«Αγανακτισμένη» εμφανίζεται η «προοδευτική» μερίδα του Τύπου με τη στάση που επιδεικνύει η κυβέρνηση απέναντι στο φοιτητικό κίνημα. Την ίδια στάση κρατά και η «αξιωματική αντιπολίτευση».
Αμφότεροι ζητούν άμεσα «διάλογο» και να «μην κατατεθεί το νομοσχέδιο για το νόμο πλαίσιο στο θερινό τμήμα της βουλής». Ζητούν επίσης απ’ την κυβέρνηση να μην κρύβεται πίσω απ’ τα πορίσματα της «επιτροπής σοφών» του ΕΣΥΠ, αλλά να γνωστοποιήσει άμεσα τις θέσεις της.
«Αν είναι στις προθέσεις της υπουργού Παιδείας να γίνουν ουσιαστικές αλλαγές αναβάθμισης και στήριξης των Πανεπιστημίων, τότε θα πρέπει να ακολουθηθεί αυτή η διαδικασία (δηλαδή ο διάλογος). Οι αλλαγές δεν μπορεί να γίνουν ερήμην της πανεπιστημιακής κοινότητας» γράφει η Ελευθεροτυπία στο κύριο άρθρο της. Στο ίδιο μήκος κύματος και η Δαμανάκη που ζητά «να ενημερωθεί αμέσως και επαρκώς η βουλή για τις κυβερνητικές προτάσεις».
Ολα τούτα μαρτυρούν πως το επόμενο βήμα όλων αυτών που επιθυμούν κατά βάση να περάσει η κεντρική ιδέα των μέτρων στα Πανεπιστήμια, όσο το δυνατόν πιο ομαλά και αναίμακτα, είναι να επικεντρώσουν την αντιπαράθεση των φοιτητών με το υπουργείο στο «διάλογο» και στη «μη κατάθεση του νομοσχεδίου στο θερινό τμήμα της βουλής».
Αλλωστε ομολογούν πως θέλουν «αλλαγές στα Πανεπιστήμια». Πλην όμως και αυτοί αποφεύγουν να τις ονοματίσουν για να μη ξεσκιστεί το προοδευτικό προσωπείο.
Τι «διάλογος» όμως μπορεί να γίνει με κάποιον που έχει κάνει φανερές τις βρόμικες προθέσεις του με λόγια και έργα (αποδοχή Μπολόνιας, συνυπογραφή της απόφασης των υπουργών Παιδείας στο Μπέργκεν που αποτελεί συνέχεια της Μπολόνιας, σύσταση ΕΣΥΠ με αυτό το σκοπό, πώς δηλαδή θα προωθηθούν οι αλλαγές, επανειλημμένες δηλώσεις Καραμανλή στη βουλή και της υπουργού Παιδείας για άμεση προώθηση της Μπολόνιας, δυο κύκλους σπουδών, αποπομπή των «αιώνιων φοιτητών», «κατάργηση του ενός συγγράμματος», «επαναδιατύπωση του πανεπιστημιακού ασύλου», σύνδεση Πανεπιστημίων με επιχειρήσεις, σύναψη τετραετών συμφωνιών προγραμματικής δράσης» με τα Πανεπιστήμια, ψήφιση νόμων για αξιολόγηση των ΑΕΙ-ΤΕΙ, ΔΟΑΤΑΠ και Ινστιτούτα Δια Βίου Μάθησης, κ.λπ.);
Σημαίνει ή όχι ο «διάλογος» ότι καταρχήν αποδέχεσαι ότι ο αντίπαλος έχει αγαθές προθέσεις και ειλικρινή αισθήματα και επομένως μπορείς να βρεις «κοινή γλώσσα» με αυτόν;
Σημαίνει ή όχι ο «διάλογος» αμοιβαίες υποχωρήσεις και απ’ τις δυο πλευρές; Και αν ναι, τότε σε ποιο σημείο αξίζει να «πάνε πάσο» οι φοιτητές;
Θ’ αλλάξει κάτι, πλην της επίφασης δημοκρατικότητας, αν το νομοσχέδιο δεν έρθει στο θερινό τμήμα της βουλής και κατατεθεί το Σεπτέμβρη;
Συνεπώς οι φοιτητές δεν έχουν να κερδίσουν τίποτε αν ακολουθήσουν το δρόμο που τους προτείνουν οι «προοδευτικοί»; Αντίθετα θα κερδίσει η κυβέρνηση και γενικότερα το σύστημα, που επιθυμεί διακαώς να αλλάξουν τα πράγματα στο Πανεπιστήμιο και τούτο να υποταχτεί πλήρως στην αγορά και τις επιχειρήσεις.
Δεν έχουν να «συζητήσουν» τίποτε με το υπουργείο Παιδείας. Τις προθέσεις και τα έργα του τα γνωρίζουν πολύ καλά.
Εκείνο που έχουν να κάνουν είναι να απαιτήσουν να μην κατατεθεί (ούτε τώρα ούτε ποτέ) κανένα νομοσχέδιο με αυτό το περιεχόμενο. Και θα το απαιτήσουν, φέρνοντας την κυβέρνηση σε μεγάλα ζόρια. Με την κλιμάκωση του αγώνα τους, με σχεδιασμό, συντονισμό και ταυτόχρονη χρησιμοποίηση πολλών μορφών πάλης. Με το βάθεμα του προβληματισμού και των αιτημάτων. Με τη διάχυση του αγώνα τους μέσα στην εργαζόμενη κοινωνία.
Γ. Γκ.








