Τι χαρακτηρισμό θα δίνατε για ένα δικαστήριο που παίρνει μια απόφαση, την οποία αμφισβητούν κατηγορούμενοι και υπεράσπιση ως ευθέως παράνομη, επιμένει πεισματικά σ’ αυτή, καταναλώνει τέσσερις μέρες σ’ ένα ιδιότυπο «πόκερ» και στο τέλος ανακαλεί την απόφασή του; Εμείς δε θα δώσουμε δικούς μας χαρακτηρισμούς. Θα χρησιμοποιήσουμε λόγια της αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ε. Κουτζαμάνη: κωλυσιεργία και διακωμώδηση της δίκης. Οι χαρακτηρισμοί επιστρέφουν ως μπούμερανγκ και ουδείς μπορεί να πει τίποτα. Η απόφαση για αυτεπάγγελτο διορισμό των συνηγόρων που ήδη είχαν οι κατηγορούμενοι και τους οποίους το δικαστήριο θεώρησε ως «παυθέντες» αναιρέθηκε. Αναιρέθηκε επίσης η πέτρα του σκανδάλου, δηλαδή η απόφαση της Διεύθυνσης της φυλακής να υποβάλλει σε εξευτελιστικό σωματικό έλεγχο και έλεγχο εγγράφων τους κατηγορούμενους και κατά την προσέλευσή τους στο δικαστήριο.
Ποιους δικαιώνει αυτή η εξέλιξη (με την αναίρεση και των δυο αποφάσεων); Τους κατηγορούμενους. Και ποιοι μένουν έκθετοι; Από τη μια η Διεύθυνση της φυλακής, που υποχρεώθηκε ύστερα από τη σθεναρή στάση των Δ. Κουφοντίνα και Χρ. Ξηρού και την παρέμβαση του εισαγγελέα να επανέλθει στο παλιό καθεστώς του μακροσκοπικού ελέγχου (με το μάτι του φύλακα, δηλαδή), και από την άλλη το δικαστήριο, που αυθαίρετα και «τσαμπουκαλίδικα» προχώρησε στο διορισμό (ύστερα από πρόταση της εισαγγελέα, που κυνηγούσε από τα τέλη Ιούλη μια ρεβάνς από κατηγορούμενους και υπερασπιστές).
Εύλογα προκύπτει το ερώτημα: Γιατί το δικαστήριο επέμεινε στην απόφαση για διορισμό και μετά την πλήρη διευκρίνηση της στάσης των δύο κατηγορούμενων και των συνηγόρων τους; Αν θεωρούσε την απόφασή του σωστή, τότε θα έπρεπε να επιμείνει μέχρι το τέλος. Αφού την αναίρεσε, σημαίνει ότι ήξερε πολύ καλά πως η απόφαση δεν ήταν σωστή. Η επιμονή, λοιπόν, σ’ αυτή και η κατανάλωση τεσσάρων μερών (από την Τρίτη μέχρι την Παρασκευή) μόνο ως «παρτίδα πόκερ με μπλόφες» μπορεί να χαρακτηριστεί. Το δικαστήριο εμφανιζόταν σκληρό, ποντάροντας στην υποχώρηση κατηγορούμενων και συνηγόρων. Αυτοί δεν «έφαγαν τη μπλόφα», έμειναν σταθεροί στις θέσεις τους, υπερασπίστηκαν το δίκιο τους και στο τέλος δικαιώθηκαν.
Το ζήτημα που προέκυψε ήταν καθαρά τυπικό. Πίσω απ’ αυτό, όμως, υπέβοσκε, η εμμονή των Αμερικανών να κατευθύνουν τη δίκη και η αδυναμία του δικαστηρίου να διαχειριστεί αυτή την πίεση και να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία του τουλάχιστον στα ζητήματα της διαδικασίας, που είναι αυτά που θα μπορούσαν να του εξασφαλίσουν στοιχειωδώς την «έξωθεν καλή μαρτυρία» στη διάρκεια της δίκης. Οι Αμερικανοί είναι που έθεσαν ζήτημα κινδύνου παραγραφής (για την υπόθεση Τσάντες-Βελούτσου, στην οποία έχει καταδικαστεί μόνο ο Α. Γιωτόπουλος για ηθική αυτουργία). Το θέτουν μέχρι τώρα, μολονότι γνωρίζουν ότι αυτή η υπόθεση έτσι κι αλλιώς θα παραγραφεί, εξέλιξη για την οποία δεν ευθύνονται οι κατηγορούμενοι.
Η μη παραγραφή δεν εξαρτάται από μια βδομάδα επιπλέον διακοπές, που ζήτησαν οι συνήγοροι, ή από τις τρεις φορές που κατηγορούμενοι απείχαν (σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το θάνατο συγκρατουμένων τους από πυρκαγιά, για το χτύπημα των ΜΑΤ ενάντια στους φοιτητές και για τη σιωνιστική βαρβαρότητα). Ενα δικαστήριο που θέλει να διαχειριστεί μια τέτοια δίκη με τυπικό δικονομικό τρόπο, οφείλει να γνωρίζει εκ των προτέρων ότι έχει να κάνει με μια πολιτική υπόθεση, στην οποία θα υπάρξουν και τέτοιες αντιδράσεις. Τρεις χαμένες μέρες σε οχτώ μήνες, στη διάρκεια των οποίων ολοκληρώθηκε η λεγόμενη αποδεικτική διαδικασία, δεν είναι απολύτως τίποτα. Ομως, οι Αμερικάνοι πίεζαν, η εισαγγελέας εμφανιζόταν από δημοσιεύματα ως η «καλή» και «ικανή» και ο «πρόεδρος» ως «ανίκανος» και «υποχωρητικός» και βαθμιαία δημιουργήθηκε μια κατάσταση που έδειχνε σαν το δικαστήριο να «δίνει το παρών». Ετσι, χάθηκε η ψυχραιμία και κάθε επικοινωνία της έδρας με την πλευρά των κατηγορούμενων και της υπεράσπισής τους. Η εισαγγελέας άρχισε να συμπεριφέρεται με μια καθαρά ρεβανσιστική-δικτατορική διάθεση και το δικαστήριο, αντί να της βάλει φρένο, ακολούθησε στον ίδιο δρόμο. Τι θα έκανε ένα δικαστήριο προστατεύοντας τον εαυτό του και το κύρος του; Θα έδειχνε κατανόηση στη διαμαρτυρία των κατηγορούμενων και θα προσπαθούσε να ικανοποιηθεί το αίτημά τους για το σταμάτημα της αυθαιρεσίας της Διεύθυνσης της φυλακής. Απλά πράγματα. Αντί για τα απλά, επιλέχτηκε ο «τσαμπουκάς» και μάλιστα με το δικαστήριο να βρίσκεται εν αδίκω.
Για να το πούμε με μια χαρακτηριστική λαϊκή λέξη, η τελευταία εξέλιξη, με τον τσαμπουκά του διορισμού και την αναίρεσή του μετά από τέσσερις μέρες, αποτελεί «ξεφτιλίκι». Ας δούμε, όμως, πώς παίχτηκε η τελική πράξη.
Η Γ. Κούρτοβικ και ο Γ. Γκουντούνας ζήτησαν να τους δοθούν αντίγραφα των πρακτικών της επίμαχης συνεδρίασης, διότι -όπως είπε η Γ. Κούρτοβικ- «θεωρώ ότι η απόφγασή σας εκδόθηκε παράτυπα και παράνομα, αφού ούτε παραιτήθηκα ούτε απολύθηκα από τον πελάτη μου». Από την έδρα πιέστηκαν οι συνήγοροι να απαντήσουν πρώτα αν αποδέχονται ή όχι το διορισμό, όμως αυτοί παρέμειναν ακλόνητοι: Είμαστε διορισμένοι από τους εντολείς μας και όχι από το δικαστήριο. Πρώτα θα λυθεί αυτό το ζήτημα και μετά θα συζητήσουμε οτιδήποτε άλλο. Αρνούμαστε να παραστούμε με οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα, πλην αυτής που έχουμε από την αρχή της δίκης.
Ο πρόεδρος προσπαθούσε -αμήχανα και πάλι- να πει ότι οι κατηγορούμενοι είχαν δηλώσει αποχώρηση από τη διαδικασία και οι Κουφοντίνας και Χριστόδουλος το διέψευσαν κατηγορηματικά για μια ακόμη φορά. Οταν δε ο Δ. Κουφοντίνας επικαλέστηκε, προς επίρρωση του ισχυρισμού του, τις εφημερίδες, διαβάζοντας το ρεπορτάζ της «Ελευθεροτυπίας», ανέλαβε δράση η εισαγγελέας, κάνοντας απαξιωτικά σχόλια για τον Τύπο και τους ρεπόρτερ που καλύπτουν τη δίκη, συνοδευόμενα από χαρακτηριστικούς μορφασμούς απαξίας. Υποστήριξε περίπου ότι οι δημοσιογράφοι δε ξέρουν τι γράφουν, ότι παίρνουν πληροφορίες από τους κατηγορούμενους (δεν μπορεί ούτε αυτό να καταλάβει, ότι ο δημοσιογράφος δεν είναι παπαγαλάκι της δίωξης και πως στα καθήκοντά του είναι η επικοινωνία και με τους κατηγορούμενους), ενώ αργότερα, έχοντας χάσει προφανώς τον αυτοέλεγχό της, δεν αρκέστηκε σε… οδηγίες για το πώς πρέπει να γίνεται το ρεπορτάζ, αλλά μίλησε για «έλεγχο» (θα μας θέσει υπό κατηγορία, άραγε, επειδή δε γράφουμε όπως θέλει αυτή;). Και όμως, τρεις εφημερίδες («Ελευθεροτυπία», «Κόντρα» και «Ριζοσπάστης» είχαν ρεπορτάζ που κανένα δεν ερμήνευσε τη δήλωση Κουφοντίνα-Χριστόδουλου ως αποχώρηση, ενώ και οι τρεις δημοσίευσαν τη δήλωση Κουφοντίνα, που έγινε στο διάλειμμα, πριν το δικαστήριο αποφασίσει διορισμό, ότι πρόκειται για απουσία διαμαρτυρίας από τη συγκεκριμένη συνεδρίαση).
Υστερα από διαξιφισμούς, που κράτησαν μέχρι το μεγάλο μεσημεςριανό διάλειμμα, το δικαστήριο επέστρεψε στην έδρα και ο πρόεδρος ανακοίνωσε ότι η απόφαση ανακαλείται, χωρίς να δώσει οποιαδήποτε -έστω και συνοπτική- αιτιολογία!
Ενα άλλο μείζον ζήτημα που απασχόλησε αυτή τη συνεδρίαση ήταν αυτό των πρακτικών. Το έθεσε ο Δ. Κουφοντίνας που είπε ότι δεν είναι τυχαίο το σταμάτημα της δημοσίευσης των πρακτικών τη στιγμή που ετοιμάζονται να ξεκινήσουν οι καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης και θα ακολουθήσουν οι λεγόμενες απολογίες και οι αγορεύσεις των υπερασπιστών. Εθεσε και ένα άλλο ζήτημα, όμως, ο Κουφοντίνας. Το συνεργείο της ιδιωτικής εταιρίας που κάνει την απομαγνητοφώνηση προσέρχεται κανονικά στη διαδικασία και απομαγνητοφωνεί! Προφανώς το κάνει για λογαριασμό κάποιου ιδιώτη! Ο Κουφοντίνας ζήτησε από το δικαστήριο να επιλύσει το ζήτημα της δημοσίευσης των απομαγνητοφωνημένων πρακτικών, αλλιώς να επιτρέψει και στον ίδιο και την υπεράσπισή του να μπει στο χώρο δικό τους συνεργείο και να απομαγνητοφωνεί.
Τέλος, παρά τις έντονες αντιρρήσεις των Δ. Κουφοντίνα και Χρ. Ξηρού (ο τελευταίος μάλιστα αποχώρησε από τη διαδικασία και εκπροσωπήθηκε από το συνήγορό του), καθώς και των συνηγόρων Γ. Κούρτοβικ και Γ. Γκουντούνα, προβλήθηκε η βιντεοκασέτα με τη «συνέντευξη» του Σάββα στον Τριανταφυλλόπουλο. Εν απουσία αποδεικτικών στοιχείων, επιστρατεύτηκε ένα λαμπρό δείγμα δημοσιογραφικής αγυρτείας, προς άγραν εντυπώσεων. Και βέβαια, θα γίνει επιλεκτική χρήση και αυτού του υλικού. Τα σημεία που ο Σάββας είναι καταγγελτικός θα πεταχτούν στο καλάθι των αχρήστων και θα χρησιμοποιηθεί μόνο ό,τι μπορεί να βολέψει την κατηγορία.