Νέο τελεσίγραφο (μετά το πρώτο που εξέπνευσε στις 30 του Σεπτέμβρη 2021) έδωσε η Κεραμέως στους Πρυτάνεις να προτείνουν ως τις 31 του Μάρτη τα τμήματα που πρέπει να συγχωνευτούν-καταργηθούν.
Ο «εξορθολογισμός» του ακαδημαϊκού χάρτη της υπουργού Παιδείας και του Μητσοτάκη καμιά σχέση δεν έχει με την ακαδημαϊκότητα των πανεπιστημιακών σπουδών, την ουσιαστική, ανοιχτοχέρα χρηματοδότηση, την κατανομή, δομή και λειτουργία των πανεπιστημίων ώστε να προωθείται απρόσκοπτα η επιστήμη και η έρευνα, την «παραγωγή» επιστημόνων με πλατιά και στέρεα επιστημονικά εφόδια και πραγματικά άξια και «βαριά» πτυχία.
- Εχει να κάνει με την πενιχρότατη κρατική χρηματοδότηση, η οποία μάλιστα παρέχεται υπό την αίρεση της «αξιολόγησης» και σε ποσοστό 80% κατανέμεται με βάση «αντικειμενικά κριτήρια», ενώ το υπόλοιπο 20% διατίθεται μόνο εάν το Πανεπιστήμιο πιάσει τα «ποιοτικά» κριτήρια, που για το θεαθήναι μόνο τίθενται από τα ίδια τα Ιδρύματα, όταν είναι γνωστό ότι οι πιέσεις είναι αφόρητες, καθώς οι άξονες είναι προαποφασισμένοι.
- Εχει να κάνει με τη στρατηγική της κυβέρνησης-πολιτικού εκπροσώπου των καπιταλιστών, που χαράσσεται κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της διεθνούς στρατηγικής του κεφαλαίου και των κυβερνήσεών του για τα ανώτατα ιδρύματα. Και η στρατηγική αυτή αφορά ερευνητική δραστηριότητα με λόγο, συμμετοχή και προς όφελος των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, ιδιωτικοοικονομική λειτουργία, προσανατολισμό προγραμμάτων σπουδών σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς, προσέλκυση φοιτητών-πελατών με προπτυχιακά ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών, προγράμματα σπουδών-σούπα, μεταπτυχιακά με δίδακτρα, κ.λπ., που καλύπτονται κάτω από άχρωμους όρους όπως «διεθνοποίηση» και «εξωστρέφεια».
Γι’ αυτό και η Κεραμέως στο τελεσίγραφό της δίνει σαφείς οδηγίες προς τα πού πρέπει να κατευθύνουν τα πανεπιστημιακά ιδρύματα τις προτάσεις τους για συγχωνεύσεις-καταργήσεις των τμημάτων:
Τα «κριτήρια» που αφορούν την «πληρότητα για την κάλυψη του γνωστικού αντικειμένου», «την κάλυψη του εύρους του επιστημονικού πεδίου», «την εξέλιξη του γνωστικού αντικειμένου που θεραπεύει το Τμήμα» μπαίνουν απλά ως προπέτασμα καπνού, ως ξεκάρφωμα, αφού είναι γνωστό ότι το υπουργείο Παιδείας ετοιμάζει τα τριετή προγράμματα σπουδών, τις σπουδές-σούπα με επιλογή μαθημάτων-πιστωτικών μονάδων από διάφορα επιστημονικά αντικείμενα και τα πτυχία συνδεδεμένα με τις ευκαιριακές ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς. Είναι μεγάλα και ψεύτικα λόγια για να καλυφθεί η συμπόρευση με την κακόφημη Μπολόνια, εξ ου και υποδεικνύεται στα πανεπιστημιακά ιδρύματα να λάβουν υπόψη τους «συγκριτικά στοιχεία σχετικά με αντίστοιχα προγράμματα σπουδών στον ευρωπαϊκό και διεθνή ακαδημαϊκό χώρο».
Αντίθετα, εξαιρετική σημασία για την υλοποίηση της στρατηγικής κυβέρνησης-υπουργείου Παιδείας, σύμφωνα με όσα περιγράψαμε, είναι
- α) τα λεγόμενα «στοιχεία βιωσιμότητας», όπως «το ενδιαφέρον υποψηφίων τα τελευταία έτη λειτουργίας τους», «τα αποτελέσματα της εφαρμογής του συστήματος της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής», «η διεξαγωγή έρευνας», «η οργάνωση προγραμμάτων σπουδών β ́ και γ ́ κύκλου», «η λειτουργία εργαστηρίων και σε ποιο βαθμό αυτά αναπτύσσουν τυχόν παροχή υπηρεσιών προς τρίτους».
Στους στόχους αυτούς αξίζει να υπενθυμίσουμε τον σημαντικότατο ρόλο που έπαιξε η εφαρμογή της καρμανιόλας της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής. Το εγκληματικό αυτό μέτρο, που υπερασπίζεται με πάθος η Κεραμέως όσο και ο ίδιος ο Μητσοτάκης, καθώς αποτελεί δαμόκλειο σπάθη πάνω από τα κεφάλια των παιδιών της εργαζόμενης κοινωνίας, που συνεχίζει να εμφανίζει ισχυρή τάση για πανεπιστημιακές σπουδές, αποψίλωσε τα Πανεπιστήμια από τεράστιο αριθμό υποψηφίων, προλειαίνοντας το έδαφος για την κατάργηση τμημάτων τους.
Συγκεκριμένα αποκεφάλισε 22.252 υποψήφιους των ΓΕΛ που έδωσαν πανελλαδικές (ποσοστό 29,5%), ενώ ακόμη 2.107 υποψήφιοι αυτής της κατηγορίας (ποσοστό 2,79%), παρόλο που υπέβαλαν το μηχανογραφικό δελτίο, δεν κατάφεραν να μπουν σε κάποια από τις σχολές της επιλογής τους. Αρα συνολικά 24.359 υποψήφιοι (ποσοστό 32,29%) κρίθηκαν από τη διαδικασία ανίκανοι να φοιτήσουν σε κάποιο δημόσιο Ιδρυμα. Συνολικά δε, 40.229 υποψήφιοι έμειναν εκτός των ΑΕΙ και έμειναν κενές πάνω από 17.000 θέσεις εισακτέων.
- β) «τα στοιχεία πρόσβασης των αποφοίτων στην αγορά εργασίας καθώς και ο βαθμός απορρόφησής τους σε αυτήν».
Κυβέρνηση και υπουργείο Παιδείας παριστάνουν τον Πόντιο Πιλάτο, που δεν έχει σχέση με την διαχείριση του συστήματος για λογαριασμό του κεφαλαίου. Μας λένε πως δεν φταίει η τεράστια ανεργία γενικά αλλά και των πτυχιούχων, που είναι σύμφυτη με τον καπιταλισμό και οξύνεται σε περιόδους κρίσης, που επηρεάζει τις «προτιμήσεις» των υποψηφίων. Για να μη μιλήσουμε για τις «ανάγκες της αγοράς», που έχουν σχέση με την επιδιωκόμενη αύξηση της κερδοφορίας των καπιταλιστών και όχι με τις πραγματικές ανάγκες της εργαζόμενης κοινωνίας.
- γ) «τα στοιχεία αναπτυξιακών δράσεων κάθε ακαδημαϊκής μονάδας», όπως «οι δράσεις εξωστρέφειας και διεθνοποίησης των ακαδημαϊκών μονάδων» και «η ύπαρξη συνεργασιών με άλλα Πανεπιστήμια, ερευνητικούς και λοιπούς φορείς».
Ολα αυτά δεν είναι ξεκομμένα από τη συμπόρευση με τις κατευθύνσεις της Διακήρυξης της Μπολόνια για τριετείς προπτυχιακές σπουδές και συγκέντρωση πιστωτικών μονάδων και από δομές εκτός τυπικής εκπαίδευσης, κατευθύνσεις που υλοποιούνται σε μεγάλο βαθμό από τα ξένα πανεπιστήμια και αντικειμενικά οδηγούν σε υποβάθμιση των πανεπιστημιακών σπουδών στη χώρα μας.
Προφανώς, η Κεραμέως, αναφέρεται και στα μεταπτυχιακά, αλλά και προπτυχιακά ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών με δίδακτρα, που προσελκύουν φοιτητές-πελάτες και αποτελούν κριτήριο σκληρής «ανταγωνιστικότητας» των πανεπιστημίων και κατάταξης στις διεθνείς λίστες.
Κοντολογίς, όσα επικαλείται το υπουργείο Παιδείας για την «άκριτη πανεπιστημιοποίηση των ΤΕΙ» από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για την «αλληλοεπικάλυψη αρκετών γνωστικών αντικειμένων από διαφορετικά Πανεπιστήμια», κ.λπ. δεν βασίζονται σε ειλικρινές ενδιαφέρον.
Οσο για την Αρχή που θα εξετάσει τις «απαιτούμενες προϋποθέσεις βιωσιμότητας» των Ιδρυμάτων, κάθε άλλο παρά «ανεξάρτητη» είναι (νόμος 4009/2011).
Θυμίζουμε απλά ότι τον πρώτο λόγο έχουν τα όργανα που δημιουργούνται εντός της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης και είναι τα εξής:
- Το Ανώτατο Συμβούλιο, τα μέλη του οποίου ορίζονται με απόφαση του υπουργού Παιδείας. Αποφασίζει για την «αναδιάρθρωση του ακαδημαϊκού χάρτη» (συγχωνεύσεις-καταργήσεις), την κατανομή του πετσοκομμένου ετήσιου προϋπολογισμού επιχορήγησης των ΑΕΙ (με κριτήρια τους «αντικειμενικούς δείκτες», όπως ο αριθμός των φοιτητών, η διάρκεια των προγραμμάτων σπουδών, η γεωγραφική θέση των πανεπιστημίων, κ.λπ.) και την κατανομή του 20% της χρηματοδότησης αυτής μέσω δεικτών αξιολόγησης [π.χ. «εξωστρέφεια», «ερευνητική δραστηριότητα», «ποιότητα σπουδών» (στην ποιότητα σπουδών, προφανώς, θα συμπεριλαμβάνεται ο αριθμός των «ενεργών» φοιτητών, οι «αιώνιοι» φοιτητές, ο χρόνος αποφοίτησης, κ.ά.)].
- Το Συμβούλιο Αξιολόγησης και Πιστοποίησης, που αξιολογεί, με τη συνδρομή και των «κοινωνικών εταίρων», τα ΑΕΙ και το εάν πληρούν τις ποιοτικές προϋποθέσεις ακόμη και για να οργανώνουν προγράμματα σπουδών α’, β’ και γ’ κύκλου, τις ερευνητικές μονάδες και πιστοποιεί ως εξωτερικός κέρβερος τα εσωτερικά συστήματα διασφάλισης της ποιότητας, τα προγράμματα σπουδών -τα μελλοντικά και τα ήδη υπάρχοντα-, ενώ διενεργεί και θεματικές αξιολογήσεις (π.χ. στρατηγική διεθνοποίησης, ισότητα των φύλων, πρόσβαση ΑμεΑ).
Γιούλα Γκεσούλη