Δεν άρεσε καθόλου στην έδρα ο υπερασπιστικός λόγος των συναδέλφων του Γιάννη Σερίφη, που άρχισαν να καταθέτουν στη δίκη, πρώτοι στη μακρά λίστα των μαρτύρων υπεράσπισής τους (και ήταν μπόλικοι και πάλι και ανάμεσά τους συνδικαλιστές απ’ όλο το πολιτικό φάσμα). Δεν είχαν κανένα πρόβλημα να τους ακούνε να μιλούν για την προσωπικότητά του, για τη συμμετοχή του στους εργατικούς αγώνες, που πλέον είναι παγκοίνως γνωστά. Μόλις, όμως, οι μάρτυρες άρθρωναν ένα λόγο άμεσα ή έμμεσα πολιτικό, μόλις άρχιζαν να μιλούν για σκευωρίες και να αναφέρονται στις επανειλημμένες διώξεις και αθωώσεις του Γ. Σερίφη, η ενόχληση έπαιρνε τη μορφή δυσφορίας, απαγόρευσης ερωτήσεων, αλλά και νουθεσίας. Η εισαγγελέας, για παράδειγμα, εξέφρασε την εξής πρωτότυπη άποψη: «Σε τι μπορούσε να ενοχλεί ο Γιάννης Σερίφης; Γιατί να τον καταδιώκουν αν είναι έτσι όπως τα λέτε; Εάν δεν έκανε κάτι, γιατί να τον σύρουν στα δικαστήρια;»! Ας αφήσουμε το γεγονός ότι η κ. εισαγγελέας δεν έχει ακούσει τίποτα για λίστες και «συνήθεις υπόπτους» και ας μείνουμε στην ίδια την ουσία της άποψής της. Μας προσέφερε με απλά λόγια την πλήρη αντιστροφή του τεκμήριου αθωότητας: Οποιος διώκεται, όποιος σύρεται στα δικαστήρια, κάτι έχει κάνει. Είναι κατά τεκμήριο ένοχος και οφείλει ο ίδιος να αποδείξει την αθωότητά του.
Ο πρόεδρος δεν υποστήριξε αυτή την προκλητική άποψη, αλλά πήγαινε στην ίδια κατεύθυνση από άλλο δρόμο: «Αφού υπάρχουν καταθέσεις κατά του κ. Σερίφη, τι να κάνει η Αστυνομία;». Την απάντηση την πήρε από τον πρώην βουλευτή και υπουργό Φοίβο Ιωαννίδη, ο οποίος επικαλούμενος και την πείρα του νομικού, αναρωτήθηκε πόσο λογικό μπορεί να είναι να απολογείται ένας κατηγορούμενος στον ανακριτή στις 12 τα μεσάνυχτα. Είναι προφανές –κατέληξε ο Φ. Ιωαννίδης- ότι αυτή η απολογία είναι αποτέλεσμα συμφωνίας, ενόψει των ευεργετημάτων του νόμου. Τα συμφωνήσανε στην Ασφάλεια και πήγανε μεσάνυχτα στον ανακριτή. Αλλωστε, αυτή η νυχτερινή απολογία έχει καταγγελθεί και από εκείνον που την έδωσε. Ο μάρτυρας δεν παρέλειψε να θυμίσει και το πρωτοφανές γεγονός, ο εισαγγελέας που πρότεινε την απαλλαγή του Γ. Σερίφη να κάνει στη συνέχεια έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης. Ολες αυτές τις μεθοδεύσεις τις συνέδεσε με τις εξελίξεις που γίνονται παγκόσμια, κάτω από την πίεση των ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, χαρακτήρισε αίσχος το νόμο που ψήφισε τελευταία η αμερικανική γερουσία, ο οποίος καταργεί όλα τα ατομικά δικαιώματα.
Ο Φ. Ιωαννίδης κατέθεσε ότι γνωρίζει τον Γ. Σερίφη από την εποχή της πρώτης δικαστικής περιπέτειάς του. Είναι ένας άνθρωπος που ανήκει στον αντιεξουσιαστικό χώρο, αλλά οι απόψεις του είναι εναντίον της ατομικής βίας. Δεν αποδέχεται το ισχύον σύστημα, δεν θέλει καμιά εξουσία, αλλά επιδιώκει την αλλαγή της κοινωνίας μέσω του μαζικού κινήματος. Δεν είναι σύμφωνος με τη 17Ν, είπε. Και εγώ δεν είμαι –συμπλήρωσε- αλλά δεν είμαι και υποχρεωμένος να καταδικάσω ανθρώπους που βρίσκομαι μπροστά τους.
Η Γ. Κούρτοβικ, εκπροσωπώντας τον Δ. Κουφοντίνα, έκανε στο μάρτυρα μια σειρά ερωτήσεις γενικότερης σημασίας και ο Φ. Ιωαννίδης, απαντώντας σε όλες, χωρίς να μασάει τα λόγια του, απέδειξε για μια ακόμη φορά ότι είναι ο τελευταίος ευπατρίδης της αστικής πολιτικής, ένα είδος που έχει εξαφανιστεί από την αστική πολιτική. Χαρακτήρισε τον τρομονόμο έκτακτο νομοθέτημα, εντελώς αποτυχημένο σε σχέση με αυτό που διακήρυττε ότι επιδιώκει, και θύμισε ότι αρκετοί είναι αυτοί που διαφώνησαν με πτυχές του (ακόμα και βουλευτές της ΝΔ διαφώνησαν με την εξαίρεση των μικτών ορκωτών δικαστηρίων), όμως εκείνος πήγε στη Βουλή και τον καταψήφισε. Το πιο σημαντικό γι’ αυτόν είναι πως ο τρομονόμος έχει εγκαινιάσει μια διαδικασία χωρίς ορατό τέρμα, που οδηγεί σε αφαίρεση κατακτήσεων για τις οποίες απαιτήθηκαν σκληροί αγώνες και αρκετές φορές αιματηροί αγώνες. Αυτά που συμβαίνουν εσχάτως συνιστούν κατά τον κ. Ιωαννίδη πλήρη άρνηση της δημοκρατίας. Πάμε πολύ πίσω, είπε χαρακτηριστικά, με έναν τόνο απόλυτης απαισιοδοξίας.
Κατά τον Φ. Ιωαννίδη, η όλη δράση της 17Ν αντιμετωπίστηκε διαχρονικά από τον πολιτικό κόσμο ως έχουσα πολιτικά κίνητρα και ως επιδιώκουσα πολιτικούς στόχους. Κάθε τέτοια δράση πλήττει πρωτίστως την κυβέρνηση και κατ’ επέκταση το πολιτικό σύστημα. Αποτελεί δηλαδή τον ορισμό του πολιτικού εγκλήματος. Αν η δολοφονία Μπακογιάννη δεν είναι πολιτικό έγκλημα, τότε δεν υπάρχει πολιτικό έγκλημα. Ολα τα Συντάγματα μιλούν για το πολιτικό έγκλημα, αλλά καταντήσαμε να μην υπάρχει πολιτικό έγκλημα! Η δράση της 17Ν είναι λανθασμένη, αλλά οι ίδιοι πίστευαν ότι έτσι μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Οι προθέσεις τους ήταν ειλικρινείς. Τα κίνητρά τους δεν ήταν ταπεινά. Ποτέ δεν είναι ταπεινά τα κίνητρα για τη διόρθωση της αδικίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ζούμε σε έναν τρομερά άδικο κόσμο. Αν εγώ είχα τρόπο να διορθώσω την αδικία, θα τον χρησιμοποιούσα. Αλλά δεν έχω! Δέχομαι ότι τα κίνητρά της 17Ν ήταν πολιτικά, αλλά κατά τη γνώμη μου είχαν πεπλανημένη άποψη για την αλλαγή του κόσμου.
Ο Δ. Κουφοντίνας, απευθυνόμενος στον Φ. Ιωαννίδη, αφού του είπε ότι τον τιμά για τους αγώνες του και για τη συνέπειά του, του υπέβαλε ένα ερώτημα: «Πώς κατά τη γνώμη σας εγγραφόταν στη συνείδηση ενός τμήματος της κοινωνίας (αδιάφορο αν αυτό ήταν μικρό ή μεγάλο) η δράση της 17Ν; Ο Φ. Ιωαννίδης δεν δίστασε να απαντήσει και σ’ αυτή την ερώτηση και η απάντησή του ήταν δηλωτική της προσωπικότητάς του: Νομίζω ότι ένα ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας, σε ορισμένες από τις περιπτώσεις, είχε μια αυθόρμητη θετική αντίδραση, όπως για παράδειγμα όταν εκτελέστηκαν οι βασανιστές. Εγώ διαφωνώ και με αυτές τις ενέργειες, γιατί θεωρώ ότι μόνο η Πολιτεία πρέπει να τιμωρεί. Παραδέχτηκε, πάντως, ότι και στη Γαλλία, μετά την απελευθέρωση από τη γερμανική κατοχή, ο Ντε Γκολ επέτρεψε για τρεις μέρες στην Αντίσταση να λύσει μόνη τις διαφορές της με τους δωσίλογους. Ιωαννίδης και Κουφοντίνας συμφώνησαν ότι τα ζητήματα που συνδέονται με τους κοινωνικούς και πολιτικούς ανταγωνισμούς της μεταπολιτευτικής περιόδου θα πρέπει να γίνουν αντικείμενο ενός ευρύτατου πολιτικού διαλόγου, που δε μπορεί να διεξαχθεί σε μια δικαστική αίθουσα.
Απόψεις παρόμοιες μ’ αυτές του Φ. Ιωαννίδη κατέθεσε και ο Δημήτρης Παπαχρήστου. Ανεξάρτητα από τη μη εμπλοκή του Γ. Σερίφη –είπε- δε μπορεί να παρουσιάζεται η 17Ν σαν μια συμμορία του ποινικού δικαίου. Ολες οι πράξεις και τα κίνητρά της ήταν πολιτικά και η αποτίμησή τους θα γίνει από την Ιστορία. Οι πολιτικοί το ξέρουν πολύ καλά αυτό, αλλά πετάνε σε σας το μπαλάκι, κατέληξε απευθυνόμενος προς το δικαστήριο. Ο Χρ. Μπίστης χαρακτήρισε τον συνεχή διωγμό κατά του Γ. Σερίφη «εμπάθεια με κίνητρα πολιτικά, διότι ο Σερίφης είναι έξω απ’ τα καλούπια». Και ο Παπαχρήστου και ο Μπίστης είχαν την ευκαιρία να αναφερθούν και στη δική τους εμπλοκή, διότι και οι δύο κατά καιρούς έχουν χαρακτηριστεί ως μέλη της 17Ν (ο Μπίστης, μάλιστα, την περίοδο της συγκυβέρνησης, χαρακτηρίστηκε και ως… αρχηγός, διότι οι ενέργειες της 17Ν είχαν μια θεατρικότητα και αυτός έχει σπουδάσει σκηνοθεσία!).
Οι συνδικαλιστές των ΕΛΤΑ που κατέθεσαν ως μάρτυρες υπεράσπισης του Γ. Σερίφη ήταν οι Α. Δρακάκος, Σ. Μπαζιώτης, Ζαρανίκας, Ε. Αντωνάκας, Τ. Θεοχάρης, Κ. Γεωργαντόπουλος. Δ. Βεζάκης, ενώ κατέθεσαν και οι Α. Δραγανίγος και Α. Καρράς.