«Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν τα θυμάμαι και να είσαστε βέβαιοι ότι κάποια τα θυμάμαι λάθος». Πώς άραγε θα αξιολογηθεί ποινικά αυτή η φράση του Π. Τσελέντη; Πώς θα συνεκτιμηθεί, σε συνδυασμό μ’ αυτή τη δήλωση, το γεγονός ότι ως κατηγορούμενος προσπαθεί να ελαφρύνει την προσωπική του θέση; Πώς θα συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι από τη μια θεωρεί πως μια χαρά λειτουργούσε το μυαλό του Σάββα στον «Ευαγγελισμό» («τώρα δεν λειτουργεί καλά», είπε!) και από την άλλη θεωρεί πως οι προανακριτικές του Σάββα δεν αποδίδουν την πραγματικότητα, επειδή αποδίδει στον ίδιο δράση και ρόλο που δεν τον βολεύει ποινικά («αυτά που λέει ο Σάββας είναι παραμύθια», είπε σε κάποια στιγμή);
Ψιλά γράμματα, θα πείτε. Κι αυτό μας το έδειξε το δικαστήριο με τις ερωτήσεις του. Ο πρόεδρος και οι εισαγγελείς δεν ρώτησαν σχεδόν τίποτα τον Τσελέντη σε σχέση με τις ενέργειες στις οποίες δήλωσε ότι έλαβε μέρος. Δεν προσπάθησαν καθόλου να ελέγξουν την αξιοπιστία του σε συνδυασμό με τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων. Δεν έκαναν αυτό που όφειλαν να κάνουν ούτε καν για τους τύπους. Αντίθετα, το 90% των ερωτήσεων κατέτειναν στην άντληση απαντήσεων που θα θεμελίωναν την ηθική αυτουργία. Μάταια προσπαθούσε ο Τσελέντης να εξηγήσει με πολιτικούς όρους τη λειτουργία της 17Ν. Οτι, δηλαδή, δεν υπήρχε στρατιωτική δομή στο πλαίσιο της οποίας κάποιοι διέταζαν και κάποιοι εκτελούσαν, αλλά μια συγκεκριμένη πολιτική λειτουργία επαναστατικής οργάνωσης, στο πλαίσιο της οποίας ο Γιωτόπουλος και ο Κουφοντίνας, ως πιο έμπειροι έπαιζαν καθοδηγητικό ρόλο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι υπόλοιποι ήταν άβουλα όντα.
Για ώρες, λοιπόν, παιζόταν το παιχνίδι των ερωτήσεων και των απαντήσεων πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Ο Τσελέντης έλεγε τα δικά του, βάζοντας Γιωτόπουλο και Κουφοντίνα στην ίδια ακριβώς κατηγορία, ήταν κατηγορηματικός ότι δεν υπήρχε «υπέρτερη ομάδα», δηλαδή καθοδηγητικό κέντρο, αλλά η έδρα έμενε ανικανοποίητη. Γιατί δεν της έβγαινε ούτε η ηθική αυτουργία, ούτε η «γραμματεία» της οποίας ταχυδρόμος ήταν ο Γιωτόπουλος, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση. Από την άλλη, ο Τσελέντης έλεγε ότι ο Γιωτόπουλος «πρέπει να έπαιρνε μέρος σε ενέργειες», αλλά η μόνη ενέργεια που ανέφερε συμμετοχή Γιωτόπουλου ήταν η ληστεία στο Τ.Τ. Πατησίων (σε ρόλο κάλυψης έξω από το ταχυδρομικό κατάστημα).
Ερωτήσεις σχετικές με ενέργειες έγιναν από δικαστές και η εφέτης Τζαβάρα είναι αυτή που εντόπισε ορισμένες αντιφάσεις του Τσελέντη, που είναι μεν έξυπνος, αλλά δε μπορεί να θυμάται τι ακριβώς έχει πει κάθε φορά, αφού είναι δεδομένο ότι η «αφήγησή» του αποτελείται από ανάμιξη αληθειών και ψεμάτων, όπως εύστοχα είχε επισημάνει στην πρώτη δίκη ο Δ. Κουφοντίνας. Επ’ αυτού δυο σχόλια μπορούν να γίνουν. Το πρώτο αφορά ειδικά τη μαρτυρική κατάθεση (γιατί ως τέτοια αξιοποιείται και όχι ως απολογία) του Τσελέντη: Πώς μπορεί να παρθούν τοις μετρητοίς τα όσα λέει ένας κατηγορούμενος, που φροντίζει να επιβαρύνει άλλους και να ελαφρύνει τον εαυτό του;
Το δεύτερο σχόλιο είναι γενικότερο: είναι δυνατόν ποτέ να ανακαλυφθεί η αλήθεια σε μια δικαστική αίθουσα; Εκείνο που μπορεί να σχηματιστεί σε μια δικαστική αίθουσα είναι η δικονομική αλήθεια. Μια αλήθεια γεμάτη κενά, αντιφάσεις και αμφιβολίες. Γι’ αυτό και το δίκαιο λέει πως οι αμφιβολίες πρέπει να οδηγούν σε απαλλαγή του κατηγορούμενου. Αυτό, όμως, δεν ισχύει σε τέτοιες δίκες, σε πολιτικές δίκες. Εδώ έχει παρουσιαστεί μια αλήθεια, αυτή που κατασκεύασε η Αντιτρομοκρατική στη φάση της προδικασίας, και καταβάλλεται προσπάθεια να συνταιριαστούν τα αντιφατικά στοιχεία της δίκης σε τρόπο ώστε να επιβεβαιωθεί αυτή η «αλήθεια».
Τα αίματα άναψαν προς το τέλος της συνεδρίασης, όταν ο συνήγορος πολιτικής αγωγής Σ. Γεωργίου, που έχει διαχρονικά την άποψη ότι ο Τσελέντης είναι αυτός που πυροβόλησε τον αστυνομικό Χ. Μάτη, με τις ερωτήσεις του προσπάθησε να στριμώξει τον Τσελέντη, ο οποίος κατηγόρησε το δικηγόρο ότι εξαπατά τους πελάτες του. Ο Γεωργίου έκλεισε με μια δήλωση, στην οποία υποστήριξε ότι είναι ο ίδιος που έχει υποστηρίξει εξαρχής αυτή την άποψη και όχι ο Γιωτόπουλος, που υποστηρίζει το ίδιο για τους δικούς του λόγους. Κατηγόρησε δε τον Τσελέντη ότι έχει βάψει τα χέρια του με αίμα.
Τηρώντας τα τυπικά, με πρόταση της εισαγγελέα, το δικαστήριο έστειλε τον υπαρχιφύλακα να ρωτήσει τον Δ. Κουφοντίνα και τον Χρ. Ξηρό αν θέλουν να υποβάλουν ερωτήσεις στον Τσελέντη που τους επιβαρύνει, αυτοί διαμήνυσαν ότι εμμένουν στις δηλώσεις τους (ότι έχουν αποχωρήσει δηλαδή) και διέκοψε για αύριο στις 10:30 (λόγω κωλύματος του Ι. Μυλωνά).