Την «ήπια» αύξηση του αριθμού εισακτέων την είχε προαναγγείλει ο Πιερρακάκης, ως δημαγωγικό αντίβαρο στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων -παραρτημάτων ξένων ιδρυμάτων- και στην Ελλάδα, κατά κατάφωρη παραβίαση της ρητής απαγόρευσης του άρθρου 16 του Συντάγματος.
Στις 14/5 δημοσιεύτηκε η ΥΑ (Αριθμ. Φ.253.1/49192/Α5, ΦΕΚ 2747/Β/ 14 Μαΐου 2024), που ορίζει τον αριθμό εισακτέων ακαδημαϊκού έτους 2024-2025 στα ΑΕΙ, τις Εκκλησιαστικές Ακαδημίες, τις Ανώτερες Σχολές Τουριστικής Εκπαίδευσης και στην ΑΣΠΑΙΤΕ στις 68.851, έναντι 68.574 του 2023-2024.
Πρόκειται, λοιπόν, για μια «αύξηση» 277 θέσεων, με την οποία ο μαθητεύσας στον γκεμπελισμό Πιερρακάκης, προσπαθεί να αποσπάσει (λέμε τώρα) τη συναίνεση της πλειοψηφίας της εργαζόμενης κοινωνίας, της νεολαίας και των φοιτητών στο πραξικόπημα που έκανε μαζί με τον μέντορά του Μητσοτάκη κατά του Δημόσιου Πανεπιστήμιου.
Η «αύξηση» αυτή είναι όχι μόνο ολίγιστη, αλλά και προέκυψε κατόπιν της γνωστής μεθόδου της κοπτοραπτικής: πριμοδοτήθηκε με 100 θέσεις το νεοϊδρυθέν Τμήμα Ψυχολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου στο Διδυμότειχο για τους λόγους εθνικιστικής προπαγάνδας, αφαιρέθηκαν κάποιες ελάχιστες θέσεις από το ΕΚΠΑ (κυρίως από τα Τμήματα ξένων γλωσσών και από τη Θεολογία και το Μαθηματικό μείον 5 θέσεις) και μοιράστηκαν σε περιφερειακά Πανεπιστήμια, καθώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατηγορήθηκε από τους πανεπιστημιακούς ότι με το αισχρό πόνημα για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα οδηγήσει σε μαρασμό και λουκέτο πολλά Τμήματα των περιφερειακών ΑΕΙ.
Η γελοία αύξηση του αριθμού εισακτέων δεν πρόκειται να αλλάξει τα δεδομένα ούτε πρόκειται να πείσει τη νεολαία και τους γονείς που έχουν δώσει ιδρώτα και αίμα για να στηρίξουν την προσπάθεια των παιδιών τους να εισαχθούν στο πανεπιστήμιο. Γιατί πίσω από την γκεμπελική προπαγάνδα καραδοκούν οι μεγάλοι «κόφτες»: η καρμανιόλα των πανελλαδικών εξετάσεων, η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, η Τράπεζα Θεμάτων και ο περιορισμένος «κλειστός αριθμός εισακτέων». Αυτά είναι τα αγκωνάρια της κυβερνητικής πολιτικής που στοχεύουν στη δραστική μείωση του αριθμού εισακτέων, ψαλλιδίζοντας τα όνειρα και τις προσδοκίες κυρίως των παιδιών της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.