Ξεπέρασε κάθε όριο η εισαγγελική έδρα, κατά τη διαδικασία εξέτασης των μαρτύρων υπεράσπισης του Διονύση Γεωργιάδη. Η καθιερωμένη αμφισβήτηση των μαρτύρων υπεράσπισης και η προσπάθεια να αναγορευτούν, εμμέσως πλην σαφώς, σε ψευδομάρτυρες, αυτή τη φορά πήρε τη μορφή ανοιχτής καταγγελίας. «Δεν με πείθετε, σας το λέω, δεν πείθομαι» είπε η εισαγγελέας κατάμουτρα στον πατέρα του Διονύση, παραβιάζοντας ευθέως τη δικονομία η οποία επιβάλλει στο δικαστή και τον εισαγγελέα να παραμένουν απαθείς και ουδέτεροι. Δυο φορές απευθύνθηκε στον πρόεδρο ο συνήγορος υπεράσπισης Γ. Ζησιμόπουλος, ρωτώντας αν αυτή η δήλωση της εισαγγελέα στέκει δικονομικά, και απάντηση δεν πήρε. Ο πρόεδρος, που δικονομικά ήταν υποχρεωμένος να επαναφέρει την εισαγγελέα στην τάξη, υπενθυμίζοντάς της το καθήκον που έχει, έκανε πως δεν άκουσε. Και ενώ την άκουσε να επαναλαμβάνει συνεχώς «δεν είναι πειστικός, κύριε» (απευθυνόμενη στο συνήγορο), και πάλι δεν έκανε τίποτα.
Η οργισμένη αντίδραση ήρθε λίγο από τον Δ. Κουφοντίνα και τον Χρ. Ξηρό, καθώς οι εισαγγελείς συνέχιζαν με προκλητικό τρόπο την ίδια τακτική, κάνοντας ακόμα και χρήση απολογιών που έχουν προσβληθεί και η απόφαση του δικαστηρίου εκκρεμεί. Δε θυμόμαστε άλλη φορά τόσο οργισμένο τον Δ. Κουφοντίνα. Πετάχτηκε πάνω χωρίς να ζητήσει το λόγο και φώναξε προς της έδρα: «Ηρθαν εδώ 300 μάρτυρες, ανάμεσα στους οποίους πολλοί ξεφωνημένοι ψευδομάρτυρες και ούτε μια φορά η εισαγγελία δεν είπε τίποτα. Μόνο στους μάρτυρες υπεράσπισης έρχεται να αμφισβητήσει τα πάντα. Ηρθαν εδώ κραγμένοι ψευδομάρτυρες και δεν τους ρωτήσατε τίποτα. Είναι ντροπή σας. Αυτή είναι η αμεροληψία σας!». Χρ. Ξηρός: «Θα μας πείτε ότι είσαστε αμερόληπτοι και κάνετε δίκη! Τραγωδία κάνετε. Ηρθαν μάρτυρες που είπαν ότι μας είδαν από πίσω και αναγνώρισαν τα πρόσωπά μας και δεν τους είπατε τίποτα. Στους μάρτυρες υπεράσπισης διυλίζετε τον κώνωπα και έχετε καταπιεί την κάμηλο του Μπακατσέλου, του Μπερετάνου και όλων των άλλων». Το ακροατήριο ξέσπασε σε χειροκροτήματα και καθώς ο πρόεδρος χτυπούσε το κουδούνι, μια φωνή ακούστηκε να λέει: «Μα το ακροατήριο έχει αγανακτήσει, έχουμε ανάγκη τις καταθέσεις των μαρτύρων, δε βλέπουμε έξω τι γίνεται; Εχουμε αγανακτήσει κι ο υπόλοιπος κόσμος έχει αγανακτήσει». Νέα χειροκροτήματα συνόδευσαν την εσπευσμένη αποχώρηση των δικαστών από την έδρα (είχε φτάσει η ώρα του μεσημεριανού διαλείμματος).
Ποιο ήταν το επίμαχο ζήτημα; Πότε κατέβηκε στην Αθήνα ο Δ. Γεωργιάδης. Την άνοιξη του 1998 ή το φθινόπωρο του 1998; Και γιατί έχει σημασία αυτό; Γιατί ο Γεωργιάδης φέρεται να ομολογεί τη συμμετοχή του σε μια έκρηξη στις 22 Ιούνη του 1998, ενώ αποδεδειγμένα στην Αθήνα έχει κατέβει στα τέλη του φθινόπωρου της ίδιας χρονιάς; Το έχουν καταθέσει μια ντουζίνα φίλοι του, που μαζί του είχαν πάει διακοπές την ίδια χρονιά στην Ικαρία. Και μάλιστα, είχαν μείνει ακλόνητοι στη θέση τους, εξηγώντας ο καθένας τους λόγους που τον οδήγησαν να θυμάται τη χρονιά. Για παράδειγμα, η μάρτυρας Δούζη, φίλη από το σχολείο του Διονύση, που κατέθεσε σήμερα, όταν ρωτήθηκε από την εισαγγελέα πώς θυμάται ότι η χρονιά ήταν το 1998, απάντησε με απόλυτη σιγουριά: Την προηγούμενη χρονιά είχα τελειώσει το σχολείο και είχα πάει αλλού διακοπές. Πού πήγατε; τη ρώτησε η εισαγγελέας, μπας και βγάλει λαβράκι. Στη Μύκονο, απάντησε η μάρτυρας και περιέγραψε ότι το 1998 πήγε για πρώτη φορά με τη συγκεκριμένη παρέα στην Ικαρία και έκτοτε πήγαινε κάθε χρόνο. Το ίδιο κατέθεσαν και άνθρωποι με τους οποίους συνεργαζόταν επαγγελματικά ως λουστραδόρος επίπλων στη Θεσσαλονίκη. Το κατέθεσε και ο πατέρας του, που είχε ανοίξει ένα δεύτερο εργαστήρι το οποίο δούλευε ο Διονύσης. Επειδή το εργαστήριο αυτό ήταν αδήλωτο στην εφορία, η εισαγγελέας εμμέσως έλεγε ότι αυτό το εργαστήριο ουδέποτε υπήρξε και απλώς αποτελεί ένα υπερασπιστικό εφεύρημα! Τόσοι μάρτυρες βαφτίστηκαν συλλήβδην ψευδομάρτυρες!
Μήπως είναι η μοναδική «ομολογία» κατηγορούμενου που έχει διαψευστεί από μάρτυρες; Οχι βέβαια. Θα αναφέρουμε μόνο δύο: τη ληστεία που φέρεται να ομολογεί ο Καρατσώλης, ενώ αποδεδειγμένα (από την κατασχεμένη ατζέντα του και από τουλάχιστον τρεις μάρτυρες) ήταν σε επαγγελματικό ραντεβού του μεσιτικού γραφείου στο οποίο δούλευε. Και την «ομολογημένη» συμμετοχή του Χρ. Ξηρού στην εκτέλεση Μομφεράτου, ενώ από τις καταθέσεις πληθώρας μαρτύρων αποδεικνύεται ότι την ίδια ώρα βρισκόταν σε ικαριώτικο καφενείο μαζί με 20-25 άτομα. Τι αποδεικνύουν αυτές οι διαψευδόμενες «ομολογίες»; Τις… κακοτεχνίες στην κατασκευή του σενάριου από την Αντιτρομοκρατική και τον Διώτη. Οι εισαγγελείς, όμως, όχι μόνο δεν εξετάσουν αυτή την εκδοχή, αλλά αντίθετα προσπαθούν να απαξιώσουν τους μάρτυρες. Αυτό που δεν έκαναν όταν παρήλαυναν από τη διαδικασία οι διάφοροι κραγμένοι ψευδομάρτυρες-αναγνωριστές. Δεν προβληματίστηκαν καν όταν ήρθαν άλλοι αναγνωριστές και πήραν πίσω τις αναγνωρίσεις που είχαν κάνει στην πρώτη δίκη, με το επιχείρημα «στο κλίμα των ημερών, είπαμε και καμιά κουβέντα παραπάνω» ή «εγώ δεν το είπα έτσι, αλλά έτσι το έγραψαν οι αστυνομικοί ή ο ανακριτής».
Μετά το τέλος των μαρτύρων υπεράσπισης του Δ. Γεωργιάδη και τα σχόλιο-συνόψιση των συνηγόρων Β. Παπαστεργίου και Γ. Ζησιμόπουλου, εξετάστηκε ο Ι. Ιωάννου, ο άνθρωπος με τον οποίο ο Κ. Καρατσώλης είχε το επαγγελματικό ραντεβού τη μέρα που φέρεται να ομολογεί συμμετοχή του σε ληστεία στον ΟΤΕ Πατησίων. Ο μάρτυρας επιβεβαίωσε το ραντεβού. Θυμόταν πολύ καλά τη μέρα (Τρίτη) και την ώρα (2:30 το μεσημέρι), αλλά όχι την ημερομηνία. Η ημερομηνία, όμως, προκύπτει από την ατζέντα του Καρατσώλη (που έχει κατασχέσει η Αντιτρομοκρατική) και από τα δεδομένα του μεσιτικού γραφείου (Κυριακή έβαλε την αγγελία στην «Καθημερινή», Δευτέρα έγινε το τηλεφώνημα από τον ενδιαφερόμενο Ιωάννου, Τρίτη έγινε το ραντεβού για να του δείξει ο Καρατσώλης το οικόπεδο). Τη χρονική σειρά των γεγονότων (Κυριακή-Δευτέρα-Τρίτη) επιβεβαίωσε και ο Ιωάννου, ο οποίος επίσης είπε ότι το ραντεβού το είχαν αλλάξει (αρχικά ήταν 4:00, όπως σημειώνεται στην ατζέντα του Καρατσώλη, και μετά το άλλαξαν και το έκαναν 2:30). Και όμως, και αυτός ο μάρτυρας αμφισβητήθηκε από την εισαγγελέα και μάλιστα με ιδιαίτερα πρωτότυπο τρόπο: «Γιατί θυμόσαστε την ημέρα και δεν θυμόσαστε την ημερομηνία;». Ο άνθρωπος της απάντησε με τον πιο φυσικό τρόπο ότι δεν είναι δυνατόν να θυμάται ημερομηνία, θυμάται όμως τη μέρα λόγω της αλληλουχίας των γεγονότων (Κυριακή είδε την αγγελία στην εφημερίδα –είναι η μόνη μέρα που στην «Καθημερινή» δημοσιεύεται το μπλε ένθετο αγγελιών-, Δευτέρα τηλεφώνησε στο μεσιτικό γραφείο, Τρίτη έγινε το ραντεβού και του έδειξαν το οικόπεδο). Και όμως, η ίδια ερώτηση επαναλήφθηκε τρεις φορές! Προφανώς για να συνειδητοποιήσουμε όλοι πως και η κοινή λογική πρέπει να πάει περίπατο, προκειμένου να αμφισβητήσουμε ατράνταχτα άλλοθι. Και δεν αναρωτιούνται, αυτοί που μας καλούν να παραβιάσουμε την κοινή λογική, γιατί ο Ιωάννου, ένας εντελώς άσχετος άνθρωπος, να έρθει να καταθέσει σε μια τέτοια δίκη, υπέρ ενός τέτοιου κατηγορούμενου. Λέτε να μην τον έψαξε η Αντιτρομοκρατική; Λέτε να μην την αποκάλυπταν, αν είχαν ανακαλύψει οποιαδήποτε σχέση του Ιωάννου με τον Καρατσώλη ή έστω με το μεσιτικό γραφείο Θάνου;
Τι αποκαλύφθηκε ακόμη (ύστερα από τις ερωτήσεις του Γ. Μαντζουράνη και του Ι. Σταμούλη); Οτι ένα κινητό και ένα σταθερό που αναγράφονται στην (κατασχεμένη σε ανύποπτο χρόνο) ατζέντα του Καρατσώλη είναι όντως τα τηλέφωνα του Ιωάννου. Και ότι το πράσινο τζιπ, που επίσης αναγράφεται στην ατζέντα του Καρατσώλη (προφανώς για να τον γνωρίσει στο ραντεβού, αφού ήταν εντελώς άγνωστοι μεταξύ τους), ήταν το αυτοκίνητο που είχε τότε ο Ιωάννου. Επίσης, ότι το ραντεβού έγινε έξω από το εμπορικό κέντρο στη Νέα Ιωνία, όπως αναγράφεται στην ατζέντα.
Ο Γ. Μαντζουράνης σχολίασε ότι το ατράνταχο άλλοθι του Καρατσώλη για πράξη που φέρεται να ομολογεί θα έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις στη δίκη και γι’ αυτό κατανοεί την αγωνία της εισαγγελικής έδρας να αμφισβητήσει το μάρτυρα. Θύμισε ακόμη ότι στην πρωτόδικη απόφαση γίνεται «παιχνίδι» με έναν άλλο Ιωάννου, που επίσης ήταν πελάτης του γραφείου Θάνου. Αφού καταρρίφθηκε αυτό (δεν πρόκειται για άλλον Ιωάννου), αφού δεν υπάρχει αμφισβήτηση για την ημερομηνία, τώρα «παίζουμε» με την ώρα, λες και οι ληστείες γίνονται με τηλεφωνικά ραντεβού, χωρίς χρονικά περιθώρια προετοιμασίας. Ομως, το κρίσιμο ζήτημα είναι: ήταν ή δεν ήταν εκείνη την ώρα ο Καρατσώλης με τον Ιωάννου. Ο Ιωάννου ως μάρτυρας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, είναι υπεράνω υποψίας. Ετσι, εν προκειμένω φαίνεται να ισχύει το «ου με πείσεις καν με πείσεις». Από τη συγκεκριμένη υπόθεση –κατέληξε στο δικό του σχόλιο ο Γ. Σταμούλης- προκύπτει ότι η ομολογία Καρατσώλη δεν είναι προϊόν της δικής του βούλησης, αλλά είναι υποβολιμαία.
Η εισαγγελέας, αποφεύγοντας να απαντήσει στους ευθείς υπαινιγμούς του Γ. Μαντζουράνη, προσπάθησε να γυρίσει στο παρελθόν. Σε ένα εντελώς ασήμαντο ζήτημα και συγκεκριμένα στο αν οι τσίγκοι που κλάπηκαν από το τυπογραφείο στο οποίο δούλευε ο Καρατσώλης, κατονομάστηκαν από τον ιδιοκτήτη του ως τσίγκοι ή ως μεταλλικοί δίσκοι. Ζήτησε, λοιπόν, να διαβαστούν κάποια έγγραφα από την Ασφάλεια, επειδή ο Μαντζουράνης την είχε κατηγορήσει ότι κάνει παραπειστικές ερωτήσεις. Η υπεράσπιση αντέδρασε, διότι αυτά που ζήτησε να αναγνωστούν δεν είναι έγγραφα της δικογραφίας, αλλά έγγραφα που –όπως η ίδια δήλωσε- η εισαγγελέας ζήτησε και πήρε από την Ασφάλεια. Ο Γ. Μαντζουράνης ζήτησε και είδε τα έγγραφα. Και διαπίστωσε ότι πρόκειται για δυο έγγραφα που φέρουν την υπογραφή μόνο ενός αστυνομικού και όχι του ιδιοκτήτη του τυπογραφείου. Είναι γνωστή –σχολίασε καυστικά- η αγαστή συνεργασία ανάμεσα στις εισαγγελικές και τις αστυνομικές αρχές. Αυτό είναι σύνηθες. Εκείνο που δεν είναι σύνηθες είναι να παραποιείται το περιεχόμενο εγγράφων. Κατέληξε υποβάλλοντας αίτημα να μην αναγνωστούν αυτά τα έγγραφα. Ο πρόεδρος απέφυγε την ουσία, δηλώνοντας ότι το δικαστήριο επιφυλάσσεται, διότι δεν έχει λάβει γνώση ο κ. Σταμούλης, μολονότι ο Μαντζουράνης διευκρίνισε ότι η το αίτημα συνυποβάλλεται από τους δύο συνηγόρους! Η Γ. Κούρτοβικ έθεσε ένα γενικότερο ζήτημα: Δε μπορεί η εισαγγελία να φέρνει χαρτιά και μετά το πέρας της εξέτασης των μαρτύρων υπεράσπισης (όντως, ο κ. Ιωάννου ήταν ο τελευταίος μάρτυρας του Καρατσώλη). Ο πρόεδρος απάντησε ότι αυτό κρίνεται κατά περίπτωση και ο Κουφοντίνας έκλεισε τη συζήτηση μ’ ένα ειρωνικό σχόλιο: «Στην πρώτη δίκη
Στην αρχή της διαδικασίας, με τρόπο σχεδόν πραξικοπηματικό και χωρίς να δοθεί καμιά εξήγηση από την έδρα στη διαμαρτυρία της Γ. Κούρτοβικ, κατέθεσε ως μοναδικός μάρτυρας υπεράσπισης του Κ. Τέλιου ο αδερφός του Θανάσης.