Διαβάζουμε συνεχώς στις αστικές εφημερίδες για «κερδοσκόπους» και για εμπορικές επιχειρήσεις που κινούνται «στα όρια της αισχροκέρδειας». Από έρευνα της Τραπέζης της Ελλάδος –λένε– προκύπτει ότι το περιθώριο μικτού κέρδους των επιχειρήσεων λιανικού και χονδρικού εμπορίου καταναλωτικών αγαθών για το 2007 ξεπέρασε το 25%, όταν για την ίδια χρονιά το περιθώριο αυτό για τη βιομηχανία ήταν μόλις 14,3%. Οτι το περιθώριο καθαρού κέρδους στο εμπόριο το 2007 αυξήθηκε στο 7,2% από 5,5%, που ήταν το 2006.
Αφήνοντας στην άκρη το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός χονδρεμπορικών επιχειρήσεων είναι κλάδοι των βιομηχανιών (εμφανίζονται ως ανεξάρτητες για φορολογικούς κυρίως λόγους), αφήνοντας επίσης στην άκρη το γεγονός ότι δεν υπάρχει πλέον ο παλιός διαχωρισμός ανάμεσα σε βιομήχανους και εμπόρους (απόδειξη ότι συνυπάρχουν εδώ και χρόνια στο ΣΕΒ), μένουμε στην ουσία:πώς ορίζεται η «αισχροκέρδεια» ή έστω το «υπερβολικό κέρδος»; Η λογική του καπιταλισμού λέει πως μια επιχείρηση επιδιώκει το μέγιστο δυνατό κέρδος. Η επίκληση κάποιας αόριστης ηθικής στους κανόνες της αγοράς είναι σκέτη ανοησία και προσφέρεται μόνο ως τροφή για αφελείς.
Η ίδια η αγορά καθορίζει το επίπεδο των τιμών. Αυτοί που ηθικολογούν σήμερα μιλώντας για «αισχροκέρδεια» και τα συναφή δεν είναι οι ίδιοι που εξεστράτευαν ενάντια στον «κρατικό παρεμβατισμό» και διαβεβαίωναν το πόπολο πως ο ανταγωνισμός θα φέρει την πτώση των τιμών; Πώς, λοιπόν, σήμερα μιλούν για «ολιγοπώλια» και «καρτέλ»; Κι αφού είναι έτσι, γιατί δεν εισηγούνται τη λήψη μέτρων από το κράτος, την επιβολή διατίμησης και ανώτατου ποσοστού κέρδους τουλάχιστον στα είδη πρώτης ανάγκης;
Εχει γίνει φανερό, ότι σε όλη αυτή τη φιλολογία πρωτοστατούν μερικά παπαγαλάκια του ΣΕΒ, που έχει τις δικές του κόντρες με την Ενωση των μεγάλων σουπερμαρκετάδων. Ομως, αν δει κανείς τις επεξεργασίες της Stat Bank, με βάση τα στοιχεία των ίδιων των επιχειρήσεων, θα διαπιστώσει ότι το 2007 η συνολική κερδοφορία 1.700 βιομηχανικών επιχειρήσεων επιταχύνθηκε με 15% σε σχέση με το 2006. Ο συνολικός τζίρος τους αυξήθηκε κατά 8,8%, επομένως, τα κέρδη αυξήθηκαν σε ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από την αύξηση του τζίρου. Αν μείνουμε μόνο στις κερδοφόρες 1380 επιχειρήσεις, θα δούμε ότι ο τζίρος τους αυξήθηκε κατά 10%, ενώ τα κέρδη τους κατά 22,5% (υπερδιπλάσια αύξηση).
Επομένως, είτε με την αύξηση της εκμετάλλευσης είτε με την αύξηση των τιμών πάνω από την αξία των εμπορευμάτων, οι καπιταλιστές καταφέρνουν ν’ αυξήσουν τα κέρδη τους. Το παιχνίδι του μοιράσματος της υπεραξίας ανάμεσα σε βιομήχανους, εμπόρους και τραπεζίτες δεν αφορά την εργατική τάξη, γιατί γι’ αυτή το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Ακόμη, πρέπει να συνυπολογιστεί η αναδιανομή εισοδήματος που γίνεται από το κράτος προς όφελος του κεφάλαιου. Πρώτα το ΠΑΣΟΚ και μετά η ΝΔ μείωσαν το συντελεστή φορολόγησης των καπιταλιστικών κερδών, που σήμερα είναι μόλις 25%. Ταυτόχρονα, αύξησαν την αντιλαϊκή έμμεση φορολογία, με αποτέλεσμα ο εργαζόμενος να καταθέτει στο κράτος ένα σημαντικό μέρος του μισθού του, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου πηγαίνει στα ταμεία των καπιταλιστών, είτε άμεσα (επιχορηγήσεις και κίνητρα) είτε έμμεσα (με τη νομή του κράτους από προμηθευτές και εργολάβους).
Αν κοιτάξει κανείς τα οικονομικά έντυπα, θα διαπιστώσει ότι όλο και πιο συχνά γίνεται λόγος για κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού. Πρόκειται για έναν όρο της αστικής πολιτικής οικονομίας που υποδηλώνει ταυτόχρονα υψηλό πληθωρισμό με μείωση της παραγωγής και αύξηση της ανεργίας. Αυτό είναι το κλασικό σχήμα σε όλες τις περιόδους κρίσης στη φάση του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Οι τιμές δεν πέφτουν πλέον σε περιόδους κρίσης, διότι δεν λειτουργεί ο παλιός ελεύθερος ανταγωνισμός. Οι τιμές καθορίζονται μονοπωλιακά σε επίπεδα σημαντικά πάνω από την αξία τους, ενώ παράλληλα οι μισθοί και το μεροκάματα συμπιέζονται κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης. Ετσι, μέσω αυτής της διπλής κίνησης, το κεφάλαιο καταφέρνει να αυξάνει το ποσοστό του κέρδους και έτσι η μάζα του κέρδους να παραμένει σταθερή ή να μεγαλώνει, αν και ο τζίρος πέφτει σχετικά. Στην άμεση σχέση εργαζόμενων-καπιταλιστών μόνο η αύξηση των μισθών μπορεί ν’ αποσοβήσει αυτή την εξέλιξη, ενώ στη σχέση εργαζόμενων-κράτους απαιτείται η μείωση της έμμεσης φορολογίας.