυτό που λέτε, δεν πρόλαβα τίποτα.
Κουφοντίνας: Δεν υπήρχε λόγος να βγάλετε όπλο δηλαδή, σ’ ένα συνάδελφό σας που έρχεται εκεί δεν υπάρχει λόγος. Και εκείνη τη στιγμή, βλέπετε άλλους τέσσερις, βλέπετε δηλαδή συνολικά –αφού ξέρετε κι από όπλα- τέσσερα πιστόλια κι ένα αυτόματο να σας σημαδεύουν. Τι θα μπορούσατε να κάνετε εκείνη τη στιγμή;
Ζερβογιαννάκης: Τίποτα δεν κάναμε.
Κουφοντίνας: Τίποτα δε θα μπορούσατε να κάνετε. Επειδή σας μάλωσε και η εισαγγελία εδώ πέρα και στο πρωτόδικο ήταν ακόμα χειρότερα τα πράγματα, σας λένε δηλαδή τι; Επειδή θ’ ακούσουμε και μετά από κάποιον καιρό κάποιες αποφάσεις, κάποια πράγματα περί υπέρτατων αγαθών και άλλα τέτοια υποκριτικά, τι θα μπορούσατε να κάνετε δηλαδή;
Ζερβογιαννάκης: Τίποτα.
Κουφοντίνας: Τίποτα. Αιφνιδιαστήκατε. Υπήρχε υπεροπλία συντριπτική, δε μπορούσατε να κάνετε τίποτα. Να σας ρωτήσω κάτι ακόμη. Σας χτύπησε κανείς;
Ζερβογιαννάκης: Οχι.
Κουφοντίνας: Οχι. Είδατε να χτυπάνε κάποιον άλλον;
Ζερβογιαννάκης: Οχι.
Κουφοντίνας: Οχι. Αυτοί που ήταν εκεί, τα μέλη της Οργάνωσης, γιατί μπήκαν εκεί, τι έψαχναν;
Ζερβογιαννάκης: (δεν ακούγεται)
Κουφοντίνας: Τι είδατε να κάνουν δηλαδή;
Ζερβογιαννάκης: Είδα που άρχισαν να σπάνε όλα τα συρτάρια και έψαχναν για όπλα.
Κουφοντίνας: Ψάχνανε για όπλα δηλαδή. Αυτός ήταν ο σκοπός της ενέργειας. Να προμηθευτεί η Οργάνωση με όπλα που χρειαζόταν.
Η εισαγγελέας δεν κρατιόταν, γι’ αυτό και κάποια στιγμή αργότερα επανήλθε και ειρωνεύτηκε το μάρτυρα, ο οποίος αναγκαστικά το κατάπιε (έχει μάθει, βέβαια, να σκύβει το κεφάλι στους προϊσταμένους του), δεν το κατάπιε όμως ο Δ. Κουφοντίνας, που την κάρφωσε αμέσως: «Γιατί ειρωνεύεστε, κα εισαγγελέα; Τι θέλατε να κάνει, να πυροβολήσει; Και να πυροβοληθεί; Κι ύστερα μας μιλάτε για την υπέρτατη αξία της ανθρώπινης ζωής. Το υπέρτατο αγαθό είναι το κύρος του κράτους. Αυτό σας νοιάζει. Τα άλλα όλα σχετικοποιούνται».
Από την έδρα καταβλήθηκε προσπάθεια να διαψευστεί ο μάρτυρας ως προς το αν τραυματίστηκε η αξιωματικός υπηρεσίας Βεργή. Ο άνθρωπος ήταν κατηγορηματικός: Ελεγε ότι πονάει, αλλά δεν είχε κανένα σημάδι. Η έδρα αντέτεινε ότι η Βεργή είχε ρωγμώδες κάταγμα γνάθου. Ο Δ. Κουφοντίνας παρατήρησε με νόημα (το νόημα θα το δούμε όταν ασχοληθούμε με την περιβόητη κ. Βεργή): «Ο μάρτυρας είπε ότι είδε μετά τη Βεργή και δεν είχε κανένα σημάδι. Το αν πήγε μετά στο νοσοκομείο είναι κάτι που δεν ξέρουμε, τι μεσολάβησε δηλαδή από τη στιγμή που το είδε μέχρι να πάει στο νοσοκομείο».
Ο Χρ. Ξηρός ζήτησε να κάνει ένα σχόλιο και κατάφερε να το ολοκληρώσει διακοπτόμενος συνεχώς από τον πρόεδρο:
Χρ. Ξηρός: Θέλω να κάνω ένα σχολιασμό για το συγκεκριμένο μάρτυρα, ο οποίος ήταν αξιοπρεπέστατος και ειλικρινής και το ξέρετε αυτό, παρότι σας κατέστρεψε τελείως και την ομολογία…
Πρόεδρος: Γιατί τα λέτε αυτά; Κάντε το σχόλιό σας…
Χρ. Ξηρός: Αυτό κάνω, το σχόλιό μου κάνω, κ. πρόεδρε.
Πρόεδρος: Το σχόλιό σας τώρα…
Χρ. Ξηρός: Να σας πω γιατί τα λέω; Γιατί τον ρωτήσατε έξι φορές, τέσσερις εσείς κ. πρόεδρε και δύο η εισαγγελέας, εάν ο δήθεν κρατούμενος ήταν πιο κοντός…
Πρόεδρος: Δεν θα τον ρωτήσουμε;
Χρ. Ξηρός: Και το είπε. Το είπε μία, το είπε δύο, το είπε έξι φορές. Και μετά η κα εισαγγελέας επιχείρησε να τον ειρωνευτεί. Λέει «δεν κράταγε και μεζούρα ο άνθρωπος»! Να τον απαξιώσει.
Πρόεδρος: Παρακαλώ, κ. Ξηρέ, ο κύριος συνήγορος της υπεράσπισης τον ερώτησε επανειλημμένα.
Χρ. Ξηρός: Απαξ τον ερώτησε. Γιατί τον ρωτήσατε έξι φορές; Διότι έχετε μεγάλο πρόβλημα. Διότι ο άνθρωπος αυτός σας καταστρέφει τις ομολογίες. Οι ομολογίες λένε άλλα αντ’ άλλων. Και επίσης καταστρέφει τα μαργαριτάρια της απόφασης του κ. Μαργαρίτη, τα οποία λένε επίσης άλλα αντ’ άλλων. Σαν τον κ. Μαργαρίτη, ο οποίος δύο μήνες πριν δέχεται τον Καισάριο που με λέει ψηλό και χοντρό, δύο μήνες μετά, σε κάποια ληστεία, δεν δέχεται τον άλλο ψευδομάρτυρα που με λέει ψηλό και χοντρό. Και εδώ έχετε ποιον; Που είναι ο Χριστόδουλος; Πουθενά ο Χριστόδουλος. Ούτε εδώ ούτε αλλού.
Η Νίκη Βεργή, αξιωματικός υπηρεσίας εκείνη τη μέρα, «αναγνώρισε» ως ψευτοαστυνομικό το Σάββα και ψευτοκρατούμενο το Τζωρτζάτο (τον κ. Χριστόδουλο Ξηρό εγώ δεν τον είδα ποτέ, είπε χαρακτηριστικά). Μετά άρχισε τα ηρωικά: Ακόμα και να με σκότωναν, ήμουν αποφασισμένη να μην τους δώσω ποτέ τα όπλα! Φαίνεται όμως ότι δεν είχε αποφασίσει εξαρχής να με σκοτώσει (ο Σάββας πάντα)! Πάνω στην άρνησή της, όμως, της έδωσε ένα χαστούκι στο πρόσωπο και μετά την πλάκωσε στις κλοτσιές στη σκάλα. Χάλια έγινε η στολή της. Φορούσε και γόβα… υπηρεσιακή, οπότε έγινε ισοϋψής του Σάββα (το μεγάλο γέλιο είχε πέσει πρωτόδικα, όταν τη γόβα τη θυμήθηκε μετά την αποκάλυψη ότι ο Σάββας της ρίχνει τουλάχιστον 7 πόντους). Αργότερα, θυμήθηκε και τα μάτια του Κουφοντίνα (τον «αναγνώρισε» κι αυτόν). Το μόνο που δεν θυμήθηκε ήταν η… απόπειρα βιασμού από το Σάββα, που τός γλαφυρά περιέγραφε σε παλιότερες καταθέσεις της. (της έφυγε άραγε το απωθημένο ή της είπαν να κόψει τις …μπιπ;).
Στις ερωτήσεις των υπερασπιστών η Βεργή εκνευρίστηκε και άρχισε να απαντά προκλητικά και όλο και συχνότερα να λέει «δε θυμάμαι». Γιατί καταδεικνύονταν συνεχώς οι αντιφάσεις της. Οσο καλά προετοιμασμένη κι αν ήταν (άλλωστε, έχει μια… περίεργη διαδρομή σε διάφορες υπηρεσίες, όπως στην υπηρεσία πληροφοριών της Ασφάλειας), δεν ήταν σε θέση να προστατευθεί από τις αντιφάσεις της. Οχι μόνο δε μπορούσε να δώσει κανένα χαρακτηριστικό αυτών που υποτίθεται ότι αναγνώρισε, αλλά διέψευσε ακόμα και την προανακριτική της κατάθεση, στην οποία ανέφερε ότι όλοι φορούσαν κουκούλες, εκτός από τον ψευτοαστυνομικό και τον ψευτοκρατούμενο. Ξέρετε ποια ήταν η απάντησή της; «Εγώ ποτέ δεν είπα για κουκούλα, δεν ξέρω πως γράφτηκε αυτό». Φαίνεται πως ο συνάδελφός της που έπαιρνε την κατάθεση έγραφε ό,τι του κατέβαινε. Κι αυτή τα υπέγραφε, μολονότι έχει την εμπειρία και γνωρίζει ότι οι καταθέσεις διαβάζονται στο μάρτυρα πριν τις υπογράψει! Η εν λόγω κυρία είχε κάθε λόγο να παραστήσει την άγρια βασανισθείσα ηρωίδα (ανάγκη που δεν είχαν οι απλοί αστυνομικοί), γιατί ήταν αξιωματικός υπηρεσίας και φοβόταν πως η καριέρα της θα πληγεί ανεπανόρθωτα. Γι’ αυτό και είναι η μόνη που λέει τόσα ψέματα, για ξυλοδαρμό που υπέστη, ακόμα και για… απόπειρα βιασμού. Οταν οι μπάτσοι βρέθηκαν μπροστά σε έξι οπλισμένους άντρες, που τους έπιασαν κυριολεκτικά στον αυγουστιάτικο ύπνο τους, τα έκαναν πάνω τους. Κάθησαν σαν κοτούλες να τους κλείσουν στο κρατητήριο (και καλά έκαναν εδώ που τα λέμε) και τα μέλη της 17Ν πήραν όσα όπλα ήταν εκεί καθώς και άλλα υλικά και έφυγαν. Δεν χρειάζονταν να πάρουν όλο το οπλοστάσιο, ρισκάροντας κάποιος να τους δει να κουβαλούν τα όπλα έξω και καθυστερώντας χρονικά την επιχείρησή τους με κίνδυνο εμπλοκής με κάποιον διερχόμενο ή με κάποιο περιπολικό που θα έφτανε στο Τμήμα. Δεν τους χρειαζόταν, άλλωστε, όλο το οπλοστάσιο και ενδεχομένως να μη γνώριζαν ότι στον πάνω όροφο του Τμήματος υπήρχε οπλαποθήκη, όπως λέει η Βεργή. Και κάτι τελευταίο: Κατέθεσε η Βεργή σήμερα ότι «αναγνωρίζει» και τον Δ. Κουφοντίνα και μάλιστα υποστήριξε ότι το ίδιο είχε πει και στο πρώτο δικαστήριο. Η ίδια στο πρωτόδικο, μόλις πριν δυο χρόνια, είχε καταθέσει και είχψε γραφεί στα πρακτικά, αναφερόμενη στον Κουφοντίνα: «Εγώ δεν τον γνωρίζω τον άνθρωπο»! Οταν της το επισήμανε η Γ. Κούρτοβικ, η Βεργή άρχισε να παραμιλάει. «Κυρία συνήγορος, μπορεί να έχω πάθει αμνησία, μπορεί να μη θυμάμαι τίποτα», προσπάθησε να πει με ιταμό ύφος προς τη συνήγορο. Δεν ξέρω αν έχουμε ψευδορκία ή έχουμε φαινόμενο που άπτεται άλλων επιστημών, ήταν το σχόλιο της Γ. Κούρτοβικ. Η τελευταία ερώτηση της συνηγόρου ήταν: Υπηρετήσατε στην ΚΥΠ; Η απάντηση της μάρτυρα ήταν: Δεν απαντώ, δεν πρέπει να απαντήσω! Η συνήγορος επέμεινε ότι δεν έχει δικαίωμα να μην απαντήσει και ύστερα από δυο λεπτά πήρε χαμπάρι ο πρόεδρος και απαγόρευσε την ερώτηση. Από την άρνησή της να απαντήσει –συμπέρανε η συνήγορος- συνάγεται ότι η μάρτυρας έχει υπηρετήσει στην ΚΥΠ.
Για να μη λέμε πολλά, ας μπούμε και στο «ζουμί». Στο «ζουμί» που η Βεργή προσπάθησε να αποφύγει, δηλώνοντας ότι «τα οικογενειακά μου δε σας ενδιαφέρουν». Αρνήθηκε ότι ο σύζυγός της είναι ο καταδικασμένος για ναρκωτικά (σε 8 χρόνια) Ν. Αναγνωστόπουλος και ότι η ίδια δικάστηκε από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πατρών. Λίγο αργότερα, όμως, είπε: «Εγώ έχω απαλλαγεί»! Δηλαδή, αθωώθηκε χωρίς να δικαστεί! Προσπαθούσε συνεχώς, λέγοντας ψέματα, να μην απαντήσει σε τίποτα σχετικό μ’ αυτή την απόφαση. Και το χειρότερο είναι ότι ο πρόεδρος την προστάτευε.
Εν πάση περιπτώσει, ο Ι. Μυλωνάς που ασχολήθηκε με το θέμα, παρά την προσπάθεια της εισαγγελέα να τον εμποδίσει («να μην πετάγεστε, κα εισαγγελέα και να μη διακόπτετε», της είπε δηκτικά ο συνήγορος), διάβασε απόσπασμα από απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών, που έκρινε ότι η κατηγορουμένη Νίκη Βεργή κατέθεσε μεν ψευδώς και διέπραξε το αδίκημα της ψευδορκίας, την αθώωσε, όμως, επειδή ψευδομαρτύρησε για να προστατεύσει το σύζυγό της (υπάρχει σχετική πρόβλεψη στο νόμο). Κι όταν ο συνήγορος αναφέρθηκε στο περιεχόμενο της απόφασης και η Βεργή αποκαλύφτηκε πλήρως, πετάχτηκε και πάλι η εισαγγελέας για να «εισφέρει» έναν αστείο νομικισμό: «Δεν ξέρουμε αν η απόφαση είναι αμετάκλητη και κακώς την επικαλείστε»! «Μα η απόφαση είναι ομόφωνη», απάντησε ο συνήγορος. «Δεν ξέρουμε αν έχει ασκηθεί αναίρεση, δεν φέρατε κανένα πιστοποιητικό», ήταν το τελικό «επιχείρημα» της κ. Κουτζαμάνη, που τ’ αφήνουμε να το σχολιάσετε μόνοι σας. Τι αφορούσε η υπόθεση; Επίλυση γκομενοδουλειάς με… πρωτότυπο αστυνομικό τρόπο. Ο σύζυγος της Βεργή (αστυνομικός και αυτός) έβαλε ναρκωτικά στο αυτοκίνητο του εραστή της κυρίας, για να τον εκδικηθεί. Μάλιστα, τηλεφώνησε ο ίδιος στην υπηρεσία του, παραλλάσσοντας τη φωνή του, για να τους πει που θα βρουν τον… έμπορο ναρκωτικών, ο οποίος ήταν απλώς ο γκόμενος της συζύγου. Ο εραστής (πυροσβέστης στο επάγγελμα) δεν είχε σχέση με ναρκωτικά και κυνήγησε το σύζυγο, για τον οποίο μάλιστα είπε ότι έριξε οξύ σε προηγούμενο εραστή της συζύγου (δουλειά δεν είχε και σε δουλειά βρισκόταν συνεχώς ο δυστυχής… τάρανδος)! Αποκαλύφτηκε, λοιπόν, η σκευωρία σε βάρος του εραστή πυροσβέστη, ο αστυνομικός σύζυγος καταδικάστηκε και η αστυνομικός σύζυγος εκρίθη ψεύδορκος αλλά αθωώθηκε επειδή η ψευδορκία έγινε χάριν στενού συγγενή. Χρειάζεται να παραθέσουμε τίποτ’ άλλο για την αξιοπιστία της κυρίας; Απλά να σημειώσουμε ότι, μολονότι συνελήφθη να ψεύδεται εν ψυχρώ μπροστά στο δικαστήριο (υποστήριζε ηλιθιωδώς, αν και γνώριζε ότι ο συνήγορος είχε στα χέρια του την απόφαση, ότι δεν ήταν σύζυγός της ο Αναγνωστόπουλος και δεν είναι αυτή η Βεργή που δικάστηκε στην Πάτρα), από την έδρα δεν της έγινε η παραμικρή παρατήρηση. Γιατί τέτοια και τόση προστασία (ρητορικό το ερώτημα);
ΥΓ1: Να θυμίσουμε ένα ξεχασμένο ανέκδοτο, που το θυμούνται οι παλιοί «γαύροι». Λίγες μέρες μετά την επιχείρηση της 17Ν στο ΑΤ Βύρωνα, ο Ολυμπιακός παίζει φιλικό στο Καραϊσκάκη. Κάποια στιγμή μπαίνουν στην 7 τα ΜΑΤ και, αντίθετα απότι συνέβαινε τις άλλες φορές (αποδοκιμασίες και ειρωνικά συνθήματα), επικρατεί απόλυτη σιγή. Και ξαφνικά, ακούγεται μια φωνή (ξέρετε, απ’ αυτές τις στεντόρειες γηπεδικές φωνές): «Βοήθεια, γειτόνοι, μας κλειδώσανε». Το γήπεδο ξεσπάει σε χάχανα και το επόμενο λεπτό τα ΜΑΤ κάνουν μεταβολή και φεύγουν. Η απόλυτη ξεφτίλα.
ΥΓ2: Τρεις «χτιστοί» ασφαλίτες ήταν από το πρωί καθηλωμένοι μπροστά στη γιγαντοοθόνη στο Κέντρο Τύπου του Κορυδαλλού (δεν τους έχουμε ξαναδεί στο χώρο). Δεν έχαναν λέξη από τα διαμειβόμενα και ήταν αναγκασμένοι να ακούνε σιωπηλοί (μόνο κάτι δηλητηριώδεις ματιές έριχναν) τα σαρκαστικά σχόλια δημοσιογράφων και δικηγόρων, πότε για το ξεφτιλίκι των μπάτσων και πότε για το… ποιόν της κ. Βεργή. Δεν ξέρουμε σε ποια υπηρεσία ανήκουν οι τρεις «χτιστοί», πάντως πέρασαν μαρτύριο. Και βέβαια, το ερώτημα είναι τι ακριβώς γύρευαν τη συγκεκριμένη μέρα στον Κορυδαλλό. Ποιον ή ποια από τους συναδέλφους τους μάρτυρες παρακολουθούσαν και για ποιο λόγο;