Καραμανλής και Γιωργάκης Παπανδρέου «κονταροχτυπήθηκαν» για άλλη μια φορά στην προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη βουλή για την Παιδεία, την οποία προκάλεσε ο ΣΥΝ, για το φαίνεσθαι, αφού όπως αποκαλύφθηκε για πολλοστή φορά οι θέσεις τους στα σημαντικά ζητήματα μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό.
Ο Καραμανλής με το βλέμμα στραμμένο κυρίως προς το ΠΑΣΟΚ, κατηγόρησε την αξιωματική αντιπολίτευση για ατολμία στην εφαρμογή των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων, που επιτάσσουν η καπιταλιστική αγορά και οι δεσμεύσεις που έχει αναλάβει ο ελληνικός καπιταλισμός έναντι του διεθνούς –κυρίως ευρωπαϊκού- κεφαλαίου και των κατευθυνόμενων απ’ αυτό συνόδων, όπως π.χ. της Λισσαβόνας, της Μπολόνια κ.λπ.
Με περισσό θράσος, ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε τους καρπούς των αγώνων της πανεπιστημιακής κοινότητας και γενικότερα του εκπαιδευτικού και λαϊκού κινήματος, που αποτυπώνονται στη λειτουργία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων «σειρά από στερεότυπα», τα οποία ως «ταμπού αφήνονταν ανέγγιχτα από το φόβο του κομματικού κόστους». Και ως άλλος Πορθητής δήλωσε αποφασισμένος να τα καταλύσει. Ως μέθοδο ξηλώματος επικαλέστηκε τον «κοινωνικό διάλογο» και όχι χωρίς λόγο (προφανώς για να δώσει έμφαση στο γεγονός ότι αυτός ο «διάλογος» έχει ορατό τέλος) αναφέρθηκε με λεπτομέρειες στον αριθμό των συνεδριάσεων ΕΣΥΠ, Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων και τα ρέστα, χωρίς ωστόσο να προσδιορίσει το χρόνο κατάθεσης του νομοσχέδιου για το νέο νόμο πλαίσιο.
Μπορεί ο λόγος του Καραμανλή να έμοιαζε περισσότερο με προγραμματικές δηλώσεις, ήταν όμως πολύ σαφής ως προς τις προθέσεις της κυβέρνησης, κυρίως όσον αφορά στα Πανεπιστήμια, που αποτυπώνονται άλλωστε καθαρά και στο νομοσχέδιο για το νόμο πλαίσιο. Ο αρχηγός της ΝΔ συγκαλύπτοντας τον εμπνευστή των αναδιαρθρώσεων, που είναι η αστική τάξη και το κεφάλαιο, μίλησε γενικά και αόριστα για τις «ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας», που επιβάλλουν τις αλλαγές. Περιγράφοντας στη συνέχεια τα σημεία στα οποία «υστερούν» τα ανώτατα ιδρύματα «απέναντι στα αιτήματα και τις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας» έγινε ξεκάθαρος ότι πρόκειται για την πλήρη αναδιοργάνωση του Πανεπιστήμιου πάνω σε ιδιωτικοοικονομικά και επιχειρηματικά κριτήρια, ώστε το αστικό κράτος να απαλλαγεί σταδιακά από τις υποχρεώσεις του έναντι των μορφωτικών αναγκών του λαού και η μόρφωση να μετατραπεί πλήρως σε εμπόρευμα, αποκλειστικό προνόμιο μιας ελίτ.
Τα σημεία αυτά είναι η αξιολόγηση των μονάδων και των διαδικασιών εκπαίδευσης, οι λεγόμενοι «αιώνιοι φοιτητές», η «πρακτική του ενός συγγράμματος», η «κατάχρηση του πανεπιστημιακού ασύλου» και η εκλογή των πρυτανικών αρχών σε «πνεύμα αριστείας και αξιοκρατίας».
Κοντολογίς, ο Καραμανλής προσδιόρισε την κατηγοριοποίηση των εκπαιδευτικών μονάδων και του διδακτικού προσωπικού, το πέταγμα έξω απ’ το Πανεπιστήμιο των φοιτητών που καθυστερούν στις σπουδές τους, την ουσιαστική κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου και την προώθηση των υποταγμένων στο σύστημα και δεκτικών στις «μεταρρυθμίσεις» καθηγητών (Για το πώς εννοεί η κυβέρνηση ειδικά το τελευταίο σημείο, χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα -όπως καταγγέλθηκαν στον Τύπο της Κυριακής 26 Νοεμβρίου- του Σπύρου Αμούργη, συνταξιούχου μέλους ΔΕΠ, που τοποθετήθηκε επικεφαλής της «Ανεξάρτητης» Αρχής Διασφάλισης Ποιότητας, ο οποίος έγινε καθηγητής με φωτογραφική διάταξη νόμου και δε διαθέτει διδακτορικό και του Παν. Γιαννόπουλου, που τοποθετήθηκε αντιπρόεδρος της διοικούσας επιτροπής του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου -θέση που κατά κύριο λόγο ασχολείται με τα ακαδημαϊκά ζητήματα- και ο οποίος δεν είναι και δεν υπήρξε ποτέ μέλος ΔΕΠ, αλλά ήταν επί χρόνια περιφερειάρχης Θεσσαλίας, στη συνέχεια νομάρχης Αρκαδίας, γραμματέας Τ.Α. της ΝΔ και τελευταία υποψήφιος βουλευτής της ΝΔ και πρόεδρος του ΔΣ της ΕΤΒΑ ΒΙΠΕ του ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς. Σημειώνεται ότι η Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας και το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο είναι δυο από τους χαρακτηριστικούς μηχανισμούς επιβολής και δοκιμασίας των προωθούμενων αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων).
Με βάση τα προηγούμενα, ο πρωθυπουργός έβαλε επί τάπητος τις άμεσες προτεραιότητες: την κατάργηση του ασύλου («ουσιαστική προστασία» την ονόμασε), τον καθορισμό ανώτατης διάρκειας σπουδών, την πρόβλεψη για δυνατότητα εξέτασης από τριμελή εξεταστική επιτροπή των «κομμένων», την ουσιαστική κατάργηση των δωρεάν συγγραμμάτων («συγγράμματα με δυνατότητα επιλογής από τους φοιτητές»), τις ανταποδοτικές υποτροφίες. Εκλεινε δε σε όλες τις πτώσεις την ανάγκη σύνδεσης του Πανεπιστήμιου με την αγορά και την καπιταλιστική παραγωγή και τον αποκλειστικό προσανατολισμό της έρευνας στις ανάγκες των επιχειρήσεων και προανήγγειλε την επέκταση της πρακτικής άσκησης κατά τη διάρκεια των σπουδών, ώστε να εξασφαλίζουν οι επιχειρήσεις τσάμπα εργατικό δυναμικό, αλλά και τη δυνατότητα να επιλέγουν μέσα από τη δεξαμενή αυτή τους μελλοντικούς πειθήνιους εργαζομένους τους. Στην ανάγκη του κεφάλαιου για φθηνό και ευέλικτο εργαζόμενο, υπακούει και η ενίσχυση της «δια βίου εκπαίδευσης», η οποία περνά και μέσα από την υποβάθμιση των πανεπιστημιακών σπουδών σε σπουδές κατάρτισης τριετούς διάρκειας (Μπολόνια). Γι’ αυτό και πρέπει να διασπαστεί το ενιαίο πτυχίο και η εσωτερική ενότητα της επιστήμης και οι σπουδές να οργανωθούν με βάση ένα σύστημα πιστωτικών μονάδων, τις οποίες ο καθένας ατομικά θα συλλέγει από διάφορες δομές (που μπορεί να είναι και εκτός εκπαίδευσης, όπως π.χ. τα ΙΕΚ ή τα διάφορα κολέγια). Στην δια βίου εκπαίδευση, τις πιστωτικές μονάδες, το Παράρτημα Διπλώματος αναφέρθηκε, όπως ήταν φυσικό επομένως ο Καραμανλής, ως κάποιους από τους βασικούς άξονες της πολιτικής του.
Ωδή έψαλε βεβαίως και στα αφεντικά της ΕΕ, μνημονεύοντας πολλές φορές στην ομιλία του τις αλλαγές «που επιβάλλουν η προοπτική του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου, από τον οποίο δε μπορούμε να αυτοεξαιρεθούμε ως τελευταίοι εκφραστές της… συντήρησης, γιατί αυτό απαιτούν οι παγκόσμιες εξελίξεις» και δήλωσε ότι το νέο ΕΠΕΑΕΚ είναι εναρμονισμένο στις κοινοτικές κατευθύνσεις και τους στόχους της Λισαβόνας.
Εν ολίγοις, ο Καραμανλής τα είπε όλα, παρόλο που επέλεξε έναν γενικόλογο τρόπο. Εκείνος όμως που ξεμπροστιάστηκε τελείως ήταν ο Γιώργος Παπανδρέου. Εβγαλε το φίδι από την τρύπα όσον αφορά στην κατάργηση του άρθρου 16 του Συντάγματος (ζήτημα για το οποίο ο Καραμανλής δεν αναφέρθηκε διόλου στην πρωτομιλία του), ενώ μπαίνοντας στις λεπτομέρειες για τις κατευθύνσεις-σημεία στην Παιδεία, που το κόμμα του θα υλοποιήσει όταν έρθει με το καλό στην κυβέρνηση, αποκάλυψε όλο το βρομερό και αντιδραστικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ, που στα βασικά σημεία δεν διαφέρει από αυτό της ΝΔ.
Ο Γιωργάκης ήρθε στη συζήτηση αυτή αποφασισμένος να θίξει το άρθρο 16, δείχνοντας έτσι ότι έχει αναλάβει δεσμεύσεις έναντι των αφεντικών ντόπιων και ξένων και συνεπώς έπρεπε να δώσει διαβεβαιώσεις και διαπιστευτήρια. Ομως παράλληλα είχε να αντιμετωπίσει και τους εσωκομματικούς του αντιπάλους, που με αφορμή τη στάση του αυτή έχουν βγάλει τις νταβανόπροκες και τον καρφώνουν (χαρακτηριστική η στάση Βενιζέλου, Λοβέρδου, οι διαρροές για Σημίτη κ.λπ.) με βαρείς χαρακτηρισμούς, όπως π.χ. για «σαλταδόρικα» μη κρατικά δήθεν πανεπιστήμια, που όμως και πάλι επικεντρώνονται σε θέματα κυρίως διαδικασίας και ταχτικής, κλείνοντας το μάτι στο κεφάλαιο και τα αφεντικά. Είχε να αντιμετωπίσει και τις αντιδράσεις της νεολαίας του κόμματός του, που αντιτίθεται στα ιδιωτικά ΑΕΙ και την αναθεώρηση του άρθρου 16, αλλά και να διαφυλάξει το πρεστίζ ενός υποτίθεται «σοσιαλιστικού» κόμματος που νοιάζεται για την εργαζόμενη κοινωνία και τις αντιδράσεις της.
Γι’ αυτό και προσπάθησε σαν αποτυχημένος ακροβάτης να ισορροπήσει ανάμεσα σε όλα αυτά. Απολογούμενος, με εκφράσεις όπως «θα μιλήσω με ειλικρίνεια, παρρησία, χωρίς φόβο, χωρίς περιστροφές», εμφανιζόμενος ως αποφασισμένος «προφανώς θα ψηφίσουμε την πρόταση που έχουμε καταθέσει», αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο και να στρίψει δια του αρραβώνος με την επίκληση ενός δημοψηφίσματος, στο οποίο κάλεσε την κυβέρνηση και τις πολιτικές δυνάμεις να συμφωνήσουν για τις βασικές αρχές της μεταρρύθμισης, μεταξύ των οποίων θα συμπεριλαμβάνεται και το άρθρο 16 και το οποίο τοποθέτησε χρονικά «πριν τη δεύτερη φάση για την αναθεώρηση του Συντάγματος».
Ο Γιωργάκης έκανε επίθεση στην κυβέρνηση ότι η από την πλευρά της αναθεώρηση του άρθρου 16 κρύβει την προσπάθεια να βοηθηθεί «σκανδαλωδώς ο ιδιωτικός τομέας και η ιδιωτικοποίηση της παιδείας», κρύβει τον αυταρχισμό και το γύρισμα της πλάτης στην δημόσια Παιδεία. Ολα αυτά δεν τα είπε βέβαια τυχαία, αφού και ο ίδιος ξέρει πολύ καλά ότι και η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για το άρθρο 16 έχει τις ίδιες ακριβώς επιδιώξεις και τα ίδια προφανώς αποτελέσματα για το μέλλον της δημόσιας δωρεάν Παιδείας. Τα είπε για να τα χρησιμοποιήσει πιθανώς ως προπέτασμα καπνού, όταν σε περίπτωση γενίκευσης των αντιδράσεων και εμφάνισης μαζικού κινήματος χρειαστεί να ανακρούσει πρύμναν και να μην ψηφίσει στη βουλή αυτή την αναθεώρηση του άρθρου 16, δίνοντας εν λευκώ επιταγή στην ΝΔ (που θα είναι κατά πάσα πιθανότητα και η επόμενη κυβέρνηση) να το διαμορφώσει όπως θέλει στην επόμενη βουλή, ισχυροποιώντας παράλληλα και την πρότασή του για δημοψήφισμα.
Βεβαίως κατάπτυστη και καταγέλαστη συνάμα ήταν η προσπάθειά του να παρουσιάσει το άρθρο 16 ως εμφυλιοπολεμικό κατάλοιπο, κάνοντας τον «ευφυή» συλλογισμό ότι αφού το ψήφισε ένα «δογματικό και αυταρχικό κράτος» άρα δεν μπορεί παρά αυτό να είναι προϊόν της δεξιάς πολιτικής. Την τεράστια πίεση που ασκούν οι κοινωνικοί αγώνες, που φορτίστηκαν και με τη φασιστική επταετή δικτατορία (το άρθρο ψηφίστηκε το 1975) ούτε που τη βλέπει ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, γιατί βεβαίως έτσι τον συμφέρει (πάντα ευφυέστατο και ευρηματικό αυτό το παιδί!).
Περνώντας στα 15 σημεία κλειδιά της πολιτικής του πρότασης για την Παιδεία, με τα οποία προσπάθησε να συγκαλύψει τις άσχημες εντυπώσεις που προκαλούσε η αναφορά στο άρθρο 16, ο Γιωργάκης, απέτυχε και πάλι, δίνοντας ρεσιτάλ αντιδραστικότητας.
Περιέγραψε ένα σχολείο στο οποίο θα έχουν λόγο οι «τοπικές κοινωνίες» και τα συμφέροντα των κατά τόπους επιχειρήσεων (κατάργηση του αναλυτικού προγράμματος και αντικατάστασή του από ένα εθνικό πλαίσιο προγράμματος που θα ορίζει τους εθνικούς στόχους σε κάθε βαθμίδα, όπως πχ την επάρκεια στη γλώσσα, τα μαθηματικά, τα βασικά επιστημονικά αντικείμενα, προφανώς για να εξασφαλίζεται ο ρόλος του μηχανισμού αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας και των εκμεταλλευτικών σχέσεων στην παραγωγή). Ενα σχολείο- ολοήμερο παιδοφυλακτήριο (πρότεινε την επέκταση του θεσμού σε όλα τα σχολεία), που θα στηρίζεται στην χρηματοδότηση των γονιών και της τοπικής αυτοδιοίκησης, ένα σχολείο-επιχείρηση που θα εκμεταλλεύεται, για να στηριχτεί οικονομικά, προγράμματα και εγκαταστάσεις («ανοικτό σχολείο» κύτταρο της γειτονιάς και του πολιτισμού). Εκανε δημαγωγία με την Προσχολική Εκπαίδευση για όλα τα παιδιά άνω των 3 ετών, που όμως θα πραγματοποιηθεί χωρίς το κράτος να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη, με πασαλείμματα, αφού την έλλειψη σε δημόσια νηπιαγωγεία θα αντικαταστήσει η κάλυψη από την πολιτεία ενός μέρους της δαπάνης που πληρώνει η οικογένεια στα ιδιωτικά νηπιαγωγεία (προφανώς το άλλο μέρος θα το πληρώνουν οι γονείς). Εκανε σπέκουλα με την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και τη βελτίωση των αποδοχών τους, την οποία όμως έδεσε με την επιμόρφωση και την αξιολόγηση της εκπαιδευτικής μονάδας και του έργου τους.
Το μεγαλύτερο μέρος των προτάσεων-σημείων κατέλαβαν οι άξονες για τα Πανεπιστήμια, όπου η σύμπτωση απόψεων με τη ΝΔ είναι φανερή, διανθισμένη με ολίγη παραπάνω σάλτσα περί αυτοδιαχείρισης και αυτονομίας.
Ο Παπανδρέου ξεκαθάρισε ότι μιλά για αξιολόγηση των ΑΕΙ και ότι αυτή όπως και την αυτονομία και την αυτοδιαχείριση τις εντάσσει στο πλαίσιο της προγραμματικής συμφωνίας που θα υπογράφουν τα Πανεπιστήμια με το κράτος. Η πολιτεία θα αξιολογεί μέσω της αρχής αξιολόγησης (που θα αποτελείται από έλληνες και ξένους επιστήμονες από Πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού) και θα πιστοποιεί τα αποτελέσματα. Τις επιπτώσεις της αξιολόγησης στη χρηματοδότηση των ΑΕΙ ο Γιωργάκης βεβαίως δεν τις αποκαλύπτει, μας λέει όμως ότι ένα από τα κριτήρια της αξιολόγησης θα είναι και το ποσοστό των φοιτητών που θα ολοκληρώνει τις σπουδές στον ελάχιστο απαιτούμενο χρόνο, καθώς και το ποσοστό που θα βρίσκει εργασία σε διάστημα ενός έτους από την αποφοίτηση. Δεν προβλέπει δηλαδή ρύθμιση στο νόμο πλαίσιο για τους «αιώνιους φοιτητές», την περνά όμως πλαγίως ως κριτήριο της αξιολόγησης, που θα φέρει και το άρωμα της «αυτονομίας» του Πανεπιστήμιου. Οπως και το δεύτερο κριτήριο υποκρύπτει την υποταγή του Πανεπιστήμιου στις ανάγκες της αγοράς, που θα καθορίζει και τα γνωστικά αντικείμενα.
Στο ίδιο μήκος κύματος με τον Καραμανλή προσδιόρισε την ανώτατη Παιδεία ως ζήτημα ατομικών επιλογών, με τον φοιτητή να διαμορφώνει μόνος του την «ιδιαιτερότητα του πτυχίου του», εκμεταλλευόμενος την «κινητικότητα» μεταξύ και των διαφόρων τμημάτων και προφανώς το σύστημα των πιστωτικών μονάδων. Ζήτησε την κατάργηση του ενός διδακτικού συγγράμματος και το πέρασμα όλων των συγγραμμάτων στο διαδίκτυο, ενώ αγκωνάρι και πάλι για το μέλλον της Παιδείας θεώρησε τη σύνδεση της Παιδείας με την παραγωγή και τη «συνεργασία, συνέργεια, συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην έρευνα».
Ο Παπανδρέου απέδειξε επίσης ότι παραμένει σταθερά προσηλωμένος στους ταξικούς φραγμούς, που λειτουργούν απαγορευτικά για τα παιδιά των φτωχών λαϊκών στρωμάτων να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο. Αφού πρώτα είπε τις γνωστές φιοριτούρες για αλλαγή της πρόσβασης, για «εγγυημένο ποσό από το κράτος ίσο με το κόστος σπουδών για κάθε απόφοιτο Λυκείου», στη συνέχεια αναφέρθηκε στη «λυπητερή», που είναι το δικαίωμα των ΑΕΙ-ΤΕΙ να καθορίζουν αυτά τους όρους εισαγωγής και οι όροι αυτοί να διαφοροποιούνται από κλάδο σε κλάδο. Δηλαδή το Πολυτεχνείο π.χ. να βάζει βάση το 18 ή συντελεστές βαρύτητας σε βασικά μαθήματα, η Ιατρική άλλα αντίστοιχα διόδια κ.ο.κ.
Κάνοντας ρελάνς ο Καραμανλής στη δευτερολογία του, πήρε στο ψιλό τον Γιωργάκη για τις σχοινοβατικές ακροβασίες του στο άρθρο 16, απορρίπτοντας τα του δημοψηφίσματος.
Λόγω της επίθεσης που δέχθηκε από ΣΥΝ και Περισσό, εμφανίστηκε απολογητικός σε σχέση με τις προθέσεις των «μεταρρυθμίσεών του», λέγοντας και ξαναλέγοντας ότι αυτές δεν συντείνουν στην ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης.
Το καλό δε το φύλαγε για το τέλος. Συνέδεσε ξεδιάντροπα τις «μεταρρυθμίσεις» με την αύξηση των δαπανών, εκβιάζοντας ανοιχτά την εκπαιδευτική κοινότητα και την εργαζόμενη κοινωνία.
Γιούλα Γκεσούλη