Σε τεντωμένο σκοινί ακροβατεί η κυβέρνηση της Χαμάς, μετά από την όξυνση των σχέσεών της με τον πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς. Ο τελευταίος εμφανίζεται ως απόλυτος μονάρχης, απειλώντας ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να καταργήσει την κυβέρνηση, ενώ δηλώνει έτοιμος να ξεκινήσει απευθείας συνομιλίες με το Ισραήλ, παρά την άρνηση της κυβέρνησης.
Η κρίση στις σχέσεις Χαμάς – Αμπάς ξεκίνησε με την επίθεση αυτοκτονίας ενός 18χρονου μαχητή της Τζιχάντ σε φαστφουντάδικο του Τελ-Αβίβ, τη Δευτέρα 17 Απρίλη. Ηταν η πρώτη επίθεση στην καρδιά του Ισραήλ, μετά από τη νίκη του Καντίμα στις βουλευτικές εκλογές. Μια επίθεση που είχε σαν αποτέλεσμα 8 νεκρούς και πάνω από 50 τραυματίες και χαρακτηρίστηκε ως «τρομοκρατική πράξη» από τον Αμπάς, ενώ είχε την κάλυψη της Χαμάς, εκπρόσωπος της οποίας δήλωσε ότι αποτελεί φυσική αντίδραση στις επιθέσεις του ισραηλινού στρατού και εντάσσεται στο δικαίωμα των Παλαιστινίων για αυτοάμυνα όσο η διεθνής κοινότητα δεν τους προστατεύει απ’ την βαρβαρότητα του ισραηλινού στρατού. Ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει ότι αυτή η επίθεση δεν ήταν παρά μια βίαιη πράξη διαμαρτυρίας και αντίστασης, όταν οι Σιωνιστές συνεχίζουν κανονικά τους βομβαρδισμούς στη Λωρίδα της Γάζας (έχοντας σκοτώσει πάνω από 15 Παλαιστίνιους, μεταξύ των οποίων και εφτά παιδιά στις τρεις βδομάδες πριν από την επίθεση αυτοκτονίας), επιταχύνουν την κατασκευή του τείχους του αίσχους (έχοντας ολοκληρώσει την κατασκευή του μισού τείχους των 670 χιλιομέτρων που χωρίζει τη Δυτική Οχθη από το Ισραήλ) και στραγγαλίζουν οικονομικά την Παλαιστινιακή Αρχή δεσμεύοντας τα χρήματα που της ανήκουν από τους τελωνειακούς δασμούς και τους φόρους που το Ισραήλ μαζεύει για λογαριασμό της;
Ωστόσο, αυτή η κραυγαλέα αντίθεση μεταξύ της νέας κυβέρνησης και του προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής στο ζήτημα της τελευταίας επίθεσης αυτοκτονίας δεν ήταν παρά η αρχή της όξυνσης των μεταξύ τους σχέσεων. Λίγες μέρες αργότερα, η Χαμάς αποφασίζει να εντείνει τον έλεγχο στις δυνάμεις ασφαλείας. Ο υπουργός Εσωτερικών Σαέντ Σιγιάμ αποφασίζει να δημιουργήσει ένα ειδικό ένοπλο σώμα που θα δρα παράλληλα με τις δυνάμεις ασφαλείας της Παλαιστινιακής Αρχής (που ελέγχονται από τον Αμπάς). Στο σώμα αυτό προβλέπεται να ενταχτούν διάφορα ένοπλα τμήματα από οργανώσεις της αντίστασης (γύρω στους 3.000 μαχητές). Επικεφαλής διορίζεται ο Γενικός Διοικητής των «Λαϊκών Επιτροπών Αντίστασης» (μιας οργάνωσης που θεωρείται ότι στεγάζει και τους μαχητές της Χαμάς και συνεχίζει την αντίσταση και τις επιθέσεις στο Ισραήλ) Αμπού Σαμχαντάνα, ο οποίος είναι από τους πλέον καταζητούμενους από το Ισραήλ για «τρομοκρατία». Αμέσως, ο Αμπάς ακυρώνει την απόφαση του Σιγιάμ, καταγγέλλοντάς την ως «παράνομη», πράγμα που προκαλεί τη σκληρή απάντηση του ηγέτη της Χαμάς Χαλέντ Μεσάλ, που βρίσκεται εξόριστος στη Δαμασκό. Σε διαδήλωση στη Δαμασκό για την επέτειο της δολοφονίας των ηγετών της Χαμάς Γιασίν και Ραντίσι, ο Μεσάλ δηλώνει ότι «το πραξικόπημα που υποστηρίζεται από τους Σιωνιστές και τους Αμερικάνους δεν θα περάσει» και ότι πλησιάζει η στιγμή που θα αποκαλύψει όλη την αλήθεια για τους Παλαιστίνιους που υποσκάπτουν την κυβέρνηση της Χαμάς, αφήνοντας αιχμές για τον Αμπάς και στελέχη της Φατάχ.
Από κει και πέρα τα γεγονότα εκτυλίσσονται ραγδαία. Το «Επαναστατικό Συμβούλιο» της Φατάχ εκδίδει ανακοίνωση που αναφέρει ότι ο Μεσάλ πυροδοτεί τον εμφύλιο πόλεμο, ενώ δεκάδες ένοπλοι οπαδοί της Φατάχ συγκεντρώνονται στο κέντρο της πόλης της Γάζας, το Σαββατοκύριακο 22 και 23 Απρίλη, ανταλλάσσοντας πυροβολισμούς με οπαδούς της Χαμάς, με αποτέλεσμα πάνω από 20 τραυματίες. Σφοδρές συγκρούσεις πραγματοποιούνται και στο γραφείο του υπουργού Υγείας της κυβέρνησης της Χαμάς, στο οποίο εισβάλλουν ένοπλοι της Φατάχ. Την Κυριακή του Πάσχα, ένοπλοι της Φατάχ εισβάλλουν και στο δημαρχείο της Ναμπλούς (της μεγαλύτερης πόλης της Δυτικής Οχθης) υπό την καθοδήγηση στελέχους των παλαιστινιακών δυνάμεων ασφαλείας, που θεωρείται γνωστός για την οργάνωση παρόμοιων επιθέσεων. Οι ένοπλοι εκκενώνουν το δημαρχείο και απαιτούν από τον Μεσάλ να ανακαλέσει προκειμένου να επιτρέψουν την επαναλειτουργία του. Η κατάληψη λήγει μόνο με την παρέμβαση βουλευτή της Φατάχ. Διαδηλώσεις των οπαδών της Φατάχ γίνονται σε αρκετές πόλεις, μεταξύ των οποίων η Ραμάλα.
Σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, μια περίεργη ανακάλυψη οπλοστασίου στην Ιορδανία τροφοδοτεί την «αντιτρομοκρατική» υστερία εναντίον της Χαμάς, με την ιορδανική κυβέρνηση να υποστηρίζει ότι μαχητές της Χαμάς σχεδιάζουν επιθέσεις στο εσωτερικό της, τον Αμπάς να δηλώνει έκπληκτος για το γεγονός και τη Χαμάς να το διαψεύδει.
Μέσα στους κόλπους της Χαμάς διαφαίνονται οι πρώτες διαφοροποιήσεις. Ο αναπληρωτής πρωθυπουργός Νασέρ Σαέρ δηλώνει στο Αλ-Τζαζίρα, ότι οι δηλώσεις Μεσάλ δεν αντιπροσωπεύουν την κυβέρνηση της Χαμάς, ενώ ο πρωθυπουργός Ισμαήλ Χανίγια φέρεται να δήλωσε ότι θα παραιτηθεί αν δεν ανακαλέσει ο Μεσάλ. Απ’ ό,τι φαίνεται, η κρίση αποφεύχθηκε με τον Μεσάλ να υποχωρεί υποστηρίζοντας ότι παρερμηνεύτηκαν οι δηλώσεις του κι ότι δεν θεωρεί ότι η Φατάχ παίζει το παιχνίδι του Ισραήλ, ενώ μετά από έκκληση του Αμπάς αποφασίστηκε να γίνει ενδοπαλαιστινιακός διάλογος για τα μέσα του Μάη, προκειμένου να συζητηθούν όλα τα ζητήματα που αφορούν στην πολιτική κατάσταση στην Παλαιστίνη, οι τρόποι προστασίας από τον οικονομικό αποκλεισμό και η επαναδραστηριοποίηση της ΟΑΠ (στην οποία μέχρι σήμερα δεν αντιπροσωπεύεται η Χαμάς).
Ομως, η αποφυγή περαιτέρω κλιμάκωσης της πολιτικής κρίσης στην Παλαιστίνη δε σημαίνει ότι οι αντιθέσεις ξεπεράστηκαν. Το αντίθετο. Ο Παλαιστίνιος υπουργός Εσωτερικών εξακολουθεί να αντιδρά στην απόφαση του Αμπάς για την ακύρωση του νέου σώματος ασφαλείας, υποστηρίζοντας ότι έχει την εξουσία να το σχηματίσει (από τον Παλαιστινιακό βασικό νόμο), ενώ μαχητές της Φατάχ (συμπεριλαμβανομένων και των Ταξιαρχιών Μαρτύρων του Αλ-Ακσά) συγκρότησαν μια νέα μιλίτσια από 2.000 μαχητές σε αντίβαρο του νέου σώματος ασφαλείας του υπουργείου Εσωτερικών.
Απ’ την άλλη μεριά, ο οικονομικός στραγγαλισμός κάνει αφόρητη την κατάσταση στην Παλαιστίνη. Οι Αμερικάνοι ασκούν ασφυκτικές πιέσεις, απειλώντας με αυστηρές κυρώσεις τις αραβικές τράπεζες, προκειμένου να μη μεταφερθούν τα χρήματα που υποσχέθηκαν πολλές αραβικές κυβερνήσεις (το Ιράν, το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και το Κουβέιτ) να δώσουν στην κυβέρνηση της Χαμάς, με αποτέλεσμα η Παλαιστίνη να αντιμετωπίζει σοβαρά μεγάλη ανθρωπιστική καταστροφή. 160.000 υπάλληλοι του δημοσίου παραμένουν απλήρωτοι και ο Αραβικός Σύνδεσμος, που υποσχέθηκε ότι θα τους πληρώσει με απευθείας κατάθεση στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, έχει συλλέξει λιγότερο από το ένα τρίτο των χρημάτων που απαιτούνται για να πληρωθούν τους μισθούς του Απρίλη και του Μάη.
Ηγετικό στέλεχος της Χαμάς από τη Δαμασκό δήλωσε ότι αν αποτύχει η κυβέρνησή του, μια νέα Ιντιφάντα θα είναι προ των πυλών, αυτή τη φορά ακόμα πιο βίαιη. Με την κατάσταση όμως που επικρατεί στην Παλαιστίνη, την αδιαλλαξία των Σιωνιστών και των Αμερικάνων, δεν υπάρχουν και πολλά περιθώρια για την κυβέρνηση της Χαμάς να πετύχει μια αξιοπρεπή ανεξαρτησία του παλαιστινιακού λαού. Ποιος λοιπόν μπορεί να αμφισβητήσει ότι αυτό το ενδεχόμενο αποκτά ολοένα και περισσότερες πιθανότητες να γίνει πραγματικότητα;