Ιδιωτικά πανεπιστήμια τα κολέγια
Κατεδαφίζεται το άρθρο 16
Το ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε επίσημα το χορό της υποβάθμισης των ελληνικών πανεπιστημίων, βάζοντας φαρδιά πλατιά την υπογραφή του στην κακόφημη Μπολόνια, το ΠΑΣΟΚ βάζει τώρα και την ταφόπλακα με το ΠΔ που ενσωματώνει την ευρωπαϊκή Οδηγία 2005/36. Το ΠΔ βρίσκεται ήδη στο Συμβούλιο της Επικρατείας και η υπογραφή του σηματοδοτεί την κατεδάφιση του άρθρου 16 του Συντάγματος, αφού αναγνωρίζει ουσιαστικά ως ιδιωτικά πανεπιστήμια τα κολέγια που συνεργάζονται με ξένα πανεπιστημιακά ιδρύματα.
Στο όνομα της «ανάγκης» για ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης τίτλων εκπαίδευσης, της «ελευθερίας εγκατάστασης» και της «ελεύθερης παροχής υπηρεσιών», μπαίνουν σ’ ένα γουδί και αλέθονται όλων των ειδών τα πτυχία, οι τίτλοι, οι βεβαιώσεις επάρκειας, τα πιστοποιητικά, κ.λπ., όλα τα επαγγέλματα, από αυτά που απορρέουν από πανεπιστημιακά πτυχία, πτυχία αντίστοιχα των ελληνικών ΤΕΙ, επαγγελματικές σχολές κάθε είδους μέχρι και δραστηριότητες που προϋποθέτουν απλά επαγγελματική πείρα. Τούτο δεν είναι τυχαίο, είναι ενδεικτικό της υποβάθμισης των πανεπιστημιακών σπουδών.
Ας θυμηθούμε πώς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο -κατά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης για την Ελλάδα επειδή παραβίαζε την κοινοτική νομοθεσία για την αναγνώριση των διπλωμάτων- απαξίωνε πλήρως την ουσία της εκπαίδευσης που βρίσκεται πίσω από ένα πτυχίο, αποδεικνύοντας ότι για το μόνο που νοιάζεται το ευρωπαϊκό κεφάλαιο είναι η απόκτηση βασικών δεξιοτήτων, που θα καθιστούν εφικτό το μέγιστο βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζόμενων και την «ελεύθερη» διακίνησή τους. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τότε δήλωνε ότι η εκτίμησή του βασίζεται στο γεγονός ότι «με το σύστημα της οδηγίας 89/48 (προπάτορα της οδηγίας 36/05), ένα δίπλωμα αναγνωρίζεται όχι λόγω της ουσιαστικής αξίας της εκπαιδεύσεως που πιστοποιεί, αλλά διότι καθιστά δυνατή την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα». Ενα άλλο, επίσης χαρακτηριστικό παράδειγμα της υποτίμησης των πανεπιστημιακών σπουδών από το ΠΔ, είναι ότι το «δίπλωμα (μπορεί να) βεβαιώνει επιτυχή ολοκλήρωση της εκπαίδευσης μεταδευτεροβάθμιου επιπέδου διάρκειας τουλάχιστον τριών και όχι άνω των τεσσάρων ετών… σε πανεπιστήμιο ή ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης ή άλλο ίδρυμα του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου», όταν ως τώρα στην Ελλάδα ακόμα και το Μετσόβειο Πολυτεχνείο πάλευε να χαρακτηρίσει τα πτυχία του «διπλώματα», ενώ είναι γνωστό ότι το δίπλωμα αναφέρεται στις μεταπτυχιακές σπουδές.
Ενας αχταρμάς, λοιπόν, τα πτυχία και από κει και πέρα γενικός δερβέναγας η αγορά, που στις μέρες μας, της τεράστιας ανεργίας και του εξευτελισμού των μισθών και των εργασιακών σχέσεων, έχει πάμπολλες επιλογές, αφού μπορεί να διαλέξει πάμφθηνους απόφοιτους με «βαρβάτα» πτυχία. Είναι, όμως, τόσο εύκολο να ξεμπερδεύει κανείς με το ζήτημα, καταφεύγοντας σε αυτό που θα συμβαίνει στη ζωή (η αγορά ως ρυθμιστής); Οχι, βέβαια. Γιατί υποτίμηση του ΠΔ με το οποίο ενσωματώνεται η ευρωπαϊκή Οδηγία, σημαίνει υποτίμηση των προσπαθειών του κεφαλαίου να περιορίσει ασφυκτικά την πρόσβαση στη γνώση σε μια περιορισμένη ελίτ, επιφυλάσσοντας για τη μεγάλη πλειοψηφία την αμορφωσιά και την απόκτηση δεξιοτήτων που γρήγορα αποχτιούνται και γρήγορα χάνονται, σημαίνει υποτίμηση του χτυπήματος που γίνεται για το σκοπό αυτό στις πανεπιστημιακές δομές, σημαίνει, τέλος, παραίτηση από τον αγώνα για το δικαίωμα στη μόρφωση και την ολοκλήρωση της προσωπικότητας (με όλους τους περιορι- σμούς που έχουν οι όροι αυτοί μέσα στον καπιταλισμό).
Με όσα αναφέρουμε πιο πάνω συνδέονται τρία κρίσιμα σημεία του ΠΔ, πάνω στα οποία εδράζεται όλη η φιλοσοφία του. Το ένα είναι ότι πουθενά δε γίνεται μνεία στο περιεχόμενο των σπουδών των αιτούντων την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, πουθενά δε γίνεται λόγος για τα αναλυτικά προγράμματα των σπουδών, ούτε για το ποιόν του εκπαιδευτικού προσωπικού. Και βέβαια, δεν προβλέπεται κανένας απολύτως έλεγχος από τις αρμόδιες αρχές του τόπου εγκατάστασης (δηλαδή της Ελλάδας στην προκειμένη περίπτωση) στα προγράμματα, στο περιεχόμενο σπουδών και στους καθηγητές.
Διαλύεται έτσι μια κι έξω ο μύθος που καλλιέργησε ως τώρα η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, ότι δήθεν θα γίνονται αυστηροί έλεγχοι στα προγράμματα και στους καθηγητές, ώστε να διασφαλιστεί «ποιοτικά» ο χώρος των κολεγίων και δικαιώνεται ο πρόεδρος των μαγαζατόρων του είδους Καρκανιάς, που κραύγαζε περί του αντιθέτου. Τελειώνει επίσης και αυτό που διαλαλούσε η Διαμαντοπούλου, θέλοντας να υποβαθμίσει το ζήτημα για να προλάβει αντιδράσεις από την πανεπιστημιακή κοινότητα και τους φοιτητές, ότι δηλαδή τα κολέγια ανήκουν στη μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση και συνεπώς είναι υποδεέστερα των πανεπιστημίων. Για την ευρωπαϊκή Οδηγία και το ΠΔ που την ενσωματώνει ατόφια, μετράει μόνο το γεγονός ότι το «πτυχίο» το αποδίδει το ξένο πανεπιστήμιο, με το οποίο συνεργάζεται το κολέγιο. Αλλωστε, όπως είδαμε πιο πάνω, ονοματίζει «διπλώματα» τα πτυχία που απορρέουν από «εκπαίδευση μεταδευτεροβάθμιου επιπέδου διάρκειας τριών ετών σε πανεπιστήμιο ή ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης ή άλλο ίδρυμα του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου». Θυμίζουμε ότι ως προς το ποιος θα κρίνει αν το ίδρυμα είναι «του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου» με ένα πανεπιστήμιο ή ένα ανώτατο ίδρυμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι κατηγορηματική: «Αποκλειστικώς η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που χορήγησε το δίπλωμα», πράγμα που φροντίζει να επαληθεύσει με τις διαδικασίες αναγνώρισης που θεσπίζει το ΠΔ για την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων.
Ετσι το δεύτερο κρίσιμο σημείο του ΠΔ είναι ότι η αναγνώριση των τίτλων και των αντίστοιχων επαγγελματικών προσόντων γίνονται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους καταγωγής του τίτλου (εν προκειμένω του ξένου πανεπιστήμιου), ενώ το κράτος υποδοχής ή εγκατάστασης αρκείται σε τυπικούς ελέγχους διασταύρωσης των στοιχείων. Το τρίτο σημείο είναι ότι το ΠΔ δεν ενδιαφέρεται διόλου για τον τόπο ή το ίδρυμα στο οποίο έχει πραγματοποιήσει τις σπουδές του ένας πολίτης της ΕΕ, εφόσον οδηγούν σε επαγγελματικά δικαιώματα στη χώρα καταγωγής (ή προέλευσης) των τίτλων σπουδών. Δεν υπάρχει δηλαδή καμιά διαφορά ανάμεσα σε αυ- τούς που επέλεξαν να βγουν στο εξωτερικό για σπουδές και σε αυτούς που φοίτησαν σε κολέγιο στην Ελλάδα που συνεργάζεται με ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο, αφού το «πτυχίο» το απονέμει το ξένο πανεπιστήμιο, το οποίο εδράζεται σε χώρα της ΕΕ.
Συνεπώς, το ΠΔ βάζει τέλος, καθαρά πραξικοπηματικά, στην ταχτική που ακολουθούσε το ΔΙΚΑΤΣΑ (νυν ΔΟΑΤΑΠ) να μην αναγνωρίζει ως πανεπιστημιακές σπουδές το χρόνο σπουδών που διένυε ένας απόφοιτος ξένου πανεπιστήμιου σε κολέγιο στην Ελλάδα, με το οποίο συνεργάζονταν το ξένο πανεπιστήμιο. Ταχτική που είναι απολύτως συμβατή με το άρθρο 16 του Συντάγματος που απαγορεύει τα ιδιωτικά πανεπιστήμια στην Ελλάδα και αφού τα κολέγια δεν αναγνωρίζονταν καν ως εκπαιδευτικά ιδρύματα, αλλά ως εμπορικές επιχειρήσεις. Το πρώτο σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση καταστρατήγησης του Συντάγματος, οφείλουμε να το πιστώσουμε στη ΝΔ και τον Στυλιανίδη, που με το γνωστό του νόμο (πέρα από τις παπάρες για τους αυστηρούς ελέγχους στα προγράμματα και το καθηγητικό προσωπικό) ενέταξε στο υπουργείο Παιδείας τα κολέγια, ιδρύοντας μάλιστα και αρμόδια Διεύθυνση, το Γραφείο Κολεγίων.
Ενα άλλο σημαντικό σημείο του ΠΔ είναι ότι δίνει μερίδιο από την πίτα της αναγνώρισης και στα κολέγια που συνεργάζονται με αμερικανικά πανεπιστήμια (προβλέπεται ήδη από την οδηγία 36/05, αλλά και δεν πήγαν τσάμπα οι επισκέψεις αμερικανών βουλευτών και του πρέσβη στους υπουργούς Παιδείας). Στο άρθρο 3 του ΠΔ γίνεται λόγος για τίτλους εκπαίδευσης (διπλώματα, πιστοποιητικά και άλλοι τίτλοι που χορηγούνται από την Αρχή) που βεβαιώνουν επιτυχώς περατωθείσα επαγγελματική εκπαίδευση που έχει αποκτηθεί «κατά κύριο» λόγο στην Κοινότητα. Ενώ παρακάτω δηλώνεται ότι «εξομοιώνεται προς τίτλο εκπαίδευσης κάθε τίτλος εκπαίδευσης που χορηγείται από τρίτη χώρα, εφόσον ο κάτοχός του διαθέτει στο συγκεκριμένο επάγγελμα τριετή επαγγελματική πείρα στο έδαφος του κράτους μέλους, το οποίο αναγνώρισε τον εν λόγω τίτλο». Είναι γνωστό ότι τα αμερικανικά πανεπιστήμια δημιουργούν δομές-φαντάσματα στις ευρωπαϊκές χώρες (έχει καταγγελθεί στον Τύπο). Οι ευρωπαϊκές χώρες, λοιπόν, γίνονται «πλυντήριο» για τους απόφοιτους που διαθέτουν «πτυχίο» αμερικανικού πανεπιστήμιου, που αφού αποκτήσουν και μια «τριετή επαγγελματική πείρα» στο έδαφός τους, μπορούν στη συνέχεια να έρθουν και στην Ελλάδα και να εξασκήσουν το επάγγελμα.
Τέλος, οι απόφοιτοι των κολεγίων θα μπορούν να συμμετάσχουν σε διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ, για διορισμό στο δημόσιο, αφού το σχετικό ΠΔ 44 του 2005 προβλέπει ότι στις εξετάσεις γίνονται δεκτοί οι κάτοχοι πτυχίων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, εφόσον έχουν τύχει αναγνώρισης από το αρμόδιο Συμβούλιο (ΣΑΕΠ). Το δρόμο θα τους τον έχει ανοίξει το άρθρο 4 του ΠΔ που ενσωματώνει την ευρωπαϊκή Οδηγία 36/05, που αναφέρει: «εφόσον αναγνωρίσει τα επαγγελματικά προσόντα στην Ελλάδα, ο δικαιούχος έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει πρόσβαση στο ίδιο επάγγελμα για το οποίο διαθέτει τα προσόντα στο κράτος μέλος καταγωγής και να το ασκεί στην Ελλάδα υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τους Ελληνες υπηκόους».
Διαδικασία αναγνώρισης
♦ Ο ενδιαφερόμενος καταθέτει στις αρμόδιες αρχές τα απαραίτητα έγγραφα και πιστοποιητικά.
♦ Σε περίπτωση «δικαιολογημένων αμφιβολιών», οι αρμόδιες ελληνικές αρχές απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους μέλους που εξέδωσαν τους τίτλους, «επιβεβαίωση του γνησίου των βεβαιώσεων και πιστοποιητικών και των τίτλων εκπαίδευσης που χορηγούνται σε αυτό το κράτος μέλος και επιβεβαίωση του γεγονότος ότι ο δικαιούχος πληροί, όσον αφορά τα επαγγέλματα του Κεφαλαίου III τους ελάχιστους όρους εκπαίδευσης». Συνεπώς, πρόκειται για τυπικούς ελέγχους, ελέγχους δηλαδή ταυτοποίησης και διασταύρωσης των εγγράφων και των τίτλων που κατατίθενται και όχι για ελέγχους ουσίας. Μόνο στις περιπτώσεις των επαγγελμάτων του Κεφαλαίου ΙΙΙ, που αφορούν στους ιατρούς, μαίες, νοσηλευτές, οδοντίατρους, φαρμακοποι-ούς, κτηνίατρους, αρχιτέκτονες, υπάρχουν κάποιες σφιχτότερες διαδικασίες αναγνώρισης, με την έννοια ότι προβλέπονται καθορισμένα έτη σπουδών, ανάλογα με αυτά που ισχύουν στην Ελλάδα. Εξαίρεση αποτελούν οι αρχιτέκτονες, για τους οποίους προβλέπονται 4, αντί για 5 που ισχύει στην Ελλάδα, έτη σπουδών, ώστε να ικανοποιηθούν οι σχολές του συρμού των ιμπεριαλιστικών κρατών του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γερμανίας. Για την περίπτωση της Γερμανίας, αναγνωρίζεται (κατά παρέκκλιση του άρθρου 46) η τριετής εκπαίδευση των Fachhochschulen, με την προϋπόθεση ότι η εκπαίδευση συμπληρώνεται από περίοδο επαγγελματικής πείρας 4 ετών στη Γερμανία, που βεβαιώνεται από πιστοποιητικό που χορηγείται από την επαγγελματική τάξη στον πίνακα της οποίας είναι εγγεγραμμένος ο αρχιτέκτονας!
♦ Σε περιπτώσεις «δικαιολογημένων αμφιβολιών» εφόσον έχουν εκδοθεί τίτλοι εκπαίδευσης και περιλαμβάνουν την εκπαίδευση «που έχει αποκτηθεί εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε εκπαιδευτικό ίδρυμα που εδρεύει νόμιμα σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας, στην ελληνική επικράτεια ή στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, οι αρμόδιες ελληνικές αρχές επαληθεύουν με τον αρμόδιο φορέα στο κράτος μέλος καταγωγής του τίτλου:
α) Κατά πόσον η εκπαίδευση στο ίδρυμα που παρέσχε την κατάρτιση έχει πιστοποιηθεί επισήμως από το εκπαιδευτικό ίδρυμα που βρίσκεται στο κράτος μέλος καταγωγής του τίτλου.
β) Κατά πόσον οι τίτλοι εκπαίδευσης που έχουν εκδοθεί είναι οι ίδιοι με εκείνους που θα είχαν χορηγηθεί εάν η εκπαίδευση είχε πραγματοποιηθεί εξ ολοκλήρου στο κράτος μέλος καταγωγής του τίτλου.
γ) Κατά πόσον οι τίτλοι εκπαίδευσης προσδίδουν τα ίδια επαγγελματικά δικαιώματα στην επικράτεια του κράτους μέλους που χορήγησε τον τίτλο.
Το παραπάνω απόσπασμα φωτογραφίζει τα κολέγια που συνεργάζονται με ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Σημειώνουμε ότι το «πτυχίο» των αποφοίτων τούς το χορηγεί το ξένο πανεπιστήμιο. Αρα διαθέτει και όλες εκείνες τις προϋποθέσεις που θέτει το σημείο αυτό του ΠΔ. Δηλαδή η εκπαίδευση έχει πιστοποιηθεί από το εκπαιδευτικό ίδρυμα που εξέδωσε τον τίτλο, ενώ είμαστε σχεδόν βέβαιοι (για να μην πούμε απολύτως) ότι και οι τίτλοι εκπαίδευσης είναι ίδιοι με εκείνους που εκδίδει το ξένο πανεπιστήμιο για τους απόφοιτους που πραγματοποιούν τις σπουδές εξ ολοκλήρου σε αυτό και ότι οι τίτλοι προσδίδουν ίδια επαγγελματικά δικαιώματα με αυτά που ισχύουν στην επικράτεια του κράτους μέλους στην οποία ε-δρεύει το ξένο πανεπιστήμιο. Αλλιώς δεν θα είχε νόημα η «συνεργασία» με τα κολέγια, αφού ο ένας εκ των δυο εταίρων θα ήταν «ριγμένος». Και βέβαια, μην ξεχνάμε και τους λόγους που οδήγησαν τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια στο νοίκιασμα των τίτλων τους, που δεν ήταν άλλος από τις πολιτικές χρηματοδότησης θατσερικού τύπου.
♦ Ακόμα και στην περίπτωση που απαιτείται στην Ελλάδα η κατοχή συγκεκριμένων επαγγελματικών προσόντων για την άσκηση νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλματος (ένας όρος άσκησης είναι η χρήση επαγγελματικού τίτλου), το Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων (ΣΑΕΠ) παρέχει τη δυνατότητα άσκησης του επαγγέλματος υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που ισχύουν για τους Ελληνες, εάν οι αιτούντες είναι κάτοχοι βεβαίωσης επάρκειας ή τίτλου εκπαίδευσης που απαιτείται από άλλο κράτος μέλος για την ανάληψη ή την άσκηση του ίδιου επαγγέλματος στην επικράτειά του. Οι βεβαιώσεις επάρκειας πρέπει να έχουν χορηγηθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους και να βεβαιώνουν επίπεδο επαγγελματικών προσόντων τουλάχιστον ισοδύναμο με το αμέσως προηγούμενο επίπεδο εκείνου που απαιτείται στην Ελλάδα. Η ιστορία των τυπικών ελέγχων επιβεβαιώνεται σε κάθε πτυχή του ΠΔ.
Επίσης είναι κατανοητό ότι πάραυτα πρέπει να ετοιμαστεί και το περίφημο «εθνικό πλαίσιο επαγγελματικών προσόντων», που θα ευθυγραμμίζεται με τα 8 επίπεδα τίτλων σπουδών της ΕΕ. Η ίδια ρουτίνα της υποβαθμισμένης διαδικασίας, που δεν πρέπει να επιβαρύνει σε καμιά περίπτωση τον αιτούντα την αναγνώριση (ο «έλεγχος των επαγγελματικών προσόντων δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη αυτού του στόχου μέτρα»), επαναλαμβάνεται ακόμα και στην περίπτωση νομοθετικά ρυθμιζόμενων επαγγελμάτων, που έχουν επιπτώσεις στη δημόσια υγεία και ασφάλεια. Ο «έλεγχος», στην περίπτωση που διαπιστωθεί ουσιαστική διαφορά στα επαγγελματικά προσόντα του παρόχου και την απαιτούμενη εκπαίδευση στην Ελλάδα και κριθεί ότι αυτό μπορεί να αποβεί επιβλαβές για τη δημόσια υγεία και ασφάλεια, αφορά στη «δοκιμασία επάρκειας» (άρθρο 7).
♦ Το ΣΑΕΠ δεν κωλύεται να απαιτήσει πρακτική άσκηση προσαρμογής επί 3 έτη κατ’ ανώτατο όριο ή την υποβολή σε δοκιμασία επάρκειας σε μια από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Εφόσον η διάρκεια εκπαίδευσης είναι μικρότερη κατά τουλάχιστον ένα έτος από εκείνη που απαιτείται στην Ελλάδα.
β) Εφόσον η εκπαίδευση που έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από τον απαιτούμενο τίτλο εκπαίδευσης στην Ελλάδα.
Βλέπουμε δηλαδή ότι οι «αυστηροί όροι» που τίθενται σε περιπτώσεις κραυγαλέας μειονεξίας του ενδιαφερόμενου σε σχέση με τα ισχύοντα στην Ελλάδα, η αρμόδια Αρχή το περισσότερο που μπορεί να κάνει είναι να τον υποβάλλει σε δοκιμασία επάρκειας ή να τον αναγκάσει σε πρακτική άσκηση διάρκειας το πολύ τριών ετών, ενώ ο ενδιαφερόμενος να αναγνωρίσει τα επαγγελματικά προσόντα έχει το δικαίωμα να επιλέξει μεταξύ των δυο «ποινών»! Μάλιστα, το ΠΔ προβλέπει ότι η διαδικασία αυτή αποτελεί «παρέκκλιση», γίνεται δηλαδή κατ’ εξαίρεση και δεν πρέπει να αποτελεί τον κανόνα. Γι’ αυτό και παραπάνω γίνεται λόγος για «δικαιολογημένες αμφιβολίες» (το ΠΔ αναφέρεται στην προσκόμιση κατάλληλης αιτιολόγησης στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων).
♦ Αρμόδια Αρχή για να δέχεται τις αιτήσεις των ενδιαφερομένων και να εκδίδει τις αποφάσεις αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων είναι το Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων (ΣΑΕΠ). Με την ίδρυσή του καταργείται το Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικής Ισοτιμίας Τίτλων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΣΑΕΙΤΤΕ) και το Συμβούλιο Επαγγελματικής Αναγνώρισης Τίτλων Εκπαίδευσης και Κατάρτισης. Η συγχώνευσή τους στο ΣΑΕΠ σηματοδοτεί την πολτοποίηση πτυχίων, κατάρτισης, επαγγελματικής πείρας, πιστοποιητικών και τα ρέστα, που σημειώσαμε στην αρχή. Και μόνο ότι φεύγει από τα αρχικά ο όρος «τριτοβάθμια εκπαίδευση» τα λέει όλα.
u Από 1/1/2013 αρμόδιες Αρχές να διενεργούν τους «ελέγχους» και την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων θα είναι οι οικείες Επαγγελματικές Οργανώσεις (ΤΕΕ, Οικονομικό Επιμελητήριο, Ιατρικός Σύλλογος, Δικηγορικός Σύλλογος, κ.λπ.). Η κυβέρνηση επιχειρεί να εμπλέξει στην ιστορία τις Επαγγελματικές Οργανώσεις, αποσκοπώντας στην αδρανοποίηση όσων αντιδρούσαν (ειδικά του Τεχνικού Επιμελητήριου). Βέβαια, ο ρόλος που τους επιφυλάσσει είναι καθαρά προσχηματικός, αφού έχει φροντίσει προηγουμένως να τους δέσει τα χέρια με τις διατάξεις του σχετικού ΠΔ που περιγράψαμε παραπάνω, ενώ είναι πολύ αμφίβολο αν θα πετύχει την αποδοχή τους. Ειδικά το ΤΕΕ, αλλά και το Μετσόβειο Πολυτεχνείο, μόλις πρόσφατα ανακοίνωσαν ήδη την προσφυγή τους στο ΣτΕ και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τη γνωστή απόφαση του Διοικητικού Εφετείου να τιμωρήσει με πρόστιμο το Ελληνικό Δημόσιο γιατί κωλυσιεργούσε στην απόδοση ακαδημαϊκών και επαγγελματικών δικαιωμάτων του ιδιωτικού κολεγίου «Idef».
♦ Το ΠΔ θεσπίζει διαδικασίες εξπρές στην αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (μέσα σε τρεις μήνες το πολύ από τη συμπλήρωση του φακέλου του αιτούντος με όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά). Μόλις δε εκδοθεί η αναγνωριστική απόφαση από το Συμβούλιο, η αρμόδια Επαγγελματική Οργάνωση ή η αρμόδια διοικητική αρχή υποχρεούνται χωρίς καθυστέρηση να εγγράψουν στα μητρώα τους τον αιτούντα και να εκδώσουν την άδεια ασκήσεως του επαγγέλματός του. Το σημείο αυτό συνιστά έμμεση απειλή προς τις Επαγγελματικές Οργανώσεις, αλλά εμείς αμφιβάλλουμε τα μάλα ότι αυτές θα «τσιμπήσουν» (ειδικά το ΤΕΕ).
Γιούλα Γκεσούλη