ΛΗΣΤΕΙΑ ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΥ
Δε μας τα είπε (και πάλι) καθόλου καλά ο μάρτυρας Νικολακόπουλος, διευθυντής του σούπερ μάρκετ Μαρινόπουλος. Οχι μόνο έπεσε σε σωρεία αντιφάσεων, αλλά έδειχνε και πάλι ιδιαίτερα ταραγμένος, συμπεριφορά παράξενη για έναν άνθρωπο που έχει ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα από τους ληστές (σύμφωνα μ’ αυτά που καταθέτει). Κατανοητές θα ήταν οι αντιφάσεις, όχι όμως και η ταραχή. ‘Η μήπως η ταραχή οφείλεται στο γεγονός ότι προέβη σε «αναγνωρίσεις» και γνωρίζει πολύ καλά ότι οι αναγνωρίσεις είναι στημένες;
Ο Νικολακόπουλος «αναγνώρισε» Σάββα και Χριστόδουλο Ξηρό. Και μόνο η περιγραφή που δείχνει για το Χριστόδουλο είναι αρκετή για να κρίνουμε την… ποιότητα των αναγνωρίσεων: «Ψηλός, γεροδεμένος, με ξερακιανό πρόσωπο». Ας αφήσουμε το «γεροδεμένος», με το οποίο δεν περιγράφεις ένα χοντρό 130 κιλά. Εκείνο το «ξερακιανός», όμως, βγάζει μάτια. Ακόμα και σήμερα, που έχει αδυνατίσει, ουδείς μπορεί να χαρακτηρίσει ξερακιανό το Χριστόδουλο. Τον έχουν χαρακτηρίσει στρογγυλοπρόσωπο, παχουλό, αφράτο, αλλά ξερακιανό ουδείς διανοήθηκε να τον χαρακτηρίσει. Κατέθεσε, ακόμη, ότι τον αναγνώρισε και από τη φωνή. Ομως, τη φωνή του Χριστόδουλου δεν την είχε ακούσει πουθενά και δεν ήταν σε θέση να πει πού την είχε ακούσει!
«Αναγνώρισε» και το Σάββα, ο οποίος –λέει- είχε πάει τις προηγούμενες μέρες στο γραφείο του προσποιούμενος των πλασιέ χρυσαφικών. Ομως, τέτοιο περιστατικό δεν είχε αναφέρει ποτέ στην Αστυνομία, στις καταθέσεις που έδωσε μετά τη ληστεία. Γιατί δεν το έκανε; Γιατί δεν ήθελε να μπλέξει με την Αστυνομία! Εχει δώσει τέσσερις καταθέσεις εκείνη την περίοδο, μόνο η πρώτη απ’ αυτές είναι λεπτομερέστατη (10 σελίδες) και κατά τα άλλα… δεν ήθελε να μπλέξει.
Το πιο σημαντικό είναι άλλο. Ο ίδιος δήλωνε τότε (αμέσως μετά τη ληστεία) στην Αστυνομία ότι δε μπορεί να αναγνωρίσει τους δράστες, γιατί ήταν σκοτεινά. Οταν του τέθηκε το σχετικό ερώτημα από την υπεράσπιση, απάντησε ότι αυτό ίσχυε όταν τον πέτυχαν στο δρόμο και τον απήγαγαν οδηγώντας τον στο κατάστημα. Στο κατάστημα είχε φως και τους είδα καλά, απάντησε, νομίζοντας ότι αποστόμωσε την υπεράσπιση. Ελα, όμως, που δε θυμόταν και πάλι καλά. Γιατί και για τη δεύτερη φάση έλεγε ότι δε μπορεί ν’ αναγνωρίσει κανέναν, γιατί δε φορούσε τα γυαλιά του και δεν έβλεπε καλά! Ο Νικαλακόπουλος, που αρχικά έλεγε στην Αστυνομία ότι δε μπορεί ν’ αναγνωρίσει κανένα, περιγράφοντας μάλιστα και τους λόγους για τους οποίους δε μπορούσε ν’ αναγνωρίσει, ήρθε και προέβη σε αναγνωρίσεις 17 χρόνια αργότερα! Οταν του επισημάνθηκε αυτό από την υπεράσπιση, έδωε την εξής εκπληκτική απάντηση: Τώρα θυμάμαι καλύτερα, γιατί είμαι πιο ήρεμος.
Επεσε και σε άλλες αντιφάσεις ο Νικολακόπουλος. Σωρεία. Ορισμένες απ’ αυτές επισημάνθηκαν και από την έδρα. Γι’ αυτό και η υπεράσπιση ζήτησε να κληθούν άλλοι τέσσερις μάρτυρες, που δεν ήρθαν σε επαφή με το συμβάν, ήρθαν όμως σε επαφή με τον Νικολακόπουλο και η εξέτασή τους θα μπορούσε να καταδείξει την αναξιοπιστία του. Το αίτημα απορρίφθηκε (οποία πρωτοτυπία!), ύστερα από σχετική εισήγηση της εισαγγελέα. Το πιο εκπληκτικό, όμως, είναι ότι υπάρχει απόλυτη αντίφαση ανάμεσα στις περιγραφές του Νικολακόπουλου και στις περιγραφές που κάνει η πρωτόδικη απόφαση! Αλλα περιστατικά, άλλοι δράστες, άλλος ρόλος ενός εκάστου!! Και να πεις ότι η απόφαση άντλησε περιστατικά από τις προανακριτικές ομολογίες… Η μόνη αναφορά που υπάρχει σ’ αυτές είναι του Χρ. Ξηρού, χωρίς καμιά περιγραφή! Δηλαδή, ούτε οι κατασκευασμένες προανακριτικές απολογίες δεν προσφέρουν υλικό για την ανάπλαση των πραγματικών περιστατικών!!! Και όμως, κάποιοι από τους κατηγορούμενους «έφαγαν» ισόβια γι’ αυτή τη ληστεία!
ΛΗΣΤΕΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ
Η μάρτυρας Γούσκου είναι μια ακόμη περίπτωση φαντασιόπληκτου μάρτυρα, που της επιβλήθηκε η εικόνα ενός από τους κατηγορούμενους και έσπευσε κι αυτή να αναζητήσει τα λίγα λεπτά δημοσιότητας που της ανήκουν. Ατυχος εν προκειμένω ήταν ο Χριστόδουλος Ξηρός. Ηταν τόσο τερατωδώς παράλογα αυτά που έλεγε και τόσο αντιφατικά με την προανακριτική της κατάθεση, που αμφισβητήθηκε έντονα ακόμα και από την έδρα (πρόεδρος και εισαγγελέας). Πρόκειται για μια πιο βελτιωμένη έκδοση της κας Ευγενούλας. Το μόνο βέβαιο είναι πως απέναντι από το μαγαζί της βρέθηκε το βανάκι που είχε χρησιμοποιηθεί στη ληστεία. Ολα τα υπόλοιπα είναι της φαντασίας της. Και επειδή μάλλον δεν την «έστησε» η Αντιτρομοκρατική, γι’ αυτό έλεγε χοντρές κουταμάρες. Σύμφωνα με την κατάθεσή της, το φορτηγάκι ήταν από το πρωί αραγμένο έξω από το μαγαζί της, είδε απ’ αυτό να βγαίνουν δύο (εκεί «αναγνωρίζει» το Χριστόδουλο) και πολύ αργότερα το βρήκε ακριβώς στο ίδιο σημείο η Αστυνομία (οι Ζητάδες που έψαχναν την περιοχή). Δηλαδή, το αυτοκίνητο έμεινε εκεί ακίνητο, οι δράστες έφυγαν με τα πόδια για να πάνε να κάνουν τη ληστεία κάνα χιλιόμετρο πιο πέρα και μετά ξαναγύρισαν στο αυτοκίνητο και έφυγαν χωρίς να το πάρουν!!! Αλλά αν το αυτοκίνητο έμεινε εκεί, πώς ήξεραν τον αριθμό του οι Ζητάδες και το αναζητούσαν; Το δυστύχημα για την Γούσκου είναι ότι τίποτα απ’ αυτά που έλεγε δεν ταίριαζε με την πραγματικότητα. Τίποτα. Ούτε καν η ώρα.
Η κατάθεση της Γούσκου διακόπηκε με απότομο τρόπο. Η ώρα είχε πάει τρεις, ο Χρ. Ξηρός είχε επισκεπτήριο (μια φορά την εβδομάδα έχει), ο ένας εκ των συνηγόρων του και ο ίδιος δεν είχαν υποβάλει ερωτήσεις και ζήτησε διακοπή. Πλην, όμως, η μάρτυρας δεν δεχόταν με τίποτα να έρθει άλλη μέρα και έλεγε στο δικαστήριο: «Εχω δύσπνοια και δε μπορώ να έλθω άλλη μέρα. Θα σας φέρω χαρτί από το νοσοκομείο και δε θα έλθω. Διαβάστε την πρώτη μου κατάθεση». Ο Χριστόδουλος αποχώρησε νευριασμένος και η συνεδρίαση αναγκαστικά διακόπηκε.