Ενα χρόνο μετά την αποχώρηση των Σιωνιστών από τη Λωρίδα της Γάζας και έξι σχεδόν χρόνια μετά το ξέσπασμα της δεύτερης Ιντιφάντα, η ισραηλινοπαλαιστινιακή σύρραξη εξακολουθεί να μαίνεται και να κλιμακώνεται επικίνδυνα. Οι Σιωνιστές, βλέποντας όλα αυτά τα χρόνια ότι δεν κατόρθωσαν να επιβάλουν, μέσω των συμβιβαστικών ηγεσιών της Παλαιστινιακής Αρχής, το σχηματισμό ενός παλαιστινιακού «κράτους» υπό την πλήρη κηδεμονία τους, αποφάσισαν να ακολουθήσουν το δρόμο της ανοιχτής σύγκρουσης για να επιβάλουν τους στόχους τους. Ετσι, προχώρησαν σε ένα άνευ προηγουμένου μπαράζ δολοφονικών επιθέσεων κατά των μαχητών όλων ανεξαιρέτως των ένοπλων οργανώσεων της παλαιστινιακής αντίστασης (τις ονόμασαν «στοχευμένες επιθέσεις»), σκοτώνοντας εκατοντάδες Παλαιστίνιους μαχητές και ηγετικά στελέχη όλων των ριζοσπαστικών ένοπλων οργανώσεων (συμπεριλαμβανομένων των ηγετών της Χαμάς, της Τζιχάντ, του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, των Επιτροπών Λαϊκής Αντίστασης, μέχρι και της ένοπλης ομάδας που πρόσκειται στη Φατάχ, των Ταξιαρχιών του Αλ-Ακσα).
Ταυτόχρονα, ξεκίνησαν να οριοθετούν τα αυριανά σύνορα του ισραηλινού κράτους, προχωρώντας πυρετωδώς στην κατασκευή του «τείχους του αίσχους», μήκους 700 χιλιομέτρων (τα 360 χιλιόμετρα έχουν ήδη κατασκευαστεί, ενώ η κατασκευή άλλων 90 χιλιομέτρων βρίσκεται σε εξέλιξη), που όταν ολοκληρωθεί το 8.5% της Δυτικής Οχθης θα βρίσκεται μεταξύ του τείχους και της λεγόμενης «πράσινης ζώνης», που αποτελεί τα αυριανά σύνορα του ισραηλινού κράτους, ενώ ετοιμάζονται για μονομερή «αποχώρηση» απ’ τη Δυτική Οχθη με την προσάρτηση των μεγαλύτερων εποικισμών στο Ισραηλινό κράτος και τη διάλυση κάποιων μικρότερων (με τη μεταφορά των εποίκων τους σε πολυτελείς κατοικίες εντός του Ισραήλ).
Η νίκη της Χαμάς στις εκλογές του περασμένου Γενάρη αποτέλεσε για τους Σιωνιστές την «επιβεβαίωση» της τακτικής τους, ότι δηλαδή δεν υπάρχει έδαφος στην Παλαιστινιακή Αρχή για μεγάλες υποχωρήσεις. Ετσι, όλο αυτό το διάστημα αδιαφόρησαν πλήρως για την αναβίωση οποιασδήποτε «ειρηνευτικής διαδικασίας» και δε θέλησαν να χρησιμοποιήσουν ούτε καν την υποχωρητική στάση τμήματος της ηγεσίας της Χαμάς, απορρίπτοντας κάθε πρόταση για εκεχειρία. Ακόμα και η υιοθέτηση του κειμένου των πέντε Παλαιστίνιων κρατουμένων από την κυβέρνηση της Χαμάς, κειμένου που έκανε λόγο για τη δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους στη Δυτική Οχθη και τη Λωρίδα της Γάζας, θέση που αποτελεί μία ντε φάκτο αναγνώριση του Ισραήλ, και η παραχώρηση στον Αμπάς της δικαιοδοσίας των διαπραγματεύσεων με το Ισραήλ, τους άφησε παγερά αδιάφορους.
Το γιατί ακολούθησαν αυτή την τακτική (και μάλιστα όχι μόνο οι «υπερσυντηρητικοί» του Λικούντ, αλλά και οι διάδοχοί τους στους κυβερνητικούς θώκους, μεταξύ των οποίων και ο πρώην «αρχισυνδικαλιστής», Αμίρ Πέρετζ) δεν είναι και πολύ δύσκολο να το αντιληφθεί κανείς. Απ’ τη στιγμή που ο Αμπάς (αν και χαίρει μεγάλης εκτίμησης στους κόλπους της ισραηλινής ηγεσίας) δεν κατόρθωσε να διαλύσει τις ένοπλες οργανώσεις (πόσο μάλλον η συμβιβαστική πτέρυγα της Χαμάς, που δε μπορεί να υποχωρήσει πέρα από ένα όριο, που της θέτουν οι μαχητές της κι ο λαός που την ψήφισε), κάθε «ειρηνευτική διαδικασία» είναι εύλογο να θεωρείται μάταιη από τους Σιωνιστές, γιατί θα κινδυνεύει να καταρρεύσει, όπως έγινε με το ξέσπασμα της δεύτερης Ιντιφάντα το Σεπτέμβρη του 2000. Στους Σιωνιστές δε φτάνει μόνο η αναγνώριση του Ισραήλ απ’ τους Παλαιστίνιους, αλλά θέλουν και την αναγνώριση και των προηγούμενων συμφωνιών που συνεπάγονται τη διάλυση όλων των ένοπλων ομάδων (πέραν της αστυνομίας της Παλαιστινιακής Αρχής) και την υποταγή του Παλαιστινιακού λαού στη Σιωνιστική και Αμερικάνικη πολιτική. Γιατί γνωρίζουν ότι ο σχηματισμός ενός Παλαιστινιακού κράτους θα τους φέρει άλλα προβλήματα, εφόσον χιλιάδες εργάτες θα συνεχίσουν να συρρέουν στο Ισραήλ για δουλειά με εξευτελιστικά μεροκάματα, χάνοντας τη μισή μέρα τους στα μπλόκα που αναγκαστικά θα υπάρχουν στα σύνορα, χιλιάδες αγρότες θα διαμαρτύρονται για την εκμετάλλευση των υδάτινων πόρων απ’ το Ισραήλ και εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες δε θα μπορούν να γυρίσουν στις εστίες των πατεράδων τους, εφόσον πολλές απ’ αυτές θα είναι μέσα στα σύνορα του ισραηλινού κράτους (οι Σιωνιστές δεν θα δεχτούν ποτέ να βάλουν στο «σπίτι τους» το «δυναμίτη» που αποτελούν οι πρόσφυγες).
Με όλα αυτά τα προβλήματα (που πηγάζουν απ’ τα ληστρικά συμφέροντα των Σιωνιστών στην περιοχή κι όχι απ’ την Παλαιστινιακή «τρομοκρατία») πώς θα μπορεί να κοιμάται ήσυχο το Τελ Αβίβ, ότι κάποια στιγμή δε θα ξεσπάσει μια νέα Ιντιφάντα, ακόμα και μέσα στο έδαφός του; Γι’ αυτό λοιπόν γίνεται τόσος ντόρος απ’ την Ισραηλινή κυβέρνηση για να διαλυθούν οι Παλαιστινιακές αντάρτικες ομάδες που θα είναι οι πρώτες που θα προβάλουν αντίσταση.
Ομως, αυτό που δεν έχουν αντιληφθεί στην ολότητά του οι Σιωνιστές (ή μάλλον δεν θέλουν να αποδεχτούν) είναι ότι πολεμούν ανθρώπους που δεν έχουν να χάσουν τίποτα πέρα από τη δυστυχία τους. Γι’ αυτό και όσο σκληρή κι αν είναι η δράση ενάντιά τους, όσους κι αν δολοφονήσουν ή αφήσουν άστεγους, δεν θα καταφέρουν ποτέ να σταματήσουν την Αντίσταση που πότε φουσκώνει και πότε καταλαγιάζει, ποτέ όμως δεν τερματίζεται τελεσίδικα κι ολοκληρωτικά. Το μόνο που καταφέρνουν είναι να ενισχύουν τα ριζοσπαστικά στοιχεία της Αντίστασης και να συσπειρώνουν τον κόσμο γύρω τους.
Απ’ αυτή την άποψη, είναι χαρακτηριστική η δημοσκόπηση που έκανε το «Κέντρο Ενημέρωσης και Επικοινωνίας της Ιερουσαλήμ» (που δημιουργήθηκε το 1988 από Παλαιστίνιους δημοσιογράφους και ερευνητές) σε 1197 άτομα από τη Δυτική Οχθη και τη Λωρίδα της Γάζας, λίγο μετά την αιχμαλωσία του ισραηλινού στρατιώτη από Παλαιστίνιους μαχητές. Το αποτέλεσμα αυτής της δημοσκόπησης ήταν ένα ηχηρό χαστούκι για τους οπαδούς της υποταγής. Με ένα 77.2% των ερωτηθέντων να συμφωνεί με την αιχμαλωσία και ένα πολύ υψηλό ποσοστό (το 60.4%) να υπερασπίζεται ακόμα και την εκτόξευση ρουκετών κατά του Ισραήλ, ο Παλαιστινιακός λαός δείχνει ότι δεν υποτάσσεται. Μπορεί να αναγνωρίζει ότι δεν είναι δυνατό να καταστρέψει το Ισραήλ (πράγμα που έδειξε ο φόβος της Χαμάς να γίνει δημοψήφισμα πάνω στο κείμενο των πέντε κρατουμένων, γιατί μάλλον θα εγκρίνονταν πανηγυρικά) και να δέχεται να σχηματίσει το κράτος του στα δύο κομμάτια γης που του έχουν αφήσει (χωρίς όμως ποτέ να ξεχνάει τα 4 εκατομμύρια των αδελφών του στην προσφυγιά), όμως ο Παλαιστινιακός λαός δε φαίνεται διατεθειμένος να κάνει ρούπι πιο πίσω.
«Μετά την ισραηλινή αποχώρηση απ’ τη Γάζα – έγραφαν οι Τάιμς της Νέας Υόρκης την περασμένη Κυριακή – οι Παλαιστίνιοι έχουν εκτοξεύσει γύρω στις 700 ρουκέτες προς το Βόρειο Ισραήλ, προκαλώντας τραυματισμούς και καταστροφές, όχι όμως θανάτους. Οι Παλαιστίνιοι εκτοξεύουν τις περισσότερες ρουκέτες γύρω και μέσα από δύο αγροτικές πόλεις της βόρειας Γάζας, τη Μπέιτ Χανούν και τη Μπέιτ Λάχια, οι οποίες σε αντίποινα έχουν χτυπηθεί σκληρά απ’ τις ισραηλινές επιθέσεις. Πολλοί απ’ τους κατοίκους τους ανήκουν σε νοικοκυριά που ζουν απ’ τα οπωροφόρα δέντρα, λεμονιές και πορτοκαλιές, για γενιές ολόκληρες. Σε αντίθεση, οι μαχητές που εκτοξεύουν ρουκέτες δείχνουν να έρχονται από τις φτωχογειτονιές μέσα και γύρω απ’ την πόλη της Γάζας, αρκετά μίλια νοτιότερα. Τα οπωροφόρα δέντρα επέτρεπαν στους μαχητές να πλησιάζουν αρκετά στα σύνορα για να φτάσουν τους στόχους τους στο Ισραήλ και οι ατέλειωτες σειρές δέντρων τους έδιναν κάλυψη. Οταν οι ισραηλινές μπουλντόζες άρχισαν να ξεριζώνουν τα οπωροφόρα δέντρα, πριν από μερικά χρόνια, μερικοί Παλαιστίνιοι κάτοικοι στις πόλεις αντιπαρατέθηκαν με τους μαχητές κι ακόμα πάλεψαν μαζί τους όταν αυτοί προσπάθησαν να εκτοξεύσουν ρουκέτες. “Ομως, όταν βλέπουμε αυτή την ισραηλινή κλιμάκωση, πιστεύω ότι όλα τα μέσα αντίστασης είναι δικαιολογημένα”, είπε ο Σαΐντ Αλ-Μάσρι, ένας 38χρονος μηχανικός απ’ την Μπέιτ Χανούν. Σήμερα, με την ένταση να βράζει, η υποστήριξη στις ρουκέτες είναι πλατιά στις βόρειες πόλεις (σ.σ. της Λωρίδας της Γάζας) ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι οι τοπικές κοινότητες θα υποφέρουν από μία ακόμα μεγάλη επίθεση των Ισραηλινών. Η Καντίγια Αμπού Οντά, μία 57χρονη κάτοικος της Μπέιτ Χανούν, είπε ότι το σπίτι της είχε καταστραφεί κατά τη διάρκεια μιας ισραηλινής επίθεσης πριν από δύο χρόνια, και σήμερα, “Δεν έμεινε τίποτα για να χάσουμε. Ελπίζω να μπορέσουμε να ρίξουμε ρουκέτες στο Τελ-Αβίβ”».
Κώστας Βάρλας