Μαρτύρων υπεράσπισης Χριστόδουλου Ξηρού συνέχεια.
Ο Μάκης Σέρβος αναφέρθηκε στην πολύχρονη γνωριμία του με τον Χριστόδουλο, που ήταν οργανωμένος στο ΚΚΕμ-λ. Τον περιέγραψε σαν άνθρωπο δραστήριο πολιτικά και συνδικαλιστικά (στο χώρο των οικοδόμων), με συμμετοχή στις μαζικές διαδικασίες και σε όλες τις κινητοποιήσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου. Ανέφερε μάλιστα χαρακτηριστικές κινητοποιήσεις που τον είδε να συμμετέχει. Ηταν ευρύτατα γνωστός, ιδιαίτερα στην περιοχή των Εξαρχείων. Αναφέρθηκε ακόμα στα γεγονότα μετά την έκρηξη στον Πειραιά και τον τραυματισμό του Σάββα Ξηρού. Ο Χριστόδουλος έρχεται από την Ικαρία στην Αθήνα και απευθύνεται σε οργανώσεις όπως το Δίκτυο και η Συσπείρωση Ενάντια στην Κρατική Τρομοκρατία (μέλος της οποίας ήταν και ο μάρτυρας), ζητώντας βοήθεια και κυρίως νομική βοήθεια (εξεύρεση δικηγόρων για το Σάββα).
Ο Μ. Σέρβος αναφέρθηκε αναλυτικά και στις πολιτικές πτυχές αυτής της υπόθεσης. Χαρακτήρισε τη δίκη πολιτική, στην οποία δικάζεται μια οργάνωση της επαναστατικής Αριστεράς. Στο ερώτημα αν νομιμοποιείται η ένοπλη πάλης σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, απάντησε ότι η αστική δημοκρατία δεν είναι το τέλος της Ιστορίας. Από τη μεταπολίτευση του ’74 ήδη, η ένοπλη επιλογή υπολανθάνει ως μορφή πάλης. Οσο για την ανθρώπινη ζωή ως υπέρτατη αξία, ο Μ. Σέρβος αναφέρθηκε στις κοινωνικές συγκρούσεις που σφραγίζουν την Ιστορία. Δε μπορώ να θρηνήσω –είπε χαρακτηριστικά- και για τον αντάρτη του Ιράκ και για το νεκρό Αμερικανό. Για το νεκρό Αμερικανό χαίρομαι, ακόμα κι όταν ξέρω ότι είναι ένας φτωχοδιάβολος Πορτορικανός. Τα ίδια αισθήματα τρέφει και η πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Η δράση της 17Ν είχε κοινωνική εμβέλεια. Μπόρεσε να εκφράσει την οργή και την αγανάκτηση μεγάλου κομματιού της εκμεταλλευόμενης κοινωνίας απέναντι στην εξουσία. Και σήμερα, που τόσα γίνονται, ακούς κόσμο να λέει «μια 17Ν σας χρειάζεται» και από την άποψη αυτή, δηλαδή της έκφρασης της οργής και της αγανάκτησης του κόσμου, είναι και μια έλλειψη που η οργάνωση δεν υπάρχει πια.
Επίσης, ο μάρτυρας αναφέρθηκε εν εκτάσει στο στήσιμο «αντιτρομοκρατικών» σκευωριών σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο. Χαρακτήρισε τον τρομονόμο κομβικό σημείο, που εξηγεί γιατί φτάσαμε σ’ ένα τέτοιο κατηγορητήριο μετά την έκρηξη της βόμβας στον Πειραιά και τον τραυματισμό του Σ. Ξηρού. Απαντώντας σε ερώτηση της εισαγγελέα («γιατί έπιασαν τον χριστόδουλο και δεν έπιασαν εσάς;»), είχε την ευκαιρία να εξηγήσει την αλλαγή τακτικής της Αστυνομίας τα τελευταία χρόνια. Επειδή είχε απαξιωθεί εντελώς η ιστορία με τους «συνήθεις υπόπτους», έπρεπε να βρουν νέα πρόσωπα για να στηρίξουν το σενάριο της εξάρθρωσης της 17Ν και να επιβεβαιώσουν τη χρησιμότητα του τρομονόμου.
Απαντώντας σε ερωτήσεις της υπεράσπισης και του ίδιου του Χριστόδουλου διευκρίνισε ότι ο Χριστόδουλος είναι αυτός που θα χαρακτηρίζαμε «καμμένος». Ευρύτατα γνωστός στην Αστυνομία, μια πανύψηλη και χοντρή «ντουλάπα», που είχε κατ’ επανάληψη συλληφθεί και προσαχθεί. Ενας άνθρωπος που έκανε «μπαμ». Κι αυτό αντίκιται στην τακτική των παράνομων οργανώσεων αλλά και των παράνομων μηχανισμών των ένοπλων οργανώσεων. Τα στελέχη τους δεν εκτίθενται. Επίσης, ήταν ένας άνθρωπος που πάντοτε αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, ζούσε μια ζωή πολύ κάτω από το μέσο όρο των ανθρώπων του χώρου της επαναστατικής Αριστεράς. Οσο για τη φερόμενη ως απολογία του, αυτή είναι ένα απολίτικο κείμενο, ξένο πράγμα για ανθρώπους σαν το Χριστόδουλο. Πρόκειται για μια βιαστική αποτύπωση ενεργειών, που ήδη γνώριζε η Αστυνομία.
Ο Χρ. Ξηρός, σχολιάζοντας αυτά που ακούστηκαν για την υπέρτατη αξία της ανθρώπινης ζωής, αναφέρθηκε στο ναυάγιο του «Σαμίνα», που βύθισε στο πένθος και το νησί του, και μέσα από απλούς αριθμητικούς υπολογισμούς (χρησιμοποιώντας τη δικαστική απόφαση), κατέληξε: «145 ευρώ και 12 λεπτά για κάθε έναν από τους 82 νεκρούς. Αυτή είναι η αξία της ανθρώπινης ζωής για τα δικαστήριά σας».
Ο Γιώργος Μαρκατσέλλης αναφέρθηκε στη γνωριμία του με τον Χριστόδουλο στους κόλπους του ΚΚΕμ-λ. Τον περιέγραψε σαν έναν αγωνιστή που ήταν πάντοτε στην πρώτη γραμμή των αγώνων (αναφέρθηκε χαρακτηριστικά στη σύγκρουση της απαγορευμένης πορείας του Πολυτεχνείου το ’80, όταν ο ίδιος γλίτωσε χάρη στο Χριστόδουλο, με τον οποίο ήταν δίπλα-δίπλα στην πρώτη γραμμή). Χωρίς να είναι κολλητός του, τον έβλεπε τακτικά, σύχναζαν στα ίδια στέκια. Ακόμα και μετά τη στιγμή που ο Χριστόδουλος μετακόμισε στην Ικαρία. Απαντώντας σε ερώτηση της εισαγγελέα, εξήγησε ότι δεν πιστεύει σε καμία περίπτωση πως η φερόμενη ως απολογία του αποτελεί διήγηση του Χριστόδουλου. «Αυτός ο άνθρωπος δεν μιλάει έτσι. Οι πολιτικοποιημένοι άνθρωποι έχουμε έναν ορισμένο τρόπο ομιλίας. Ακόμα και αν ο υπάλληλος που τα έγραφε τα άλλαζε, θα ήταν εντελώς διαφορετικό το κείμενο».
Ακολούθησαν μάρτυρες από την Ικαρία (Ελ. Κουντούπης, Δ. Καρναβάς, Β. Σταυρινάδης, Ι. Καρναβάς), που αναφέρθηκαν στην κάθοδο του Χριστόδουλου για μόνιμη εγκατάσταση στο νησί το 1998, στη δημιουργία ενός ξυλουργείου στο οποίο κατασκεύαζε μουσικά όργανα, αλλά και κουφώματα, στη συμμετοχή του στα κοινά, στον πολιτιστικό σύλλογο της Ακαμάτρας που συμμετείχε, στο πανηγύρι της Παναγίας (14 Αυγούστου), από το οποίο ποτέ δεν έλειψε ο Χριστόδουλος, αλλά και στη φτωχική ζωή που έκανε, ζωή ενός βιοπαλαιστή που δύσκολα τα φέρνει βόλτα, ειδικά από τότε που χρεώθηκε για να φτιάξει σπίτι και εργαστήριο (ο Ι. Καρναβάς, που έχει ένα μικρό μπακάλικο, έφερε και το τεφτέρι που κατέγραφε τα χρέη του Χριστόδουλου). Ο Β. Σταυρινάδης ήταν κατηγορηματικός, ότι στο πανηγύρι της Παναγίας το 1988 ο Χριστόδουλος ήταν στην Ακαμάτρα (την ίδια μέρα φέρεται να συμμετέχει στην επιχείρηση της 17Ν στο Α.Τ. Βύρωνα). Οταν η μνήμη του αμφισβητήθηκε εμμέσως ως επιλεκτική (εφέτης Γιαννούκου), ο μάρτυρας είχε απάντηση αβίαστη και πειστική: «Ηταν η πρώτη χρονιά που πιτσιρικάς είχα αγοράσει μια μηχανή και ο Χριστόδουλος με αγρίεψε, επειδή έκανα σούζες στην πλατεία. Μου είπε να πάρω τη μηχανή μη χτυπήσω κανέναν άνθρωπο, γιατί θα μου τις βρέξει. Αποκλείεται να ήταν την επόμενη χρονιά, γιατί το ’89 εγώ ήμουν φαντάρος και δεν ήμουν στο πανηγύρι». Θυμήθηκε ακόμα ότι την ίδια χρονιά ήταν φαντάρος στην Ικαρία ο Δημήτρης Ξηρός.
Οι επόμενοι μάρτυρες προέρχονται από το χώρο της οργανοποιίας. Ενας από τους γνωστότερους εμπόρους παραδοσιακών μουσικών οργάνων, ο Μωυσής Ασέρ, αναφέρθηκε στη γνωριμία του με τον Χριστόδουλο το 1988 και τη συνεργασία τους έκτοτε. Ο Χριστόδουλος κατασκεύαζε όργανα σε εργαστήριο που είχε στην Αθήνα (στην οδό Αιγιαλείας) και μετά στην Ικαρία και του τα έδινε να τα εμπορευτεί. Επίσης, επειδή τα όργανα που κατασκεύαζε ήταν χειροποίητα και γι’ αυτό ακριβά, πουλούσε απευθείας σε μουσικούς που του έκαναν παραγγελίες. Του γνώρισε επίσης εμπόρους σε άλλες πόλεις με τους οποίους συνεργαζόταν.
Ο Νίκος Φρονιμόπουλος, οργανοποιός και μουσικός, πρόεδρος του Συλλόγου Φίλων Καλλιτεχνικής Οργανοποιίας, αναφέρθηκε στην πολύχρονη γνωριμία του με τον Χριστόδουλο και στη συμμετοχή του τελευταίου σε εκθέσεις, σεμινάρια και άλλες εκδηλώσεις, στις οποίες συμμετείχαν πανεπιστημιακοί, μουσικοί, οργανοποιοί και άνθρωποι που ασχολούνται με την παράδοση (ο Χριστόδουλος, μάλιστα, ήταν και εισηγητής σε κάποια ημερίδα στο Ιδρυμα Χουλανδρή-Χορν). Περιέγραψε τον Χριστόδουλο ως πολυσχιδή άνθρωπο, που έπαιρνε ακόμα και ξυλουργικές εργασίες για να συμπληρώνει το εισόδημά του. Το ίδιο έκανε και στην Ικαρία, που ήταν πάντοτε το σημείο αναφοράς του και ήθελε να πάει εκεί να εγκατασταθεί. Ο μάρτυρας αναφέρθηκε αναλυτικά στα πολύωρα σεμινάρια οργανοποιίας που παρακολούθησε ο Χριστόδουλος και κατέθεσε κατάλογο έκθεσης, από τον οποίο φαίνεται η συμμετοχή του Χριστόδουλου με ορισμένα πολύ καλά όργανα (ειδικά παραδοσιακά κρουστά), στα οποία είχε επιφέρει κατασκευαστικές βελτιώσεις (είχε κάνει κάποιες πατέντες, που τις είχαν εκτιμήσει οι μουσικοί). Επίσης, κατέθεσε παλιό δημοσίευμα του «Εθνους», που αναφερόταν στην έκθεση οργανοποιίας με τον τίτλο «οι μάγοι του ήχου», στο οποίο ο δημοσιογράφος προβάλει μεταξύ των πιο εντυπωσιακών εκθεμάτων και τα κρουστά του εργαστήριου Ξηρού (υπάρχει και φωτογραφία του Χριστόδουλου).
Η Κλειώ Ξηρού, εξαδέλφη του Χριστόδουλου, αναφέρθηκε στη δική της προσωπική «περιπέτεια» στον κόσμο της οργανοποιίας. Γεννημένη και μεγαλωμένη στην Αμερική (Νέα Υόρκη), όπου σπούδασε φιλοσοφία, γοητεύτηκε σ’ ένα ταξίδι της στην Ελλάδα από τη δουλειά του ξαδέρφου της, όταν αυτός τη μύησε στο μαγικό κόσμο της οργανοποιίας και στον τρόπο που αυτός κατασκεύαζε τα κρουστά. Την επόμενη χρονιά εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα και άρχισε να εργάζεται μαζί του. Δίπλα του έμαθε την τέχνη της οργανοποιίας και αυτή είναι σήμερα η δουλειά της. Από το εργαστήριο του Χριστόδουλου πέρασαν τα διασημότερα ονόματα μουσικών της παραδοσιακής (και όχι μόνο) μουσικής και όργανά του, κρουστά και έγχορδα χρησιμοποιούν μουσικοί ακόμα και στις μεγάλες πίστες. Στο αίτημα που ετίθετο επίμονα από την έδρα (είχε τεθεί και στους προηγούμενους μάρτυρες), «γιατί ο Χριστόδουλος παράτησε μια στρωμμένη δουλειά στην Αθήνα και πήγε στην Ικαρία;», η μάρτυρας ήτα σαφής: Ξέρετε τι είναι να φεύγεις από την αφιλόξενη μεγαλούπολη και να πηγαίνεις σ’ ένα όμορφο νησί, ν’ ανοίγεις το παράθυρο και ν’ αναπνέεις τη φύση, να ζεις με ανθρώπους που διαπνέονται από αλληλεγγύη;
Απαντώντας σε ερωτήσεις της υπεράσπισης, η μάρτυρας αναφέρθηκε στην καλλιτεχνική και επαγγελματική δραστηριότητα του Χριστόδουλου, στη γνωριμία του με κορυφαίους μουσικούς, οι οποίοι του παρήγγειλαν όργανα, στη φήμη που είχε στο χώρο της οργανοποιίας και της μουσικής (μέχρι και ντοκιμαντέρ γυρίστηκε στο εργαστήριό του για εκπομπή της ΕΡΤ, ενώ αφιέρωμα του έκανε και το περιοδικό «Μετρό». «Για μένα ο Χριστόδουλος ήταν πάντοτε ανοιχτό βιβλί, δεν έκανε προσπάθεια να κρυφτεί, γι’ αυτό και χαιρόταν όταν έμπαινε η φωτογραφία και η δουλειά του παντού. Γι’ αυτό και δεν είχε κανένα πρόβλημα να συμμετάσχει στο βίντεοκλιπ της Κονιτοπούλου», σημείωσε η μάρτυρας. «Τη δουλειά που έκανε ο Χριστόδουλος δε μπορείς να την κάνεις δουλεύοντας ένα Σαββατοκύριακο. Δεν σε κάνει πλούσιο, αλλά σε κρατά συνέχεια απασχολημένο».
Η μάρτυρας αναφέρθηκε και στον Σάββα, γιατί ήταν η μόνη, πέρα από την οικογένειά του και την Αλίθια, που τον είδε στον Ευαγγελισμό. Ηταν άλλος άνθρωπος. Ηταν ένας δειλός και φοβισμένος άνθρωπος, που δεν είχε καμιά σχέση με τον Σάββα που ήξερα, τον ζωηρό και αποφασιστικό άνθρωπο. Οταν τον ρώτησε αν θέλει δικηγόρο, χασκογελούσε και μου είπε: αν χρειαστώ θα πάρω!