Ξαφνικά τα βλέμματα της υφηλίου στρέφονται πάνω στο Αφγανιστάν. Οι Ταλιμπάν μπήκαν ξημερώματα δεκαπενταύγουστου στην Καμπούλ. Στις 12 Αυγούστου είχαν καταλάβει την Κανταχάρ στο Νότο, τη δεύτερη πόλη σε πληθυσμό, και την Χεράτ βορειοδυτικά, την τρίτη πόλη σε πληθυσμό, καθώς και άλλες πόλεις του Αφγανιστάν. Η αντίσταση του κυβερνητικού στρατού ήταν ασήμαντη. Οι πολέμαρχοι που τον διοικούσαν είτε συνθηκολόγησαν με τους Ταλιμπάν, παραδίδοντας τα όπλα τους, είτε προσχώρησαν στο στρατό τους. Η προέλαση προς την Καμπούλ ήταν ζήτημα ημερών, τελικά αποδείχτηκε ωρών. Στην πρωτεύουσα δεν έπεσε ούτε τουφεκιά. Είναι ηλίου φαεινότερον, κόντρα στα γκεμπελικά ψεύδη των διεθνών και ντόπιων ΜΜΕ, ότι η μεγάλη πλειοψηφία του λαού του Αφγανιστάν στήριξε τον εθνικοαπελευθερωτικό στρατό των Ταλιμπάν, προσφέροντάς τους με χαρά το δάφνινο στεφάνι της νίκης, αλλιώς οι τελευταίοι δεν θα προήλαυναν με αυτήν την αστραπιαία ταχύτητα από την ύπαιθρο και τα κακοτράχαλα βουνά του Αφγανιστάν προς την Καμπούλ μέσα σε τρεις μόνο μήνες.
Ο δοτός πρόεδρος του Αφγανιστάν Ασραφ Γκάνι, στέλεχος άλλοτε της Παγκόσμιας Τράπεζας, έκανε έκτακτο διάγγελμα στις 14 Αυγούστου, τονίζοντας ότι παλεύει για την αναδιοργάνωση του στρατού. Ηταν ο πρώτος που έφυγε από τη χώρα ξημερώματα 15 Αυγούστου με κατεύθυνση το Τατζικιστάν, δίνοντας το μήνυμα ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα για όσους υψηλόβαθμους συνεργάστηκαν με τους εισβολείς. Σύμφωνα με ρωσικές διπλωματικές πηγές που βρίσκονται στο Αφγανιστάν, οι συνεργάτες του γέμισαν τέσσερα αυτοκίνητα με σκληρό συνάλλαγμα σε μετρητά και κατευθύνθηκαν προς το αεροδρόμιο [1]. Το ελικόπτερο, όμως, που θα τον μετέφερε δεν χωρούσε όλα αυτά τα μετρητά και αρκετά τα παράτησαν επιτόπου. Το φευγιό αυτού του δοσίλογου που έγινε λαγός με τα λεφτά του αφγανικού λαού, είναι ενδεικτικό της ποιότητας των ανθρώπων που διοικούσαν το Αφγανιστάν καθώς και του καθεστώτος του Αφγανιστάν που είχαν επιβάλει οι ιμπεριαλιστές. Στην ουσία ήταν μάνατζερς σε μια χρεοκοπημένη εταιρία-βιτρίνα, διορισμένοι από τους αμερικανούς, προκειμένου να λεηλατούν τον πλούτο της χώρας.
Οι ξενόδουλοι των ΜΚΟ άρχισαν τα κροκοδείλια δάκρυα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, μήπως «συγκινήσουν» τη δυτική κοινή γνώμη. Για 50.000 αφγανούς αμάχους που πέθαναν από τις βόμβες των εισβολέων (το νούμερο αυτό είναι σύμφωνα με τις δυτικές εκτιμήσεις, οι νεκροί είναι πολύ περισσότεροι) τα τελευταία είκοσι χρόνια κι έχασαν ό,τι πολυτιμότερο έχει καταγραφεί στην κάρτα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το ίδιο το δικαίωμα στη ζωή, τσιμουδιά.
Από το βράδυ του δεκαπενταύγουστου πανικόβλητοι συνεργάτες των κατακτητών και ξενόδουλοι «ακτιβιστές» των ΜΚΟ επιχειρούν να λάβουν μια θέση σε κάποιο δυτικό αεροπλάνο στο Διεθνές Αεροδρόμιο της Καμπούλ (ονομάστηκε σε «Χαμίντ Καρζάϊ» το 2014, από το όνομα του πρώτου δοτού προέδρου του Αφγανιστάν που ακόμη …ζει) που οι Ταλιμπάν έχουν παραχωρήσει προσωρινά στους νατοϊκούς για να ξεκουμπιστούν από τη χώρα. Αμερικανοί πεζοναύτες πυροβολούν για εκφοβισμό. Δεν υπάρχουν θέσεις για μη δυτικούς στις πτήσεις εξόδου από το Αφγανιστάν. Oι εμπορικές πτήσεις σταμάτησαν. Το συνωστισμένο πλήθος πανικοβάλλεται και ο ένας ποδοπατάει τον άλλο με αποτέλεσμα οι νεκροί και οι τραυματίες να σωρεύονται. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Καμία αλληλεγγύη, κανένας «ανθρωπισμός» από τους «υπέρμαχους των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Το πλοίο βουλιάζει, ο καπετάνιος ήδη την έκανε με το συνάλλαγμα της χώρας, και τα ποντίκια τρέχουν πανικόβλητα να σωθούν.
Κάποιοι επιχειρούν να μπουν σε κοιλότητες του αεροπλάνου, το αεροπλάνα απογειώνονται και πέφτουν αναπόφευκτα στο κενό. Ετσι συμβαίνει με τους υπηρέτες των ιμπεριαλιστών. Οταν δεν τους χρειάζονται πια, τους εγκαταλείπουν σαν στυμμένες λεμονόκουπες. Οσο για τις νυφίτσες των διεθνών και ντόπιων ΜΜΕ που παίζουν προπαγανδιστικά με τις εικόνες από το αεροδρόμιο, σβήνοντας τις εκατόμβες νεκρών από τις βόμβες των εισβολέων και κατακτητών, καιρός να μιλήσουν για τα ανθρώπινα δικαιώματα που καταπατώνται στις αυλές των συμμάχων των γιάνκηδων: στη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, στο Κατάρ, στο Πακιστάν. Εχει και εκεί σαρία και βασανιστήρια, αλλά δεν ακούμε τίποτα είκοσι χρόνια τώρα.
Η δυτική κοινή γνώμη θα παραμείνει απαθής, δεν πείθεται πια ούτε κι αυτή από την γιάνκικη προπαγάνδα, που πλέον έχει εγκαταλειφθεί. Ο ίδιος άλλωστε ο «πλανητάρχης» Μπάϊντεν φρόντισε να ξεκαθαρίσει πως ο στόχος της εισβολής των αμερικανών το 2001 στο Αφγανιστάν ήταν ο Μπιν Λάντεν και η Αλ Κάιντα καθώς και να σταματήσει να συνιστά το Αφγανιστάν εφαλτήριο τρομοκρατίας στη Δύση και όχι η «εγκαθίδρυση της δημοκρατίας». Αλλα, βέβαια έλεγε τότε ο Μπους και η αμερικανική διοίκηση, αλλά κανείς δεν θέλει να θυμάται τις εξαγγελίες τους το 2001.
Η νίκη των Ταλιμπάν ήταν αναπόφευκτη. Γράφαμε στις 28 Ioύνη του 2021 ([2]):
«Από τον Μάη του 2021 ξεκίνησε μαζική αποχώρηση των Αμερικανών, η οποία εκτός απροόπτου προβλέπεται να ολοκληρωθεί τον επόμενο Σεπτέμβρη. Οι Ταλιμπάν πλέον ελέγχουν πάνω από το 50% του Αφγανιστάν και προωθούν ταχύτερα τις δυνάμεις τους σε νέα εδάφη, περικυκλώνοντας τις πόλεις όπου βρίσκονται στρατοπεδευμένες οι κυβερνητικές δυνάμεις. Αρκετές από τις δυνάμεις της δοτής κυβέρνησης παραδίδονται και εντάσσονται στις γραμμές των Ταλιμπάν χωρίς να δώσουν μάχη, άλλες οπισθοχωρούν στις πόλεις υπό το βάρος της προέλασης […]
Στο Αφγανιστάν οι γιάνκηδες υπέστησαν μια συντριπτική, ταπεινωτική ήττα που τα δυτικά παπαγαλάκια θέλουν να την αποκρύψουν, κρύβοντας την προέλαση των Ταλιμπάν κατά την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων. Οταν η σημαία των Ταλιμπάν θα κυματίζει στην Καμπούλ, ξαφνικά όλοι θα πέσουν από τα σύννεφα. Μπορεί η μέρα αυτή να αργήσει ακόμη, γιατί οι κυβερνητικές δυνάμεις ίσως αντισταθούν απεγνωσμένα στην Καμπούλ και σε άλλες πόλεις με ισχυρή οχύρωση, πλην όμως, όπως και στην περίπτωση του φιλορώσου πρόεδρου Μοχαμάντ Νατζιμπουλάχ το 1992, τελικά θα καταλήξουν χωρίς στήριξη από τους Αμερικανούς. Αργά ή γρήγορα, το ίδιο θα συμβεί και στο Ιράκ».
Οι αμερικανοί επέσπευσαν την αποχώρηση τον Ιούνη, ανακοινώνοντας στις 5 Ιούλη ότι η αποχώρηση έχει προχωρήσει ως διαδικασία πάνω από το 90%.
Τότε γράφαμε [3]:
«Στο Νότο του Αφγανιστάν η μια επαρχία μετά την άλλη παραδίδονται στους Ταλιμπάν. Χωρίς την αεροπορική κάλυψη των Αμερικανών, ο κυβερνητικός στρατός δεν μπορεί να σταματήσει την προέλαση των Ταλιμπάν στην ύπαιθρο, ούτε να κρατήσει τις κεντρικές αρτηρίες που ενώνουν τις περιφερειακές πόλεις. Οπότε οπισθοχωρεί αναγκαστικά στις πόλεις και προετοιμάζει την άμυνά του. Οι Ταλιμπάν δεν έχουν εξασφαλίσει ακόμη τη νίκη. Οταν αρχίσει η ασφυκτική περικύκλωση των πόλεων, θα φανούν οι πραγματικές αντοχές του κυβερνητικού στρατού. Η συνοχή των Ταλιμπάν είναι αδιαμφισβήτητη, όπως αδιαμφισβήτητο είναι και το έρεισμα που διαθέτουν στα φτωχά στρώματα της υπαίθρου. Αντιθέτως, ο κυβερνητικός στρατός μπορεί να αποδειχτεί μια συνένωση πολεμάρχων που χωρίς την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια των αμερικανών κατακτητών θα καταρρεύσει θεαματικά».
Τελικά ο κυβερνητικός στρατός αποδείχτηκε μια συνένωση πολεμάρχων που σιτίζονταν από το πρυτανείο της κεντρικής κυβέρνησης χωρίς ενιαία διοίκηση και δομή που κατέρρευσε θεαματικά εν μια νυκτί, όταν οι βασικές πόλεις στο Νότο και στο Βορρά παραδόθηκαν αμαχητί μετά την περικύκλωσή τους. Τα ιδεώδη τους, βέβαια δεν ήταν τα «ανθρώπινα δικαιώματα» και τα δικαιώματα των γυναικών, που οι ίδιοι παραβίαζαν συστηματικά, ακολουθώντας τους «πατροπαράδοτους» νόμους στην καθυστερημένη αφγανική ύπαιθρο, ήταν τα δολάρια του θείου Σαμ. Οι Ταλιμπάν τόσο καιρό καταλάμβαναν εγκαταλελειμμένες στρατιωτικές βάσεις με αμερικανικά όπλα που ήταν άθικτα. Ο αφγανικός στρατός δεν μπορούσε καν να αξιοποιήσει βαρέα όπλα, τανκς και ελικόπτερα που διέθεταν στο οπλοστάσιό τους. Ολα αυτά τα διαχειρίζονταν ο αμερικανικός στρατός και εργολαβικές στρατιωτικές αμερικανικές εταιρίες, που από τις 5 Ιούλη εγκατέλειψαν το Αφγανιστάν οριστικά.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτήν τη στιγμή οι αμερικανοί ακόμη μεταφέρουν το προσωπικό των πρεσβειών τους από τη χώρα. Δεν περίμεναν ούτε και οι ίδιοι την ταχύτητα κατάρρευσης του στρατού των δοσιλόγων που είχαν εξοπλίσει και εκπαιδεύσει. Ανέμεναν ότι ο αφγανικός στρατός θα αντέξει τουλάχιστον έναν μήνα. Σε καμία περίπτωση δεν ήθελαν να ξυπνήσουν μνήμες Σαϊγκόν. Ηθελαν το χρόνο τους για να απομακρυνθούν αθόρυβα από το Αφγανιστάν. Κι, όμως, κι εκεί την πάτησαν. Τα Σινούκ που μετέφεραν το προσωπικό πάνω από την αμερικανική πρεσβεία, οι εκρήξεις που ακούγονταν από τις φωτιές που έβαζαν στα έγγραφα και σε ευαίσθητο εξοπλισμό για να μην παραδοθούν στα χέρια των Ταλιμπάν, ακόμη και οι φωτογραφίες με τους απελπισμένους δοσίλογους που ποδοπατιούνται για να κερδίσουν μια θέση στα αεροπλάνα της αποχώρησης, ξύπνησαν τις μνήμες της Σαϊγκόν, τον εξευτελισμό του αμερικανικού στρατού και των συνεργατών του από μια δύναμη ανταρτών. Η δήλωση του υπουργού εξωτερικών των ΗΠΑ Αντονι Μπλίνκεν ότι η Καμπούλ δεν είναι Σαϊγκόν δέχτηκε αμέσως τη χλεύη των ίδιων των αμερικανών, που περιπαίζουν τις κυβερνητικές δηλώσεις των τελευταίων ημερών στα κοινωνικά δίκτυα.
Δεν ξεχνιόνται, άλλωστε, οι πρόσφατες δηλώσεις του «πλανητάρχη» Μπάϊντεν, ο οποίος δήλωνε στις 8 Ιούλη:
«Οι Ταλιμπάν είναι εξαιρετικά απίθανο να καταλάβουν όλη τη χώρα».
Αιτιολογούσε τη θέση του με το επιχείρημα ότι ο αφγανικός στρατός των 300.000 που εξόπλισαν και εκπαίδευσαν οι αμερικανοί είναι αξιόμαχος, καλά εξοπλισμένος, όπως όλοι οι τακτικοί στρατού του κόσμου, και διαθέτει και αεροπορία και έτσι σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ηττηθεί κατά κράτος από 75.000 μαχητές των Ταλιμπάν.
Ο Τραμπ έσπευσε κι αυτός να κάνει δήλωση κατηγορώντας τον Μπάϊντεν για την στρατιωτική ήττα που υπέστησαν οι δοσιλογικές δυνάμεις στο Αφγανιστάν, αλλά βέβαια ο Τραμπ είναι ο τελευταίος που δικαιούται να ομιλεί. Η δική του διοίκηση διαπραγματεύτηκε τους όρους της αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων το 2020 με τους Ταλιμπάν στη Ντόχα. Εκεί οι αμερικανοί έλαβαν τη δέσμευση των Ταλιμπάν ότι δεν θα δεχτούν επιθέσεις από τους τελευταίους κατά την αποχώρησή τους. Με αυτήν την διαπραγματευτική στάση, οι Ταλιμπάν, είχαν το ελεύθερο να κινηθούν, επιτιθέμενοι στις αφγανικές δοσιλογικές δυνάμεις χωρίς να φοβούνται αντεπιθέσεις των αμερικανών. Υπό αυτούς τους ευνοϊκούς όρους για την προέλασή τους, απελευθέρωσαν το Αφγανιστάν σε τρεις μήνες απ’ όταν ξεκίνησε η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων.
Η επιστροφή των Ταλιμπάν
Η οριστική ήττα τον Ταλιμπάν είχε προεξοφληθεί από τους περισσότερους δυτικούς δημοσιολόγους και όλες τις δυτικές κυβερνήσεις αμέσως μετά την οπισθοχώρησή τους λόγω της εισβολής των αμερικανικών και συμμαχικών νατοϊκών δυνάμεων το 2001 και την κατάκτηση της Καμπούλ τον Νοέμβρη μήνα από τον στρατό της Βόρειας Συμμαχίας, τους συνεργάτες των ναοτοϊκών εισβολέων.
Στα καθ’ ημάς, οι κατεξοχήν προβοκατορολόγοι, τα στελέχη του Περισσού, έπιαναν στασίδι στους τηλεοπτικούς σταθμούς για να μας πείσουν ότι οι Ταλιμπάν ήταν πιόνια των ΗΠΑ και ενεργούσαν με σχέδιο, προκειμένου να επιβάλουν την ατζέντα της διεθνούς της αντιτρομοκρατίας, ότι δήθεν τους αξιοποίησαν για να χτυπήσουν τους δίδυμους πύργους και αργότερα τους μάζεψαν! Ατολμοι και απρόθυμοι να δικαιολογήσουν ηθικά και να στηρίξουν πολιτικά μια πράξη εκδίκησης για τα λιβανέζικα χωριά που σφυροκοπούνταν ανελέητα από τα ισραηλινά ελικόπτερα, για τους παλαιστίνιους που έχυναν το αίμα τους, πολεμώντας με πέτρες και σφεντόνες τον ισραηλινό κατοχικό ζυγό στη Δεύτερη Ιντιφάντα, μια πράξη που προετοίμαζε τους λαούς της Ανατολής για μια νέα αναμέτρηση με τους ιμπεριαλιστές, προτίμησαν να συνασπιστούν με τους συνωμοσιολόγους, ουφολόγους και να βαπτίσουν την επίθεση στους δίδυμους πύργους έργο σχεδιασμένο από τους αμερικανούς.
Παραθέτουμε από τον «Ριζοσπάστη» του 2004 [4] (σ.σ.: οι επισημάνσεις δικές μας)
«Τι αποκαλύπτεται
Εντούτοις, τα τέσσερα αυτά χρόνια ο ορυμαγδός των αποκαλύψεων αναφορικά με τα πραγματικά ή μη περιστατικά της 11ης Σεπτέμβρη έχει καταστήσει ως κοινή συνείδηση της οικουμένης ότι μάλλον το παιχνίδι ήταν στημένο εξ αρχής – εξάλλου, όλοι γνωρίζουν πια ότι το Πεντάγωνο ποτέ δεν το χτύπησε κάποιο κατειλημμένο από αεροπειρατές αεροσκάφος ή ότι το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους ήταν άσκηση επί χάρτου της Ομοσπονδιακής Εταιρίας για την Αντιμετώπιση Εκτάκτων Αναγκών (FEMA) με ημερομηνία Ιούνης του 2000!»
Περιττό να πούμε ότι η συντάκτης του άρθρου αναπαρήγαγε χοντρά ψεκασμένα ψεύδη για το Πεντάγωνο. Τα ντοκουμέντα και οι φωτογραφίες της επίθεσης στο Πεντάγωνο έχουν δοθεί στη δημοσιότητα αρκετά χρόνια μετά την επίθεση, και ο καθένας μπορεί να τα τσεκάρει. Για την ιστορία, από την επίθεση στο Πεντάγωνο, αναφέρουμε ότι σκοτώθηκαν 189 άτομα, ανάμεσά τους και οι επιβάτες και το προσωπικό του αεροπλάνου που έκανε την επίθεση. Δεν τα παρέδιδαν νωρίτερα στη δημοσιότητα, για τον απλούστατο λόγο, ότι το Πεντάγωνο είναι το βασικό σημείο διοίκησης ενός τεράστιου στρατού, που οι δυνάμεις του εκτείνονται σε όλο τον πλανήτη. Δεν ήθελαν να αποκαλύψουν σε κανέναν τις αδυναμίες που είχε το κέντρο διοίκησης απέναντι σε επιθέσεις, όπως αυτή της Αλ-Κάιντα.
Και παρακάτω η χαριστική βολή στη λογική:
«Το σενάριο είχε στηθεί από πριν
Βάσει του σεναρίου της 11ης Σεπτέμβρη και μόνο… ακολούθησε ο πόλεμος εναντίον του Αφγανιστάν. Η έγκριση της επίθεσης είχε υπογραφτεί πριν από το ‘’μοιραίο’’ πρωινό της 11ης Σεπτέμβρη και παρέμενε στα συρτάρια του Αμερικανού Προέδρου μέχρι να ανευρεθεί η ‘’χρυσή ευκαιρία’’. Οπως και όλα τα άλλα γεγονότα, που παρουσιάζονται σήμερα ως γεωστρατηγικά επακόλουθα της 11ης Σεπτέμβρη, είχαν αποφασιστεί και δρομολογηθεί πολύ πριν από αυτήν».
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και τις αναλύσεις των εξωνημένων αστών αναλυτών πάνω στην πολεμική αναμέτρηση. Πόσες σελίδες δεν γράφτηκαν τότε από ακαδημαϊκούς ότι το σύγχρονο αντάρτικο δεν μπορεί να νικήσει έναν σύγχρονο τακτικό στρατό. Οτι τα υπερόπλα των δυτικών ιμπεριαλιστών είναι παντοδύναμα; Ολα αυτά έγιναν σκόνη από τον αναδιοργανωμένο αντάρτικο στρατό των Ταλιμπάν, που σήμερα πανηγυρίζει τη νίκη του μετά από είκοσι χρόνια ανυποχώρητης πάλης. Η χαρά αυτή μοιράζεται απ’ όλους τους λαούς της οικουμένης που καταδυναστεύονται από τους ιμπεριαλιστές. Στην Ελλάδα, απ’ ό,τι φαίνεται η προβοκατορολογία της καθεστωτικής αριστεράς και το πατρονάρισμα των ΜΜΕ, προκαλούν αμηχανία στους οργανωμένους της «Εκτός των Τειχών» Αριστεράς. Με ιδεοληψίες, όμως, εκεί καταλήγεις, να γίνεσαι ουρά των διαφθορείων των ΜΚΟ, που παρουσιάζουν ως «πολύπαθο λαό» όσους στοιβάζονται σαν τα ποντίκια στο Διεθνές Αεροδρόμιο της Καμπούλ.
Ενα από τα ανώτατα στελέχη της παλαιστινιακής Χαμάς, ο Αμπού Μαρζούκ, έσπευσε να μοιραστεί τη χαρά του παλαιστινιακού λαού για την ήττα των αμερικανών και των λακέδων τους στο Αφγανιστάν:
«Οι Ταλιμπάν αναδεικνύονται σήμερα νικητές αφότου κατηγορήθηκαν για καθυστέρηση και τρομοκρατία. Αναδύονται σήμερα ως ένα πιο έξυπνο και πιο ρεαλιστικό κίνημα. Αντιμετώπισαν την Αμερική και τους πράκτορές της και αρνήθηκαν να συμβιβαστούν μαζί τους. Δεν εξαπατήθηκαν από φωτεινά πρωτοσέλιδα για τη «δημοκρατία» και τις «εκλογές» [..] Αυτό είναι ένα μάθημα για όλους τους καταπιεσμένους λαούς. Θα μάθουν τα διδάγματα αυτής της ιστορίας;»
Οι Ταλιμπάν δεν μπορούσαν να νικήσουν τους υπέρτερους τεχνολογικά στρατούς της νατοϊκής συμμαχίας σε τακτική αναμέτρηση τον Νοέμβρη του 2001. Υποχώρησαν στα βουνά και στην ύπαιθρο για να ανασυγκροτηθούν αργότερα και να αντεπιτεθούν με αντάρτικο. Οι αμερικανοί εισβολείς επέβαλαν ένα κατοχικό καθεστώς υποτιθέμενης αστικής δημοκρατίας, με μαριονέτες-δοσίλογους να ελέγχουν την οικονομία και τη διοίκηση της χώρας, αντλώντας όλους τους πόρους για τους πλούσιους εμπόρους και βιοτέχνες που έλεγχαν την οικονομία, καταδικάζοντας τη φτωχολογιά των πόλεων και της υπαίθρου σε μόνιμο μαρασμό. Ο κατοχικός ζυγός, τον οποίον οι δυτικοί ιμπεριαλιστές παρουσίαζαν ως δημοκρατία, δεν είχε σημαντική στήριξη από τον αφγανικό λαό, παρά μόνο από συγκεκριμένα καλοστεκούμενα στρώματα στις πόλεις. Ενάντια στη σημαία των «ανθρώπινων δικαιωμάτων», που σήκωναν οι δοσίλογοι και οι εισβολείς, μεγάλο κομμάτι της φτωχολογιάς αντιστεκόταν, υψώνοντας τη σημαία του «ισλαμικού νόμου» και την καταδίκη της δυτικής επιρροής, στην οποία απέδιδαν τη διαφθορά και τη ρεμούλα της νέας διακυβέρνησης. Κόντρα στην υποκρισία της Δύσης, ο ίδιος ο δοτός πρόεδρος Χαμίντ Καρζάι επέβαλε το 2009 μια σειρά νόμων που περιόριζαν τα δικαιώματα των γυναικών, προκειμένου να ευθυγραμμιστεί με τα αντικατοχικά αισθήματα.
Οι Ταλιμπάν άρχισαν να αναπτύσσουν τη δράση τους, αρχικά με συνεχείς καταδρομικές επιθέσεις, αναδεικνυόμενοι σε μοναδική αντικατοχική δύναμη, και αργότερα, το 2006, με συνδυασμό αντάρτικου πολέμου φθοράς και εξάντλησης, κατέλαβαν βαθμιαία εδάφη της χώρας, επιβάλλοντας την εξουσία τους σε μεγάλο κομμάτι του Αφγανιστάν το 2014. Δεν θα μπορούσαν να το κάνουν αυτό χωρίς τη στήριξη του αφγανικού λαού και ειδικά των πιο φτωχών στρωμάτων του, που ζουν στην ύπαιθρο του Αφγανιστάν και τροφοδοτούσαν συνεχώς με φρέσκες δυνάμεις τους Ταλιμπάν.
Το 2020 η αμερικανική κυβέρνηση αποφάσισε να διαπραγματευτεί δημόσια με τους Ταλιμπάν στη Ντόχα του Κατάρ. Εκεί έγινε σαφές, πρώτον ότι οι Ταλιμπάν αναγνωρίζονταν από τους Αμερικανούς ως βασική πολιτική δύναμη του Αφγανιστάν. Ο νέος δοτός πρόεδρος της χώρας δεν συμμετείχε καν στις διαπραγματεύσεις. Σε αυτές τις διαπραγματεύσεις οι Ταλιμπάν απέσπασαν την δέσμευση ότι σε 14 μήνες προβλεπόταν η αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων. Οι Ταλιμπάν από την πλευρά τους δεσμεύονταν να εντατικοποιήσουν την ειρηνευτική διαδικασία και να μην επιτεθούν στις αμερικανικές δυνάμεις που… θα αποχωρούσαν.
Στην προσπάθειά τους να σπάσουν τη παλιά αποκρουστική εικόνα για το σκοταδιστικό τους καθεστώς, οι Ταλιμπάν εμφάνιζαν στις περιοχές που έλεγχαν, σχολεία όπου νέα κορίτσια παρακολουθούν μαθήματα. Δεν συμβαίνει αυτό, όμως, σε όλες τις περιοχές που ελέγχουν. Η εφαρμογή της ακραίας εκδοχής της σαρία δεν έχει πάψει να υπάρχει και κανείς δεν γνωρίζει αν η εικόνα της αναγνώρισης των δικαιωμάτων των γυναικών είναι απλώς μια προσωρινή υποχώρηση των Ταλιμπάν, προκειμένου να αποκτήσουν περαιτέρω ερείσματα στον πληθυσμό του Αφγανιστάν, ειδικά στις πόλεις όπου δεν επικρατεί η καθυστέρηση της υπαίθρου.
Οι Ταλιμπάν στο πεδίο της πολιτικής τους δράσης και σκέψης είναι σκοταδιστές, ακραίοι ισλαμιστές. Ομως, στο γενικό ισοζύγιο της πάλης τους εναντίον του ιμπεριαλισμού, αναμφίβολα έχουν θετικό πρόσημο και από αυτήν την οπτική είναι πολύ πιο προοδευτικοί από κάθε σοσιαλδημοκράτη διαχειριστή του καπιταλισμού στον αναπτυγμένο δυτικό κόσμο, που δήθεν κόπτεται για τα δικαιώματα των εργαζομένων και των γυναικών, ειδικά τους βρετανούς «εργατικούς» του Μπλερ που συμμετείχαν στην εισβολή του Ιράκ και του Αφγανιστάν καθώς και από τα διαφθορεία των ΜΚΟ που προσφέρουν εκδούλευση στους κατακτητές και τους λακέδες τους.
Ως κομμουνιστές οφείλουμε να διακρίνουμε τον εθνικισμό μιας ιμπεριαλιστικής χώρας που καταδυναστεύει άλλους λαούς από τον εθνικισμό των πολιτικών φορέων ενός έθνους που καταδυναστεύεται. Οι αμερικανοί ιμπεριαλιστές υποδούλωσαν τον αφγανικό λαό, παραβίασαν την εθνική του αυτοδιάθεση και κυριαρχία. Οι Ταλιμπάν διεξήγαγαν έναν δίκαιο εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο. Σύμφωνα με δυτικές εκτιμήσεις, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός κατανάλωσε περίπου 2,5 τρισεκατομμύρια δολάρια χωρίς να πετύχει κανέναν απολύτως σκοπό, πέραν της εξουδετέρωσης του Μπιν Λάντεν. Στη πραγματικότητα ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός έχασε πολύ περισσότερα.
Η ήττα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην περιοχή θα ενθαρρύνει την αφύπνιση κι άλλων λαών που καταδυναστεύονται από δοσιλογικά καθεστώτα. Αυτό που κατάφεραν οι Ταλιμπάν, θα το επιχειρήσουν κι άλλοι, ανοίγοντας το δρόμο στο λαϊκό ξεσηκωμό ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον νεοαποικισμό σε χώρες της Ανατολής και της Ασίας. Στο Ιράκ οι αμερικανοί κατάφεραν -με τη βοήθεια του Ιράν που πίεσε τους σιίτες να σταματήσουν το αντάρτικο εναντίον της κατοχής και να υιοθετήσουν το «ρεαλισμό» της συμμετοχής στο δοσιλογικό κοινοβούλιο- να αξιοποιήσουν τις αντιθέσεις ανάμεσα στους σουνίτες και σιίτες, προκειμένου να πυροδοτήσουν έναν αιματηρό σεκταριστικό εμφύλιο, καθυστερώντας την αναπόφευκτη ήττα τους. Οι μερικές χιλιάδες εναπομείναντες αμερικανοί στρατιώτες βάλλονται συνεχώς από επιθέσεις σιιτικών πολιτοφυλακών και μαζικές πορείες ιρακινών πληβείων που ζητούν την ανεξαρτησία του Ιράκ. Αργά ή γρήγορα θα αναγκαστούν να αποχωρήσουν και από εκεί. Η εικόνα της Μέσης Ανατολής στο μέλλον θα αλλάξει, αλλά δεν θα έχει καμία σχέση με αυτήν που οραματιζόταν το επιτελείο του Μπους.
Ο σκοταδισμός είναι προϊόν της ρωσικής εισβολής και του εκφυλισμού των κομμουνιστικών κομμάτων σε Ιράκ, Συρία, Αίγυπτο
Οι σκοταδιστικές αντιλήψεις των Ταλιμπάν είναι προϊόν μιας ολόκληρης περιόδου οπισθοχώρησης των επαναστατικών κινημάτων στην Ανατολή και τον Αραβικό Κόσμο, με τα εγκλήματα της ρωσικής εισβολής και κατοχής να βάζουν ταφόπλακα στα αριστερά ιδεώδη. Ο ρωσικός στρατός εισέβαλε το 1979 στο Αφγανιστάν για να κόψει κάθε ιδέα στους φιλελεύθερους στρατιωτικούς που είχαν ανατρέψει την μοναρχία, να φλερτάρουν ή να ευθυγραμμιστούν με τις ΗΠΑ. To 1972 είχαν χάσει την Αίγυπτο με τη στροφή του Σαντάτ προς τις ΗΠΑ και η σκέψη για την απώλεια του Αφγανιστάν από τη σφαίρα επιρροής τους δεν τους άφηνε κανένα περιθώριο πέρα από την τυχοδιωκτική εισβολή, προκειμένου να αντιρροπήσουν την κυριαρχία των αμερικανών ιμπεριαλιστών στην περιοχή.
Η ρεβιζιονιστική ηγεσία του Κρεμλίνου τσάκισε την ιδέα της επανάστασης σε αυτές τις χώρες. Η λαϊκή αντιιμπεριαλιστική επανάσταση στην Ανατολή δεν προχώρησε ποτέ πέρα από τη συγκρότηση βοναπαρτιστικών-στρατιωτικών καθεστώτων (Νάσερ στην Αίγυπτο, Κάσεμ στο Ιράκ) που παρέμειναν προοδευτικά μόνο στο βαθμό που αναμετρήθηκαν σύντομα με τον ιμπεριαλισμό. Δε θα μπορούσαν να προχωρήσουν παραπέρα, λόγω της ίδιας της ταξικής τους φύσης και συγκρότησης, εκφράζοντας κινήματα που κατευθύνονταν-καθοδηγούνταν από ένα αμάλγαμα μικροαστικών, διανοουμενίστικων και αστικών στρωμάτων, παρουσιάζοντας αρκετή ασυνέπεια και διάθεση συμβιβαστική απέναντι στον ιμπεριαλισμό.
Οι πληβειακές-προλεταριακές συνιστώσες τους δεν μπόρεσαν ποτέ να αποκτήσουν ηγεμονική δύναμη σε αυτά. Οι ρεβιζιονιστές ανάγκασαν τα κομμουνιστικά κόμματα να υποταχθούν στον ασυνεπή αντιιμπεριαλισμό των στρατιωτικών καθεστώτων και να παραδοθούν αμαχητί στις αντεπαναστατικές τους ορέξεις, όταν αργότερα θα συμβιβάζονταν εν μέρει ή πλήρως με τον ιμπεριαλισμό, μετατρεπόμενα τελικά σε αυταρχικά φασιστικά καθεστώτα και υποχείρια του ιμπεριαλισμού. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του αιγυπτιακού κομμουνιστικού κόμματος, που δήλωνε ότι το νασερικό καθεστώς οικοδομεί σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής και ότι δεν είχε λόγο ύπαρξης ως ξεχωριστή πολιτική οντότητα στην Αίγυπτο, επιλέγοντας να αυτοδιαλυθεί. Αργότερα οι νασερικοί τους απομόνωσαν και τους εξόντωσαν.
Στο τέλος, οι ρεβιζιονιστές εισέβαλαν και σε μια ξένη χώρα της Ανατολής, προκαλώντας την οργή των πληβειακών μαζών. Οσα λεφτά και να έσπρωχναν οι ΗΠΑ στους μουτζαχεντίν για αντικομμουνιστική προπαγάνδα, αυτή καθ’ αυτή η εισβολή του ρωσικού στρατού είναι η σημαντικότερη αντικομμουνιστική πράξη στη συνείδηση των λαϊκών μαζών της ευρύτερης περιοχής. Οι απολογητές της ρωσικής εισβολής αποκρύπτουν μέχρι σήμερα τα κίνητρα της εισβολής, που ήταν καθαρά ο έλεγχος του Αφγανιστάν μετά τη στροφή της Αιγύπτου στις ΗΠΑ, και βέβαια αποκρύπτουν το λουτρό αίματος που κατέβαλαν οι αφγανοί άμαχοι από τη στρατιωτική εισβολή και κατοχή (σύμφωνα με τις συντηρητικότερες εκτιμήσεις οι νεκροί είναι πάνω από 500.000). Αυτό μπορεί να το ξεχνούν οι ρεβιζιονιστές και οι οπαδοί της καθεστωτικής αριστεράς στην Ευρώπη, δεν το ξεχνούν, όμως, οι πληβειακές μάζες της ανατολής.
Ο στρατός των Ταλιμπάν ήταν ένας στρατός φανατικών ισλαμιστών, κατά πλειοψηφία ορφανών νέων αφγανών που έζησαν τη φρίκη του πολέμου το 1979-1989 κατόπιν της ρωσικής εισβολής και στρατολογήθηκαν από μια φράξια των μουτζαχεντίν γύρω από τον μουλά Ομάρ. Επικράτησαν στη χώρα τους στον εμφύλιο που επακολούθησε της αποχώρησης των ρωσικών στρατευμάτων, προκειμένου να επιβάλουν τη δική τους εκδοχή του χαλιφάτου.
Η βάση συγκρότησής τους ήταν το Πακιστάν, τα ισλαμικά ιεροδιδασκαλεία μαντράσα. Οι μυστικές υπηρεσίες του Πακιστάν ευνοούσαν τη συγκεκριμένη ομάδα γύρω από τον πρώην μουτζαχεντίν Μουλά Ομάρ, προκειμένου να επηρεάσουν τις εξελίξεις στο μέλλον στη γειτονική τους χώρα. Δεν ήταν βέβαια μόνο ο Μουλά Ομάρ που είχε την εύνοια ενός καθεστώτος. Κάθε φράξια των πρώην μουτζαχεντίν είχε και τη στήριξη ή εύνοια μιας όμορης χώρας του Αφγανιστάν (Ιράν, Σαουδικής Αραβίας). Οι Ταλιμπάν εκμεταλλεύτηκαν το οικονομικό χάος, τις έριδες και τη διαφθορά των πολεμάρχων που λυμαίνονταν το Αφγανιστάν μετά την αποχώρηση των Ρώσων και με καταιγιστικές επιθέσεις από το 1994 έως το 1996 κατέλαβαν το μεγαλύτερο κομμάτι του Αφγανιστάν, επιβάλλοντας το δικό τους χαλιφάτο και μια ακραία εκδοχή της σαρία, στερώντας από τις γυναίκες τα στοιχειώδη τους δικαιώματα (μόρφωση, εργασία, ελευθερίες), καταργώντας κάθε μορφή τέχνης (θέατρο, μουσική) που συνδεόταν στο μυαλό τους με τη δυτική παράδοση και επιβάλλοντας ένα σκληρό μεσαιωνικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης, που περιελάμβανε από δημόσιο ξυλοδαρμό για μοιχεία, μέχρι εκτελέσεις και ακρωτηριασμούς για κλοπή.
Μετά την πτώση των δίδυμων πύργων οι αμερικανοί ιμπεριαλιστές βρήκαν την ευκαιρία να εισβάλουν στο Αφγανιστάν και αργότερα στο Ιράκ. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός επιχείρησε κάτι που δεν είχε επιχειρήσει ποτέ ως τότε: να εισβάλει στρατιωτικά σε χώρες της Ανατολής προκειμένου να ανατρέψει καθεστώτα καθώς και να εκφοβίσει τους άραβες και ασιάτες ηγέτες ότι έρχεται η σειρά τους αν δεν υπακούσουν απαρέγκλιτα στις ντιρεκτίβες τους. Στο τυχοδιωτικό τους σχέδιο να επηρεάσουν τις εξελίξεις σε Παλαιστίνη, Λίβανο, Συρία, Ιράν, Ιράκ, Αφγανιστάν ηττήθηκαν κατά κράτος. Τώρα οι Ουκρανοί υποτακτικοί τους τρέμουν, μήπως έρθει και η σειρά τους να υποστούν τις συνέπειες του τυχοδιωκτικού πραξικοπήματος στην Ουκρανία.
Ο λαός του Αφγανιστάν μόνος του πρέπει να αποφασίσει το μέλλον και τις τύχες του. Αυτή είναι η μόνη διεθνιστική συνεπής γραμμή και πρέπει να τη διατηρούμε στο μυαλό μας ως κόρη οφθαλμού. Αν μας ενδιαφέρει όντως η ανάδειξη επαναστατικών κινημάτων στο μέλλον σε αυτές τις χώρες, θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να σεβόμαστε το δικαίωμα των λαών αυτών στην αυτοδιάθεσή τους, κόντρα στις ιμπεριαλιστικές επιβουλές και την ανάμειξη άλλων χωρών στις εσωτερικές τους υποθέσεις με το μόνιμο πρόσχημα της στήριξης των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Οι ιμπεριαλιστές και τα αγαπητά τους διαφθορεία των ΜΚΟ και των υπηρεσιών του ΟΗΕ δεν δικαιούνται να μιλούν για ανθρώπινα δικαιώματα, όταν η εισβολή τους στο Αφγανιστάν κόστισε το θάνατο περίπου 50.000 αμάχων, στερώντας από τους Αφγανούς το βασικότερο δικαίωμα, αυτό της ανθρώπινης ζωής.
Ο σκοταδισμός θα πέσει από νέες γενιές Αφγανών, που θα αντικρίσουν στη μελλοντικά οργανωμένη πολιτικά και επαναστατική εργατική τάξη της Δύσης το βασικό τους σύμμαχο για την απολύτρωση από τα δεσμά της οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης. Δικό μας καθήκον είναι να προετοιμάζουμε το δύσκολο καθήκον της πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης και να είμαστε γνήσιοι διεθνιστές. Ετσι έγινε στην Κίνα, στο Βιετνάμ, σε κάθε χώρα που βρισκόταν συνεχώς υπό αποικιακό έλεγχο και κατοχή και τα πρωταρχικά λαϊκά ξεσπάσματα είχαν στην προμετωπίδα τους αντιδραστικά συνθήματα, ως αντίδραση στις «ανθρώπινες ελευθερίες» και τον «πολιτισμό», που προσχηματικά διατυμπάνιζε ο ιμπεριαλισμός, για να δένει τους «απολίτιστους λαούς» στον αποικιακό ζυγό.
Οι Μαρξ-Εγκελς υποστήριξαν ανεπιφύλακτα την κινέζικη αντίσταση, που διεξαγόταν κάτω από τη μεσαιωνική σημαία της καταδίκης της δυτικής επιρροής, ως γνήσιο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα υπέρ «βωμών και εστιών», πολεμώντας την προπαγάνδα της αποικιοκρατίας που τους αποκήρυσσε ως «απολίτιστους» επειδή έκαναν επιθέσεις σε εμπορικά πλοία, σφάζοντας δυτικούς αμάχους. Ο Μαρξ εξύμνησε στα γραπτά του τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των ισπανών δουλοπάροικων εναντίον του γάλλων εισβολέων του Ναπολέοντα, παρότι ο πρώτος διεξήχθη με συνθήματα «Ζήτω η Ιερά Εξέταση», «κάτω ο ζυγός των άθεων γάλλων». Ο Χο Τσι Μινχ ήταν ένας βιετναμέζος εθνικιστής στα νιάτα του. Εγινε κομμουνιστής όταν άκουσε τις θέσεις του Λένιν για τους υπόδουλους λαούς σε ένα από τα προλεταριακά καταγώγια της Γαλλίας. Αυτή είναι η μαρξιστική παρακαταθήκη για τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και αυτή θα πρέπει να υπερασπιζόμαστε με συνέπεια σήμερα ως μαρξιστές-λενινιστές.
[1] https://www.rt.com/russia/532163-afghanistan-ghani-fled-dough-rob/